Αυγουστίνος Καντιώτης



Κοιμαστε; «Καθευδετε το λοιπον & αναπαυεσθε! ιδου ηγγικεν η ωρα & ο υιος του ἀνθρωπου παραδιδοται εις χειρας αμαρτωλων. Εγειρεσθε αγωμεν· Ιδου ηγγικεν ο παραδιδους με». Τι θλιβερο εν οψει σταυρου οι μαθηται να κοι­μωνται! Και ενω αυτοι κοιμωνται, οι εχθροι δεν κοιμωνται. Οι πιστοι δοκιμαζονται, προδοσια συντελειται, συγχρονοι Ιουδες (πατριαρχες, επισκοποι, κληρικοι), πουλουν την πιστι! Ποιος θα τους ξυπνησῃ;

date Απρ 29th, 2021 | filed Filed under: ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΗ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2375

Μεγάλη Πέμπτη βράδυ
29 Ἀπριλίου 2021
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

ortodoxieΚοιμαστε;

«Καθεύδετε τὸ λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε! Ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα καὶ ὁ υἰὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν» (Ματθ. 26,45)

Ὁ Ἰησοῦς, ἀδελφοί μου, μπαίνει στὴ Γεθση­μανῆ, ποὺ εἶνε βορειοανατο­λικὰ τῆς Ἰερουσαλήμ, «πέραν τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων» (Ἰω. 18,1), στοὺς πρόποδες τοῦ ὄ­ρους τῶν Ἐ­λαιῶν. Ὅπως λέει τὸ ὄνομα, τὸ μέρος εἶ­­χε ἐ­λιές· καὶ Γεθσημανῆ σημαίνει ἐλαιοτριβεῖο.
Ἡ Γεθσημανῆ ἦταν τόπος γνωστὸς στὸν Ἰ­ησοῦ. Πήγαινε ἐκεῖ συχνὰ γιὰ προσ­ευχή. Ἐκεῖ λοιπὸν κι ἀπόψε μα­ζὶ μὲ τοὺς ἕντεκα μαθητάς.
Στὴν ἀρχὴ τοῦ κήπου τῆς Γεθσημανῆ ἀφή­νει τοὺς ὀκτώ. «Καθίσατε αὐτοῦ», λέ­ει, «ἕ­ως οὗ ἀ­πελθὼν προσεύξωμαι ἐκεῖ» (Ματθ. 26,36). Μὲ τοὺς ἄλ­λους τρεῖς (Πέτρο, Ἰάκωβο καὶ Ἰωάν­νη) προχωρεῖ πιὸ μέσα. Κοντεύουν μεσάνυ­χτα.

Τὸ φεγγάρι ῥίχνει τὸ γλυκό του φῶς. Ἡσυχία βασιλεύει. Τόπος καὶ ὥρα κατάλληλα γιὰ προσ­ευ­χή.
Ὁ Ἰησοῦς «ἤρξατο λυπεῖσθαι καὶ ἀδημο­νεῖν» (ἔ.ἀ. 26,37). Περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ ἔχει ἀνάγκη νὰ ἐπικοινωνήσῃ μόνος μὲ μόνο τὸν οὐράνιο Πατέρα. «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου», λέει στοὺς τρεῖς· «μείνατε ὧ­δε καὶ γρηγορεῖτε μετ᾿ ἐμοῦ». Ἀ­πο­μακρύνεται λίγο, «ὡσεὶ λίθου βολήν» (Λουκ. 22,41), καὶ πέφτει «ἐ­πὶ πρόσωπον αὐτοῦ προσευχόμε­νος καὶ λέγων· Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, πα­ρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ» (Ματθ. 26,39). Ἡ ἀγωνία μεγαλώνει. Ὁ ἱδρώτας του πέφτει σὰν θρόμβοι αἵματος, ποτί­ζει τὴ γῆ. Κράζει στὸν Πατέρα· «Ἀββᾶ ὁ πατήρ, πάν­τα δυνατά σοι· πα­ρένεγκε τὸ ποτήριον ἀπ᾿ ἐ­μοῦ τοῦτο» (Μᾶρκ. 14,36). Τρεῖς φο­ρὲς παρακαλεῖ· σηκώνεται καὶ πάλι πέφτει στὴ γῆ. Ἡ ἀγωνία ἔ­χει κο­ρυφωθῆ. Ἔρχεται ἄγγελος «ἐνισχύων αὐτόν» (Λουκ. 22,43)· σημάδι ὅτι ὁ οὐρανὸς τὸν παρακολουθεῖ.

