Αυγουστίνος Καντιώτης



«Τι εποιησας;» (Ἰω. 18,35)

date Απρ 29th, 2021 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΗ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2374

Μεγάλη Πέμπτη πρωὶ
29 Ἀπριλίου 2021
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

«Τι εποιησας;» (Ἰω. 18,35)

ΒΑΡΑΒΑὍλη τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ἀ­γαπητοί μου, τὸ ἰουδαϊκὸ συνέδριο συν­εδρίαζε. Τὰ μέλη του (γραμματεῖς, φαρισαῖοι, ἀρ­­χιερεῖς) ἦταν περίπου 70. Πρόεδρος ἦταν ἄλ­λοτε ὁ Ἄννας, ἄλλοτε ὁ Καϊάφας. Οὐδέπο­τε ὅ­μως στὰ χρονικὰ τῶν ἀνθρωπίνων δικαστη­ρίων παρουσιάστηκε περίπτωσι τέτοιας κα­ταφώρου παραβάσεως τοῦ δικαίου ὄχι μόνο στὸ οὐσιαστικὸ ἀλλὰ καὶ στὸ τυπικὸ μέρος. Ὁ ὑ­πόδικος δικάστηκε χωρὶς νὰ παραστῇ ὑ­περασπιστὴς συνήγορος καὶ χωρὶς κανένα μάρτυρα ὑ­περασπί­σεως· μόνο ψευδομάρτυρες κατηγορί­ας.
Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς παρανόμου δίκης; Ἔβγαλαν ἀπόφασι καταδικαστική· θάνατος στὸν Ἰησοῦ! Ἀλλ᾽ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀν­θρώπινο δικαστήριο καταδίκασε σὲ θάνατο τὸν Ἀθῷο, στὸ μέτωπο τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύ­νης χαράχτηκε στίγμα ἀνεξίτηλο.

