Αυγουστίνος Καντιώτης



Πως εωρταζετο το Πασχα αλλοτε και πως τωρα «Τας εορτας υμων μισει η ψυχη μου» (Ἠσ. 1,14)

date Μαι 5th, 2021 | filed Filed under: εορτολογιο
  • Πρωτη κατηγορία οἱ τρομοκράτες μὲ τὰ βαρελότα, δεύτερη αὐτοὶ ποὺ φεύγουν & πέφτουν στὰ φαγητά· τρίτη κατηγορία εἶνε ὅ­σοι ταξιδεύουν· & οὔτε κἂν στὴν τελετὴ τῆς Ἀ­ναστάσεως πηγαίνουν & ἀκοῦνε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» στὸ δρόμο. Τέταρτη κατηγορία ειναι ἐκεῖνοι ποὺ βρίσκουν τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἀφορμὴ νὰ μεθύσουν, νὰ χορέψουν, νὰ ξενυχτήσουν σὲ νυκτερινὰ κέν­τρα. «Ἁμαρτήσαμε, ἀνομήσαμε…, δὲν τηρήσαμε τὶς ἐντολὲς» τοῦ Κυρίου (Δαν. 3 προσ., 5). Τὸ μόνο ποὺ θὰ μᾶς σώση ειναι η μετανοια.

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΓ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1947

Τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς
Του Μητροπολιτου Φλωρινης π. Αυγουστινου Καντιωτου

Πως εωρταζετο το Πασχα αλλοτε και πως τωρα
«Τας εορτας υμων μισει η ψυχη μου» (Ἠσ. 1,14)

Ζωοδοχου ΠηγηςΘὰ ἤθελα, ἀγαπητοί μου, νὰ μιλήσω ἐπάνω σ᾿ ἕνα ῥητὸ τῶν προφητῶν. Ἐμεῖς βέβαια δὲν εἴμαστε προφῆτες οὔτε ἄξιοι νὰ φιλήσου­με τὰ πόδια τῶν προφητῶν, ἀλλὰ τὰ λό­για τῶν προφητῶν πρέπει νὰ τὰ προσέξουμε. Λέει λοιπὸν κάπου ὁ προφήτης Ἠσαΐας· «Τὰς ἑορτὰς ὑμῶν μισεῖ ἡ ψυχή μου» (Ἠσ. 1,14), ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς μισεῖ τὶς ἑορτὲς καὶ τὶς πανηγύρεις μας.
Περίεργο αὐτό. Κ᾽ ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ἔ­χου­με πολλὲς ἑορτές, ἀπ᾿ ὅλες δὲ τὶς ἑορτές μας ξεχωρίζει τὸ Πάσχα – ἡ Λαμπρή· εἶνε τρόπον τινὰ ἡ βασίλισσα τῶν ἑορτῶν, ἡ «ἑορτῶν ἑορτὴ καὶ πανήγυρις πανηγύρεων» (στιχηρ. Πάσχ.), ποὺ ἑορτάζουμε ὅλη τὴ Διακαινήσιμο ἑ­βδομάδα. Οἱ καμπάνες χτυποῦν, οἱ Χριστιανοὶ χαίρονται· λαμπάδες κρατοῦν, ἀβγὰ τσουγ­κρίζουν, ἀρνιὰ ἔχουν στὶς σοῦβλες. Ἀλλὰ φτάνουν μόνο αὐ­τὰ γιὰ νὰ ποῦμε ὅτι ἑ­ορτάζουμε σωστὰ τὸ Πάσχα; Ὄχι, ἀδελφοί μου. Πρέπει νὰ ἑορτάζουμε ὅπως θέλει ὁ Θεός. Ἐὰν δὲν ἑορ­τάζουμε ὅπως θέλει ὁ Θεός, εἶνε προτιμότερο νὰ μὴν ἑορτάζουμε, νὰ μὴν ἔχουμε ἑορτές.