* * *

Αὐθάδεις κριταί, πνεύματα ὑπερήφανα σὰν τοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους, διαβάζουν τώρα αὐ­τὰ κι ἀντὶ νὰ συγκλονισθοῦν, μᾶς λένε· Νά ὁ ἄνθρωπός σας, ποὺ τὸ λατρεύετε ὡς Θεό· δείλιασε, τρομοκρατήθηκε μπρὸς στὸ θάνατο, ποὺ ὁ Σωκράτης τὸν ἀντίκρυσε ἀτάραχος…
Ἀπαντοῦμε. Δὲν σᾶς κάνει ἐντύπωσι ἡ εἰλι­κρίνεια τῶν εὐαγγελιστῶν; Ἄλλοι θ᾿ ἀπέφευγαν νὰ τὰ μνημονεύσουν αὐτά· αὐτοὶ γρά­φουν σὰν ἀληθινοὶ ἱστορικοί, ἀφήνοντας ἔξω τὰ συναισθήματά τους. Περιγράφουν γεγονό­τα, ποὺ ἡ ση­μασία τους ξεπερνᾷ τὴν ἀν­­θρώ­­πινη ὀπτική.
Ἦρθε ὅμως καιρὸς ποὺ φάνηκε πόσο ἀ­ναγ­καία ἦταν ἡ ἱστορία τῆς Γεθσημανῆ. Ἡ διήγησι αὕ­τη ἔ­γινε θεολογικὸ ὅπλο τῆς Ἐκκλησίας κα­τὰ τῶν αἱρετικῶν δοκητῶν, ποὺ δίδασκαν, ὅ­τι ὁ Χριστὸς ἐνανθρώ­πησε καὶ ἔπαθε «κατὰ δόκησιν», φαινομενικὰ δηλαδή, ὄχι πραγματικά. Μὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦταν πραγματικὸς ἄνθρω­πος, μὲ σάρκα καὶ ὀ­στᾶ, δοκίμασε πραγματικὰ ὅλους τοὺς πόνους καὶ τὶς ὀδύνες (πεῖνα, δίψα, κούρασι, ἀνάγκη ἀναπαύσεως). Ἀπόδειξις αὐ­τοῦ ἡ ἀγωνία τῆς Γεθσημανῆ. Ὅπως παρατη­ρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, μὲ ὅσα λέει καὶ πάσχει ὁ Ἰησοῦς, ἀποδεικνύει «τῆς οἰκονομίας τὴν ἀλήθειαν», ὅτι δηλαδὴ καὶ ἄνθρωπος ἔγι­νε καὶ ἀ­πέ­θανε. Δὲν ὑποκρίνεται ὅτι ἀγωνιᾷ. Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἱδρώτας ὡς θρόμβοι αἵματος πέφτει στὴ γῆ.
Ὅσο γιὰ τὸ φόβο τοῦ θανάτου, ποὺ λέτε, εἴ­­παμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν πραγματικὸς ἄν­θρωπος· κι ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε γιὰ νά ᾽νε ἀθάνατος, ὄχι γιὰ νὰ πεθαίνῃ. Γι᾽ αὐτὸ ἡ ἰδέα καὶ μά­λιστα ἡ θέα τοῦ θανάτου εἶνε φυσι­κὸ νὰ προκαλῇ δυσάρεστο αἴσθημα, ἀποτρο­πιασμό· ἐχθρὸς ἔρχεται νὰ βάλῃ τέρμα στὴ ζωὴ καὶ νὰ διασπά­σῃ βιαίως τὴν φυσικὴ συμφυΐα ψυχῆς – σώμα­τος (ἐξόδ. ἀκ.). Ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔνιωσε τὸ δυσάρεστο αἴ­σθη­μα εἶνε φυ­σικὸ καὶ ἀδιάβλητο, ἀλλ᾿ ὅτι τρο­μοκρα­τήθηκε τὸ ἀποκρούουμε ὡς ἀσύστα­το καὶ βλάσφημο. Τί λέτε, κύριοι; Γνώριζε καλὰ ὅ­τι εἶνε εὔκολο νὰ προδοθῇ· ἦ­ταν γνωστὸ ὅτι σύχναζε ἐκεῖ. Ἕνας ποὺ τρέ­μει τὸ θάνατο ἀ­ναζητεῖ γιὰ νὰ κρυφτῇ τόπους ποὺ δὲν ὑποψι­άζονται οἱ ἐχθροί του. Κι ὁ Ἰησοῦς, ἂν φοβόταν, μποροῦσε νὰ φύγῃ μακριὰ ἀπ᾽ τὰ Ἰεροσό­λυμα. Ὑπῆρχαν μέρη νὰ κρυφτῇ. Δὲν