Καὶ τώρα; Ἡ ἀπόφασι τοῦ ἰουδαϊκοῦ δικαστηρίου ἔπρεπε νὰ ἐκτελεσθῇ· ἀλλὰ τὸ Ἰσρα­ὴλ ἦταν τότε ὑπόδουλο στὴ ῾Ρωμαϊκὴ αὐτοκρα­τορία, καὶ αὐτὴ κρατοῦσε τὸ βέτο τῆς ἐκ­τελέσεως. Ἂν ἦταν ἐλεύθεροι, τὶς πρωινὲς ὧ­­ρες ὁ Ἰησοῦς θὰ ἐκτελεῖτο κατὰ τὸν ἰουδα­ϊκὸ νόμο ἢ διὰ στραγγαλισμοῦ ἢ διὰ λιθοβολισμοῦ· ἐπειδὴ ἦταν ὑπόδουλοι, ἀναγκάζον­ται νὰ ζητήσουν τὴν ἐπικύρωσι τοῦ ἀντιπροσώπου τῆς ῾Ρώμης· καὶ ἀντιπρόσωπος ἦταν ὁ σκληροτράχηλος Πόντιος Πιλᾶτος. Σ᾽ αὐτὸν ἔ­­πεσε ὁ κλῆρος. Χωρὶς τὴν ὑπογραφή του, ὅ­σο κι ἂν ὠρύοντο, ἡ παράνομη ἀπόφασί τους δὲν μποροῦσε νὰ ἐκτελεσθῇ. Γι᾽ αὐτὸ τὸ Εὐ­αγγέλιο λέει· «Ἄγουσιν οὖν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τοῦ Καϊάφα εἰς τὸ πραιτώριον· ἦν δὲ πρωί» (Ἰω. 18,28).
Προτοῦ ὁ ἥλιος νὰ χρυσώσῃ βουνὰ καὶ πεδιάδες τῆς Ἰουδαίας, ἔ­χουν συγκεντρωθῆ κά­τω ἀπ᾽ τὸ πραιτώριο. Ὁ θόρυβος κάνει τὸν Πι­λᾶτο νὰ ξυπνήσῃ. Ἀνοίγει τὸ παράθυρο καὶ βλέ­πει κάτω μιὰ θάλασσα ἀνθρώπων ποὺ φωνάζουν ἔξ­αλλοι· Θάνατος θά­νατος!… Ἀναγκάζεται νὰ κατεβῇ στὴν αὐλὴ τοῦ πραιτωρίου, στὸ λιθόστρωτο, γιὰ νὰ δῇ τί ἀκριβῶς συμβαίνει. Κ᾽ ἐ­κεῖ βλέπει ἕναν κατά­δικο σὲ ἀθλία κατάστασι· δεμένο μὲ σχοινὶ ἀπὸ τὸ λαιμό –ἔτσι συ­νή­θιζε τὸ Ἰουδαϊκὸ συνέδριο–, ὅπως δένουν τὰ ζῷα ποὺ τὰ πᾶνε γιὰ σφαγή. Δοκίμασε ἔκ­πληξι ὁ Πιλᾶτος. Ἄκουγε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ μὰ δὲν τὸν εἶχε δεῖ, γιατὶ ὁ Ναζωραῖος δὲν πάτησε ποτὲ τὰ κατώφλια τῶν ἀρχόντων.
Παρατηρεῖ τὸν κατάδικο καὶ μετὰ –πιὸ δίκαι­ος αὐτὸς ἀπ᾽ αὐτούς, μὲ αἴ­σθησι ῥωμαϊκοῦ δικαίου– τοὺς ρωτάει· –«Τίνα κατηγορίαν φέρε­τε κατὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου;» (ἔ.ἀ. 18,29). Κι αὐτοί; Δὲν ἀπαντοῦν εὐθέως ἀλλὰ μὲ προπέ­τεια· –Ἂν δὲν ἦταν κακοποιός, δὲν θὰ σοῦ τὸν φέρναμε. Αὐθάδης ἀπάντησι ποὺ ἐρέθισε τὸ ῾Ρωμαῖο πραίτωρα. Θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς πνί­ξῃ στὸ αἷμα, ὅπως ἔκανε σὲ ἄλ­λη περίπτωσι, ἀλλὰ συγκρατεῖται. Ἀγαναχτισμένος λέει· Ἀ­φοῦ ἐσεῖς τὸν ἔ­χετε ἤδη καταδικάσει καὶ δὲν μ᾽ ἀφήνετε νὰ τὸν ἐξετάσω ἀλλὰ ζητᾶτε νὰ βάλω ἁπλῶς τὴν ὑπογραφή μου, τί τὸν φέρατε ἐδῶ; –«Λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς» καὶ ἐκτελέ­στε τὸ νόμο σας (ἔ.ἀ. 18,31). Ἀξιέπαινος ὣς ἐδῶ ὁ Πιλᾶτος· ἄλλο ὅτι στὸ τέλος ὑποχώρησε.
Αὐτοὶ ὅμως ἐπιμένουν. Ἐκεῖ ὁ Πιλᾶτος διακόπτει τὴ συζήτησι –εἶνε ἡ πρώτη φάσι τῆς δί­κης στὸ πραιτώριο– κι ἀποσύρεται στὰ ἐν­δότερα. Ἐν τῷ μεταξὺ λαμβάνει οὐράνιο μήνυμα διὰ τῆς συζύγου του Πρόκλας· Μὴν ἀδική­σῃς σὲ κάτι αὐτὸ τὸν δίκαιο ἄνθρωπο, «πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ᾽ ὄναρ δι᾽ αὐ­­τόν» (Ματθ. 27,19). Καλεῖ μέσα ἰδιαιτέρως τὸν Ἰησοῦ. Κι ὅ­ταν ὁ Ναζωραῖος βρίσκεται μπροστά του τὸν ἐρωτᾷ· «Τί ἐποίησας;», τί ἔκανες; (Ἰω. 18,35).
Στὸ σημεῖο αὐτό, ἀγαπητοί μου, θὰ μοῦ ἐ­πι­τρέψετε νὰ κάνω μερικὲς σκέψεις.