–Μὰ πῶς πρέπει νὰ ἑορτάζουμε;… Ἐμένα ρωτᾶτε; Δὲν πᾶτε στὰ μνήματα, πού ᾿νε θαμμένοι οἱ πατέρες καὶ οἱ πρόγονοί μας, νὰ ρωτή­σετε πῶς ἑώρταζαν ἐκεῖνοι; Κ᾽ ἐπειδὴ ἐκεῖνοι δὲν μποροῦν νὰ μιλήσουν, ὑπάρχουν τὰ βιβλία ποὺ περιγράφουν πῶς ἑώρταζαν. Ὅσο ἀ­πέχει ὁ οὐ­ρανὸς ἀπὸ τὴ γῆ, τόσο ἀπέχουν καὶ οἱ ἑ­ορτὲς τῶν προγόνων μας ἀπὸ τὶς ἑορτὰς τὶς σημερι­νές. Οἱ πρόγονοί μας, οἱ σκλάβοι Χριστιανοί, καμπάνες δὲν εἶχαν· ὁ Τοῦρκος δὲν ἐ­­πέτρεπε. Κι ὅμως ἐκεῖνοι τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως ἦταν ὅλοι στὴν ἐκκλησία, καν­είς δὲν ἔ­λειπε. Ἔμπαιναν στὸ ναό, ἄναβαν τὸ κερὶ ἢ τὴ λαμπάδα τους, ἄκουγαν τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» μὲ δάκρυα στὰ μάτια, δὲν ἔ­φευγαν πρὶν τὸ «Δι᾽ εὐχῶν», ἔμεναν μέχρι τὸ τέλος, καὶ κοι­νωνοῦσαν τὰ ἄχραντα μυστήρια. Ἔπειτα κάθε οἰκογένεια, μπροστὰ ὁ πατέρας, πίσω ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά, γύριζαν στὸ σπίτι μὲ ἀ­ναμμένη τὴ λαμπάδα, καὶ μὲ τὴ φλόγα της σταύρωναν τὶς πόρτες καὶ τὰ παράθυρα. Ὅλη τὴν ἡμέρα ἔμεναν στὸ σπίτι. Καὶ τὸ μεσημέρι, ὅταν κάθονταν στὸ τραπέζι, μπουκιά δὲν ἔβαζαν στὸ στόμα ἐὰν δὲν ψάλουν τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Τὸ Πάσχα ὅλοι συμφιλιώνον­ταν· ὅσοι ἦταν μαλωμένοι, τὴν ἅγια αὐτὴ μέρα ἔδιναν τὰ χέρια, ἀγαπιῶνταν ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο· δὲν ὑπῆρχε ἔχθρα μεταξύ τους. Κι ἀκόμα, πήγαιναν τὸ ἀπόγευμα στὰ σπίτια ποὺ ἦ­ταν χῆρες καὶ ὀρφανά, τὶς βοηθοῦσαν, γιατὶ τοὺς φαινόταν ἄπρεπο τέτοια μέρα νὰ ὑπάρχῃ νηστικὸς ἄνθρωπος, τὸ θεωροῦσαν ἁμαρτία.
Ἔτσι περνοῦσαν τὴν ἅγια ἡμέρα τῆς Λαμ­πρῆς. Ἦταν ὅλα ἁγιασμένα. Χριστὸς στὸ στόμα, Χριστὸς στὰ χέρια, Χριστὸς στὰ πόδια, Χρι­στὸς στὴν καρδιά, Χριστὸς στὰ σπίτια, Χριστὸς σ᾿ ὅλο τὸ χωριό, σ᾽ ὅλο τὸν τόπο. Λαμπρὴ εὐ­λογημένη. Καὶ ἀπὸ τὴν Ἀνάστασι μέχρι τὴν Ἀ­νάληψι, δὲν εἶχαν «καλημέ­ρα» καὶ «καλησπέ­ρα», ἀλλὰ μόνο «Χριστὸς ἀ­νέστη»· σαράντα μέρες, αὐτὸς ἦταν ὁ χαιρετισμός τους.