ἔφυγε. Τὶς τελευταῖες του μέρες καμ­μιά προφύλαξι δὲν ἔ­παιρνε. Ἐν γνώσει του ὅτι θὰ συλληφθῇ πῆγε ἐκεῖ. Καὶ κοι­τάξτε τον πῶς ἀντιμετωπίζει τὸν κίν­δυνο! Ἀ­κούγεται θόρυβος, κλαγγὴ ὅπλων, φαίνονται φανά­ρια, ὁ χῶρος ἀναστατώνεται. Καὶ ἐνῷ μποροῦσε καὶ τὶς τελευταῖες στιγμὲς νὰ διαφύ­γῃ, νὰ κρυφτῇ ἐκεῖ κάπου, κι ἂν τὸν πιάσουν νὰ τρέμῃ, βγαίνει ἀ­τρόμητος μπρὸς στὸ ἀ­πόσπασμα καὶ λέει· –«Τίνα ζητεῖτε;». –«Ἰ­η­σοῦν τὸν Ναζωραῖ­ον». –«Ἐγώ εἰμι», τοὺς λέει (Ἰω. 18,4-5). Ποῦ, παρακαλῶ, βλέπετε φόβο; Ἔτσι μι­λᾶ­νε κ᾽ ἐνεργοῦν ὅσοι φοβοῦνται τὸ θάνατο;
–Ἀλλὰ τότε, θὰ πῆτε, πῶς ἐξηγοῦνται ἐκεῖ­να τὰ λόγια τῆς προσ­ευχῆς του ποὺ σκανδαλίζουν («πα­ρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον…»);
Ἐδῶ, κύριοι, πρέπει νὰ σταματήσετε. Ἔχετε ὀρθολογισμό, ποὺ δὲν σᾶς ἀφήνει νὰ προχωρήσετε. Μυστήριο καλύπτει τὴ σκηνὴ τῆς ἀγωνίας τοῦ Ἰησοῦ. Πρέπει ν᾿ ἀφήσετε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ τὸν ὑπερή­φα­νο λο­­γισμό σας, νὰ λύσετε, ὅπως ὁ Μωυσῆς ἐμ­πρὸς στὴν καιομένη βάτο, τὰ ὑποδήματά σας, καὶ γυμνοὶ ἀπὸ προκαταλήψεις, μὲ ταπείνωσι, νὰ εἰσέλθετε στὴν ἱερὰ περιοχὴ καὶ ν’ ἀκροασθῆτε μὲ πίστι τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Τότε θὰ καταλάβετε, ὅτι τὸ ποτήριο, ποὺ ἐκαλεῖτο νὰ πιῇ, δὲν ἦταν ἁπλῶς τὸ φυσικὸ αἴ­­σθημα δυσαρεσκείας κάθε ἀνθρώπου γιὰ τὸ θάνατο. Αὐτὸ γιὰ τὸν Ἰησοῦ ἦταν τὸ ἐ­λάχιστο· ἦταν μία σταγόνα ἀπὸ τὴν πικρία ποὺ γέμι­ζε τὸ ποτήριο. Ἀλλοῦ ἔγκειται ἡ φρίκη τοῦ ποτηρίου. Ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀθῷος καὶ ἀναμάρτητος, ὁ Ἰησοῦς ποὺ «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑ­ρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. 2,22 = Ἠσ. 53,9), ὁ Ἰησοῦς ποὺ ἀπηύθυνε στοὺς Ἰουδαίους τὸ ἀναπάντητο ἐρώτημα «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰω. 8,46), ὁ Ἰησοῦς ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ κατὰ πάν­τα ὑπάκουος στὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός, ὁ Ἰησοῦς ἀπ᾽ τὸν ὁποῖο οὔτε σκιὰ ἁμαρτίας πέρασε ποτέ, ὁ Ἰησοῦς ποὺ «ἡ ἀρετή (του) ἐκάλυψεν οὐ­ρα­νούς» (Ἀμβ. 3,3), τώρα ἔ­φτασε ἡ ὥρα –ὤ ἡ ὥρα αὐτή! εἶνε ἡ σημαν­τικώτερη στὴν ἱστορία τῆς λυτρώσεώς μας–, νὰ κατεβῇ στὴν ἄβυσσο, νὰ σηκώσῃ ὅλο τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν τῆς ἀν­θρω­πότητος, καὶ ἔτσι ὁ ἀναμάρτητος νὰ γίνῃ ὁ ἁμαρτωλότερος τῶν ἀνθρώπων, ὡς ἔνοχος «θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλ. 2,8).