* * *

Ἂν ὁ Πιλᾶτος ἤξερε ποιός εἶνε ὁ κατηγορούμενος ποὺ ἔχει μπροστά του, θὰ ἀ­πέθετε σὲ μιὰ γωνιὰ τὸ ξίφος καὶ τ᾽ ἄλλα ἐμβλήμα­τα τοῦ ῾Ρωμαίου πραίτωρος καὶ θά ᾽πεφτε στὰ πόδια του νὰ τὸν προσκυνήσῃ. Δὲν ξέρει, γι᾽ αὐ­τὸ λέει «Τί ἐποίησας;». Στὸ ἐρώτημά του ἂς δοθῇ τώρα μιὰ ἀπάντησι· κι ὄχι ἀπὸ μᾶς.
«Τί ἐποίησας;». Ρωτᾷς, Πιλᾶτε, τί ἔκανε ὁ Ἰ­η­σοῦς; Σοῦ ἀπαντᾷ ἡ πάγκαλη φύσι. Ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ δὲς τὶς ὀμορφιές· οὐρανὸ καὶ γῆ, ἀνατολὴ καὶ δύσι, ἄνοιξι καὶ χειμῶνα, ἄν­θη, δέν­τρα, βουνά, πεδιάδες, δάση, λί­μνες, ποταμούς, θάλασσες, ὠ­κεανούς, βροχή, χιόνι· δὲς τὸν ἥ­λιο, τὴ σελήνη, τὰ ἄστρα, τὰ νέφη, τὶς ἀστραπές… Τέντωσε τ᾽ αὐτὶ κι ἄκου τ᾽ ἀηδόνι, τὴν αὔ­­ρα, τὸ ζέφυρο, τὸ ῥόχθο τοῦ ποταμοῦ, τὸ φλοῖ­σβο τοῦ κύματος, τὸν πάταγο τοῦ καταρράκτη, τὴ βροντὴ τοῦ κεραυνοῦ… Ἂν εἶ­χαν φωνή, ὅλα θὰ σοῦ ἔλεγαν· Δημιουργηθήκαμε διὰ τοῦ Υἱοῦ, ὁ Ἰησοῦς «ἐποίησε πάντα τὰ ὡραῖα τῆς γῆς» (Ψαλμ. 73,17). Καὶ μόνο αὐτά;
«Τί ἐποίησας;»; Ὅταν ἔλαβε ἀνθρώπινη σάρκα καὶ ἐμφανίστηκε στὴ γῆ ὡς ἱστορικὸ πρόσωπο, ἐποίησε ἄλλα θαυμαστά. Ρώτησε, Πιλᾶτε, τοὺς ψαρᾶδες ποὺ τὸν ἄκουγαν μὲ ἀ­νοιχτὸ τὸ στόμα, τοὺς ζευγολάτες ποὺ σταματοῦσαν τὴ σπορὰ τῆς γῆς γιὰ νὰ δεχτῇ ἡ δι­κή τους ψυχὴ τὸν ἄλλο σπόρο, τὸν οὐράνιο.
«Τί ἐποίησας;»; Ρώτησε τὰ παιδιὰ ποὺ εὐ­λό­γησε, τυφλοὺς ποὺ θεράπευσε, χωλοὺς ποὺ ἀνώρθωσε, λεπροὺς ποὺ κα­θάρισε, πεινασμένους ποὺ χόρτασε, χῆρες ποὺ παρηγόρησε, τὴ Σαμαρείτιδα ποὺ ἀ­πὸ πόρνη τὴν ἔκανε ἁ­γία, τὸ Ματθαῖο ποὺ ἀ­πὸ τελώνη τὸν ἔκανε εὐ­αγγελιστή, τοὺς πονεμένους ποὺ κοντά του βρῆ­καν τὴν παρηγοριὰ καὶ τὸ θάρρος γιὰ τὴ ζωή.
«Τί ἐποίησας;»; Ρώτησε, Πιλᾶτε, ἀκόμα καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό σου· θὰ σοῦ πῇ, ὅτι κ᾽ ἐσένα αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς σὲ ἐποίησε.