* * *

Σήμερα τί γίνεται; πῶς ἑορτάζεται τὸ Πάσχα; Ἄλλαξαν τελείως τὰ πράγματα. Λίγοι ἑορτάζουν ὅπως ἁρμόζει σὲ πιστούς· οἱ ἄλλοι μποροῦν νὰ καταταγοῦν σὲ τέσσε­ρις κατηγορίες.
⃝ Πρώτη κατηγορία εἶνε αὐτοὶ ποὺ δὲν μπαίνουν στὴν ἐκκλησία. Ἔρχονται τὴ νύχτα τῆς Ἀ­ναστάσεως, περιμένουν ἔξω γύρω ἀπὸ τὴν ἐξέδρα, κρατᾶνε βαρελότα καὶ πυροτεχνήματα καὶ τὰ ῥίχνουν. Δημιουργοῦν τέτοιο θόρυβο, ποὺ δὲν ἀκούγεται κἂν τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», λὲς καὶ γίνεται πόλεμος. Συνέβη κάποτε σὲ πα­πᾶ­δες νὰ κάψουν τὰ ῥάσα καὶ τὰ γένια τους, σὲ ἄλλους νὰ κάψουν ροῦχα, νὰ πάθουν ἐγκαύματα, νὰ βγάλουν μάτια… Εἶνε αὐτοὶ Χριστιανοί; ποὺ περιμένουν τὴν ἅγια αὐτὴ μέ­ρα νὰ τρομοκρατήσουν τοὺς ἄλλους καὶ νὰ μὴν τοὺς ἀφήνουν νὰ ἐκκλησιασθοῦν;
⃝ Ἡ ἄλλη κατηγορία εἶνε ἐκεῖνοι ποὺ δὲν κρα­τοῦν βέβαια βαρελότα ἢ πυροτεχνήματα, ἀλ­λὰ τί κάνουν· ἔρχονται, μὰ βλέπουν τὸ ρολόι, καὶ μόλις ἀκούσουν τὸν παπᾶ νὰ πῇ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», φεύγουν· δὲν μένει καν­ένας ἀπ᾽ αὐτοὺς στὴν ἐκκλησία. Ποῦ πᾶνε; Εἶνε λαίμαργοι καὶ πᾶνε νὰ φᾶνε· ὅπως τὰ κοράκια πέφτουν πεινασμένα στὰ ψοφίμια, ἔτσι κι αὐτοὶ πέφτουν ἐπάνω στὰ ἐκλεκτὰ φαγητά, κι ὁ παπᾶς μένει μόνος. Μοῦ ἔλεγε ἕνας Χριστιανός, ὅτι σὲ κάποιο μεγάλο χωριὸ τῆς πα­τρίδος μας, μὲ χίλιους κατοίκους, μόλις ἄ­κουσαν τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ἔ­φυγαν ὅλοι κ᾽ ἔμειναν μόνο αὐτός, ἡ νεωκόρος καὶ δύο γυναῖκες. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει, ὅτι αὐτοὶ ποὺ φεύγουν ἁμαρτάνουν πολύ. Ὅσοι δὲν κάθονται μέχρι τέλους ν᾿ ἀκούσουν τὴ θεία λειτουργία τῆς Λαμπρῆς καὶ τὸν θαυμάσιο Κατηχητικὸ λόγο, μοιάζουν μὲ τὸν Ἰούδα ποὺ ἔφυγε πρὶν τελειώσῃ ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος.
⃝ Μία κατηγορία λοιπὸν οἱ τρομοκράτες μὲ τὰ βαρελότα, δεύτερη αὐτοὶ ποὺ φεύγουν καὶ πέφτουν στὰ φαγητά· τρίτη κατηγορία εἶνε ὅ­σοι ταξιδεύουν· αὐτοὶ οὔτε κἂν στὴν τελετὴ τῆς Ἀ­ναστάσεως πηγαίνουν. Καὶ ποῦ ἀκοῦνε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη»; Στὸ δρόμο, στὴν ἄσφαλ­το, μέσα στὰ αὐτοκίνητα ἀπὸ τὰ ῥαδιόφω­να. Καὶ τί συμβαίνει μὲ τὰ αὐτοκίνητα; Διαβάστε νὰ δῆτε, πόσα τροχαῖα δυστυχήματα προκαλοῦν μεθυσμένοι ὁδηγοί, μὲ δεκάδες νεκροὺς καὶ τραυματίες, πόσα σπίτια κλείνουν, πόσες οἰκογένειες ξεκληρίζονται τέτοιες μέρες.
⃝ Μία τέταρτη τέλος κατηγορία ἀποτελοῦν ἐκεῖνοι ποὺ βρίσκουν τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἀφορμὴ γιὰ διασκέδασι· νὰ πιοῦν, νὰ μεθύσουν, νὰ χορέψουν, νὰ ξενυχτήσουν σὲ νυκτερινὰ κέν­τρα καὶ νὰ παίξουν χαρτιὰ σὲ σπίτια καὶ καζῖνα. Τὸ πρωὶ ξυπνοῦν καὶ βαδίζουν μὲ τὰ δύο, μὰ τὸ βράδυ πᾶνε μὲ τὰ τέσσερα, δὲν μποροῦν νὰ σταθοῦν.