Αὐτὸ ἦταν τὸ ποτήριο, ποὺ πιὸ πικρὸ δὲν ἤ­πιε οὔτε θὰ πιῇ ποτὲ ἄνθρωπος, καὶ μὲσα στὸ ὁ­ποῖο ὅλοι, κ᾽ ἐγὼ κ᾽ ἐσύ, ἔχουμε στάξει τὴν πικρία τῶν ἁμαρτιῶν μας. Αὐτὸ ἐκαλεῖτο νὰ πιῇ ὁ Ἰησοῦς. Καὶ τὸ ἤπιε (Γιὰ τὴν ἀγωνία στὴ Γεθσημανῆ βλ. βιβλίο μας Ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός [Βόλος 1950, σ. 119], καὶ ἄρθρο μας «Γεθσημανῆ» στὸ περ. «Σταυρός» [φ. 28/1962 = βιβλ. Πρὸς τὸν Γολγοθᾶν, Ἀθῆναι 19894, σ. 31]).
Αὐτὰ οἱ ὀρθολογισταί. Καὶ οἱ μαθηταί; τί κάνουν; Ἔνιωθαν ὅτι κάτι δραματικὸ γίνεται αὐ­τὴ τὴ νύχτα, ὁ Διδάσκαλος κινδυ­νεύει. Καὶ ὅμως φαί­νον­ται ἀδιάφοροι. Δὲν ἀγρυπνοῦν, δὲν συμμε­­τέχουν στὴν ἀγωνία του· παραδίδονται σὲ ὕπνο.
Ὁ Ἰησοῦς σηκώνεται ἀπὸ τὴν προσευχή, ἔρ­χεται κοντά τους, τοὺς βρίσκει νὰ κοι­μῶνται. Λέει στὸν Πέτρο· «Σίμων, καθεύδεις; οὐκ ἰσχύ­σατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι;» (Μᾶρκ. 14,37). Καλὰ οἱ ἄλλοι, Σίμων, ἀλλὰ ἐσύ, ποὺ μοῦ ᾽λεγες ὅτι καὶ τὴ ζωή σου δίνεις γιὰ μένα, τώρα ὄχι τὴ ζωὴ δὲν δίνεις ἀλλ᾿ οὔτε μία ὥρα ὕ­πνου; Ὅποιος δὲν μπορεῖ τὸ μικρό, πῶς θὰ μπορέσῃ τὸ μεγάλο;
Κοιμᾶται ὁ Πέτρος, κοιμῶνται κ᾽ οἱ ἄλλοι. Μάταια τοὺς προτρέπει ὁ Κύριος «Γρηγορεῖ­τε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρα­σμόν· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀ­σθε­νής» (Μᾶρκ. 14,38). Εἶχαν κουραστῆ εἶν᾽ ἀλήθεια. Ἀλ­λὰ τὸ πνεῦμα ξέρει νὰ ἐπιβάλλεται ἐπὶ τῆς σαρ­κός. Θὰ ἔπρεπε νὰ βιάσουν τὸ ἑ­αυτό τους. Θυμᾶμαι ὡς στρατιωτικὸς ἱερεὺς ὅτι τὶς ἡμέρες τοῦ πολέμου στρατιῶτες φρουροί, γιὰ νὰ μὴ τοὺς νικήσῃ ὁ ὕπνος, κεντοῦσαν τὸ σῶμα τους μὲ βελόνες καὶ καρφίτσες. Καὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔπρεπε νὰ μείνουν ἄγρυπνοι;
Ὁ Κύριος ἔρχεται δεύτερη φορὰ καὶ τοὺς βρίσκει πάλι νὰ κοι­μῶνται. Οἱ ἐχθροὶ φτάνουν στὴ Γεθσημανῆ. Τότε ἔρχεται γιὰ τρίτη φορά, τοὺς βρίσκει πάλι τὸ ἴδιο, καὶ λέει· «Καθεύ­δετε τὸ λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε! ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν. Ἐγείρεσθε ἄγωμεν· Ἰδοὺ ἤγγικεν ὁ παραδιδούς με» (Ματθ. 26,45-46). Τί θλιβερὸ ἐν ὄψει σταυροῦ οἱ μαθηταὶ νὰ κοι­μῶνται! Καὶ ἐνῷ αὐτοὶ κοιμῶνται, οἱ ἐχθροὶ (Ἰ­ούδας, φαρισαῖοι, Ἄννας, Καϊάφας) δὲν κοιμῶνται.