«Τί ἐποίησας;». Στὸ ἐρώτημά σου, Πιλᾶτε, ὑ­­πάρχει καὶ μία ἄλλη ἀπάντησι. Σοῦ ἀπαντοῦν προφῆτες καὶ ἀπόστολοι ποὺ ἐμβάθυναν στὴ θεολογία. «Τί ἐποίησεν» ὁ Ἰησοῦς; Ἐποίησε ὅ­λα τὰ ὡ­ραῖα, καὶ ἕνα μόνο δὲν ἔκανε· τὴν ἁμαρ­τία – αὐτὸ ποὺ κάνουμε ἐμεῖς. «Ἁμαρτίαν οὐκ ἐ­­ποίησεν, οὐδὲ εὑ­ρέθη δόλος ἐν τῷ στόμα­τι αὐ­τοῦ» (Α΄ Πέτρ. 2,22=Ἠσ. 53,9). Βάδισε ἐν μέσῳ τῆς ἀνθρωπότητος «ὡς ἀρνίον ἄκακον» (Ἰερ. 11,19), ὡς «οἰκτίρ­μων καὶ ἐλεήμων» (Ψαλμ. 102,8· 110,4· 111,4· 144,8. Σ. Σειρ. 2,11. Ἰλ. 2,13. Ἰων. 4,2), ὡς εὐεργέτης-θεραπευτής (βλ. Πράξ. 10,38), ὡς ὠκεανὸς ἀ­γάπης καὶ εὐσπλαχνίας, ὡς στήλη οὐρανομή­κης ποὺ ὑ­περβαίνει τὶς οὐράνιες ἁψῖδες. Φυσιογνωμία μονα­δική, ἀνθρωπίνως ἀσύλληπτη.
Ὤ τὸ μυστήριο τοῦ Ἰησοῦ! Εἶνε ὁ μόνος ποὺ στάθηκε μπροστὰ στὸν κόσμο καὶ 20 τώρα αἰ­ῶνες προκαλεῖ· «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁ­μαρτίας;», ποιός ἀπὸ σᾶς μπορεῖ νὰ μὲ ἐλέγξῃ γιὰ ἁμαρτία; (Ἰω. 8,46). Τολμᾷ ν᾽ ἀναπαντήσῃ κανείς;
«Τί ἐποίησας;». Καὶ ἄν, Πιλᾶτε, δὲν θέλῃς ν᾽ ἀκούσῃς τὴ φωνὴ τῶν φίλων τοῦ Ἰησοῦ, ἄκου τὴ φωνὴ τῶν ἐχθρῶν του. Ρώτησε τὸν Ἰούδα καὶ θὰ σοῦ πῇ «Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀ­θῷον» (Ματθ. 27,4). Ρώτησε τὸ λῃστὴ ποὺ μετανο­ημένος ἤ­λεγξε τὸ συν­άδελφό του ὅταν ἔ­βριζε· Ἐμεῖς δι­καίως πάσχουμε, αὐτὸς «οὐδὲν ἄτοπον ἔπρα­ξε» (Λουκ. 23,41). Ρώτα τοὺς στρατι­ῶτες καὶ τὸν ἑ­κατόν­ταρχό σου· τί θὰ σοῦ ποῦν; «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27,54). Ρώτα καὶ τοὺς ὄχλους, αὐ­τοὺς ποὺ εἶχαν φωνάξει «Σταύρωσον…» ἀλλ᾽ ὅ­ταν εἶδαν τὰ σημεῖα τοῦ οὐρανοῦ «τύπτον­τες ἑ­αυ­τῶν τὰ στήθη ὑπέστρεφον» (Λουκ. 23,48).
Ἡ πιὸ εἰλικρινὴς ὅμως μαρτυρία στὸ «Τί ἐ­ποί­­ησας;» τοῦ Πιλάτου εἶνε ἡ ἔμπρακτη μετάνοια ἐκείνων ποὺ ὁμολογοῦν· Χριστέ, θά ᾽πρεπε ν᾽ ἀ­νοίξῃ ἡ γῆ νὰ μᾶς καταπιῇ καὶ τ᾽ ἀστέρια νὰ γίνουν ἀστροπελέκια πάνω μας. Σὺ ὅ­μως μακροθυμεῖς καὶ μᾶς ἐλεεῖς. Δόξα τῇ εὐσπλαχνίᾳ σου! Τὸ αἷμα σου μᾶς λύτρωσε, ἡ θυσία σου μᾶς ἔσωσε, ἡ ἀγάπη σου μᾶς σκλάβωσε.