* * *

Σᾶς ἐρωτῶ τώρα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ αὐτή; Δὲν εἶνε αὐτὸ Πάσχα· τέτοια ἑορτὴ δὲν τὴ θέλει ὁ Θεός. Τὸ Πά­σχα δυστυχῶς γίνονται τὰ περισσότερα καὶ μεγαλύτερα ἁμαρτή­ματα. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει προ­τιμότε­ρο νὰ μὴν ἑορτάζουμε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύ­ριος διὰ τοῦ προφήτου λέει «Τὰς ἑορτὰς (καὶ πανηγύ­ρεις) ὑμῶν μισεῖ ἡ ψυχή μου». Φτάσαμε στὸ σημεῖο Λαμ­πρὴ νὰ σημαίνῃ φαγοπότι, κραιπά­λη, τυχερὰ παιχνίδια, πορνεία καὶ μοιχεία, δυσ­τυχήματα, ἐγκλήματα. Ἀνατρίχιασε ἡ Ἀ­θή­να πρὸ ἐ­τῶν ὅταν ἀκούστηκε ἡ φρικαλέα εἴ­δησι ὅτι ἕ­­νας ἄντρας, τὴ νύχτα τῆς Ἀναστά­σεως, πῆρε μα­χαίρι κ᾽ ἔκανε κομμάτια τὴ γυναῖκα του! Πρώτη φορὰ γίνονται τέτοια ἐγ­κλή­ματα καὶ χύνεται τό­σο αἷμα. Προτιμότερο νὰ μὴ γιορτάζουμε, παρὰ νὰ ἁμαρτάνουμε ἔτσι τὶς ἅ­γιες αὐτὲς ἡμέρες.
Δυστυχῶς δὲν πιστεύουμε. Ἐὰν κλῆρος καὶ λαὸς πιστεύαμε, θὰ γίνονταν θαύματα, ὅπως τὸν παλαιὸ καιρό. Τότε στὴν Κω­σταντινούπολι ἕνας βασιλιᾶς ἔχτισε μιὰ ἐκ­κλησία τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, στὸ Μπαλουκλί. Ἐκεῖ ἀνέβλυζε ἁγίασμα, τὸ ὁποῖο ἔκανε θαύματα· τυφλοὶ ἔβλεπαν τὸ φῶς, κουφοὶ ἄκουγαν, λεπροὶ καθαρίζονταν, δαιμονιζό­μενοι θεραπεύονταν, ἀκόμη καὶ Τουρκάλες πήγαιναν τὰ παιδιά τους καὶ γιατρεύονταν.
Τώρα; Θαύματα δὲν γίνονται. Γιατί; μή­πως ἐστείρευσε ἡ πηγὴ τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ; Ὄχι. Ἀλλὰ εἴμαστε ἀνάξιοι γιὰ θαύματα. Ἐὰν εἴχαμε πίστι στὸ Θεὸ ὅπως οἱ πρόγονοί μας, θὰ εἴχαμε γιατρὸ τὸ Χριστὸ καὶ νοσοκομεῖο τὴν ἁγία του Ἐκκλησία. Χρειάζεται πίστις. Δῶστε μου πίστι! – τὸ ἕνα ποὺ χρειάζεται. Καὶ τὸ ἄλλο; ἁγιασμένος βίος. Αὐτὰ εἶ­νε οἱ δύο φτεροῦγες ποὺ χρειάζεται ὁ Χριστι­ανὸς γιὰ νὰ πετάξῃ.
Ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἄξιοι θαυμάτων, ὅπως οἱ πρόγονοί μας· εἴμαστε ἄξιοι τιμωρίας. Γίναμε τὸ ἁμαρτωλότερο ἔθνος τῶν Βαλκανί­ων. Δὲν τὸ λέω μόνο ἐγώ, ἀρχίζουν πλέον νὰ τὸ λένε καὶ ἄλλοι· εἶνε γεγονὸς ὅτι ἡ Ἑλλὰς πεθαίνει, κι ἂς τραγουδοῦν «Ἡ Ἑλλάδα ποτέ δὲν πε­θαί­νει…». Μὲ τὶς ἐκτρώσεις καὶ τὰ διαζύγια πλούτησαν γιατροὶ καὶ δικηγόροι. Ἔπαψαν πλέον οἱ Ἑλληνίδες νὰ γεννοῦν καὶ κοντεύουμε νὰ σβήσουμε ὡς φυλή. Κάτι κακὸ μᾶς περιμένει. Φόβος εἶνε μήπως γίνῃ μεγάλος σεισμὸς καὶ δὲν μείνῃ τίποτα ὄρθιο. Ἁ­μαρτήσαμε πολύ· κ᾽ εἴμαστε ἄξιοι ὄχι γιὰ θαύματα ἀλλὰ γιὰ τιμωρίες· γι᾽ αὐτὸ ὁ Θεὸς μισεῖ τὶς γιορτὲς καὶ τὰ πανηγύρια μας.
Ταῦτα λέγω καὶ γιὰ τοὺς δεσποτάδες καὶ γιὰ τοὺς παπᾶδες καὶ γιὰ τοὺς λαϊκούς, γιὰ ὅλους μας. «Ἁμαρτήσαμε, ἀνομήσαμε…, δὲν τηρήσαμε τὶς ἐντολὲς» τοῦ Κυρίου (Δαν. 3 προσ., 5). Τὸ μόνο ποὺ θὰ μᾶς σώσῃ εἶνε ἡ μετάνοια.
Σήμερα, τὴν ἅγια αὐτὴ μέρα, ἂς παρακαλέσουμε τὴν Παναγία μας νὰ κάνῃ τὸ ἔλεός της καὶ ν᾽ ἀποτρέψῃ συμφορές, ποὺ ἔρχονται σὲ ὅσους δὲν ἀγαποῦν τὸ Θεὸ καὶ δὲν ἐκτελοῦν τὸ θέλημά του. Οἱ πιστοὶ νὰ πάψουν νὰ γλεντᾶνε καὶ νὰ διασκεδάζουν, ἀλλὰ νὰ ἑορτάζουν ὅπως θέλει ὁ ἅγιος Θεός· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Κοιμήσεως Θεοτόκου Σκοπιᾶς – Φλωρίνης τὴν Παρασκευὴ 30-4-1976. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 16-4-2016.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.