* * *

Ἀλλ᾿ ὅ,τι συνέβη τότε ἐκεῖ, ἐπαναλαμβάνε­ται στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κατὰ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο εἶνε «ὁ Χριστὸς πα­ρατει­νόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας». Ἔρχονται ἡμέρες ποὺ μπαίνουμε στὴ Γεθσημα­νῆ μας. Οἱ πιστοὶ δοκιμάζονται, προδοσία συντελεῖται, Ἰοῦδες πουλοῦν τὴν πίστι. Κ᾽ ἐ­κεῖνοι ποὺ καυ­χῶνται ὅτι συνεχίζουν τὸ ἔργο τῶν ἀποστόλων τί κάνουν, ἀγρυπνοῦν; Ποιός θὰ τοὺς ξυπνήσῃ;
Μέσα στὴ βαθειὰ νύχτα τοῦ κόσμου τούτου ἡ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ δὲν θὰ πάψῃ νὰ ἀκούγεται ἐλεγκτική· «Τί καθεύδετε;» (Λουκ. 22,46).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

― ἀπὸ τὸ βιβλίον «Ἀκολούθει μοι» (1965), Ἀθῆναι 19893, σσ. 278-287
«Κυριακὴ» 2375/2021 Κοιμᾶστε; (Ματθ. 26,45)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.