* * *

Μικρὸς καὶ ἀσήμαν­τος, ἀδελφοί μου, ἐκ­μη­δενίζομαι μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τοῦ Θε­ανθρώ­που. Γλῶσσες ποιητῶν, κάλα­μοι πεζογρά­φων, χρωστῆρες ζωγρά­φων ἀ­δυνατοῦν νὰ τὸ παραστήσουν. Εἶ­νε ὁ «ὡ­ραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. 44,3).
Μὴ κλονίζεται ἡ πίστι μας. Ἕνας ὀρθολογι­στὴς στὸ τέλος ἑνὸς βιβλίου του ἔγραψε· Ἂν ὑπάρχουν καὶ σὲ ἄλλους πλανῆτες λογικὰ ὄν­τα, δὲν εἶ­νε δυνατὸν νὰ ἔχουν ἄλλη θρησκεία ἀπὸ αὐ­τὴν ποὺ δίδαξε ὁ Ἰησοῦς μὲ δύο καίριες λέξεις· «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 13,34 κ.ἀ.).
Ἂς προοδεύουν οἱ ἐπιστῆμες, ἂς καλπάζῃ ἡ τέχνη, ἂς δημιουργοῦνται νέες συνθῆκες· ἐν μέσῳ τῆς ἀενάου μεταβολῆς, ποὺ «πάντα ῥεῖ καὶ οὐδὲν μένει» (Ἡράκλειτος), ὁ Ἰησοῦς μένει ὡς παρηγορία, φῶς, ἐνθουσιασμός, ἀγάπη, θυσία, δικαιοσύνη, παιδεία, σοφία, λύτρωσις.
Ὑπάρχουν καὶ σήμερα Πιλᾶτοι, ἀμφιβάλλον­τες. Καὶ τί πέτυχε, λένε, ὁ Χριστός;… Ἡ καλύτε­­ρη ἀπάντησι εἶνε ἡ ἁγία ζωὴ τῶν πιστῶν, ἡ μαρ­τυρικὴ συνέχεια τῆς Ἐκκλησίας του ἀξί­ως τοῦ Ναζωραίου, στὸ δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ. Ὅσο θὰ ὑπάρχουν ἅγιοι ποὺ συνεχίζουν τὴ ζωή του, νή­πια ποὺ ψελλίζουν «Πά­τερ ἡ­μῶν…», ἄντρες καὶ γυναῖκες ποὺ διακηρύττουν «Πιστεύω…», νά ἡ ἀπάντησι. Τὸ δὲ γένος τῶν Ἑλλήνων, ποὺ σώθηκε καὶ ζῇ διὰ τῆς πίστεως στὸν Ἐσταυρωμένο, δίνει κι αὐτὸ τὴ μαρτυρία ὅτι ὁ Ἰησοῦς ζῇ· ζῇ ὁ Ἰησοῦς καὶ βασιλεύει. Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης [παλαιός] τὴν 10-4-1969). Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 9-4-2021.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.