Πως εωρταζετο το Πασχα αλλοτε και πως τωρα «Τας εορτας υμων μισει η ψυχη μου» (Ἠσ. 1,14)
- Πρωτη κατηγορία οἱ τρομοκράτες μὲ τὰ βαρελότα, δεύτερη αὐτοὶ ποὺ φεύγουν & πέφτουν στὰ φαγητά· τρίτη κατηγορία εἶνε ὅσοι ταξιδεύουν· & οὔτε κἂν στὴν τελετὴ τῆς Ἀναστάσεως πηγαίνουν & ἀκοῦνε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» στὸ δρόμο. Τέταρτη κατηγορία ειναι ἐκεῖνοι ποὺ βρίσκουν τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἀφορμὴ νὰ μεθύσουν, νὰ χορέψουν, νὰ ξενυχτήσουν σὲ νυκτερινὰ κέντρα. «Ἁμαρτήσαμε, ἀνομήσαμε…, δὲν τηρήσαμε τὶς ἐντολὲς» τοῦ Κυρίου (Δαν. 3 προσ., 5). Τὸ μόνο ποὺ θὰ μᾶς σώση ειναι η μετανοια.
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΓ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1947
Τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς
Του Μητροπολιτου Φλωρινης π. Αυγουστινου Καντιωτου
Πως εωρταζετο το Πασχα αλλοτε και πως τωρα
«Τας εορτας υμων μισει η ψυχη μου» (Ἠσ. 1,14)
Θὰ ἤθελα, ἀγαπητοί μου, νὰ μιλήσω ἐπάνω σ᾿ ἕνα ῥητὸ τῶν προφητῶν. Ἐμεῖς βέβαια δὲν εἴμαστε προφῆτες οὔτε ἄξιοι νὰ φιλήσουμε τὰ πόδια τῶν προφητῶν, ἀλλὰ τὰ λόγια τῶν προφητῶν πρέπει νὰ τὰ προσέξουμε. Λέει λοιπὸν κάπου ὁ προφήτης Ἠσαΐας· «Τὰς ἑορτὰς ὑμῶν μισεῖ ἡ ψυχή μου» (Ἠσ. 1,14), ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς μισεῖ τὶς ἑορτὲς καὶ τὶς πανηγύρεις μας.
Περίεργο αὐτό. Κ᾽ ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ἔχουμε πολλὲς ἑορτές, ἀπ᾿ ὅλες δὲ τὶς ἑορτές μας ξεχωρίζει τὸ Πάσχα – ἡ Λαμπρή· εἶνε τρόπον τινὰ ἡ βασίλισσα τῶν ἑορτῶν, ἡ «ἑορτῶν ἑορτὴ καὶ πανήγυρις πανηγύρεων» (στιχηρ. Πάσχ.), ποὺ ἑορτάζουμε ὅλη τὴ Διακαινήσιμο ἑβδομάδα. Οἱ καμπάνες χτυποῦν, οἱ Χριστιανοὶ χαίρονται· λαμπάδες κρατοῦν, ἀβγὰ τσουγκρίζουν, ἀρνιὰ ἔχουν στὶς σοῦβλες. Ἀλλὰ φτάνουν μόνο αὐτὰ γιὰ νὰ ποῦμε ὅτι ἑορτάζουμε σωστὰ τὸ Πάσχα; Ὄχι, ἀδελφοί μου. Πρέπει νὰ ἑορτάζουμε ὅπως θέλει ὁ Θεός. Ἐὰν δὲν ἑορτάζουμε ὅπως θέλει ὁ Θεός, εἶνε προτιμότερο νὰ μὴν ἑορτάζουμε, νὰ μὴν ἔχουμε ἑορτές.
–Μὰ πῶς πρέπει νὰ ἑορτάζουμε;… Ἐμένα ρωτᾶτε; Δὲν πᾶτε στὰ μνήματα, πού ᾿νε θαμμένοι οἱ πατέρες καὶ οἱ πρόγονοί μας, νὰ ρωτήσετε πῶς ἑώρταζαν ἐκεῖνοι; Κ᾽ ἐπειδὴ ἐκεῖνοι δὲν μποροῦν νὰ μιλήσουν, ὑπάρχουν τὰ βιβλία ποὺ περιγράφουν πῶς ἑώρταζαν. Ὅσο ἀπέχει ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴ γῆ, τόσο ἀπέχουν καὶ οἱ ἑορτὲς τῶν προγόνων μας ἀπὸ τὶς ἑορτὰς τὶς σημερινές. Οἱ πρόγονοί μας, οἱ σκλάβοι Χριστιανοί, καμπάνες δὲν εἶχαν· ὁ Τοῦρκος δὲν ἐπέτρεπε. Κι ὅμως ἐκεῖνοι τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως ἦταν ὅλοι στὴν ἐκκλησία, κανείς δὲν ἔλειπε. Ἔμπαιναν στὸ ναό, ἄναβαν τὸ κερὶ ἢ τὴ λαμπάδα τους, ἄκουγαν τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» μὲ δάκρυα στὰ μάτια, δὲν ἔφευγαν πρὶν τὸ «Δι᾽ εὐχῶν», ἔμεναν μέχρι τὸ τέλος, καὶ κοινωνοῦσαν τὰ ἄχραντα μυστήρια. Ἔπειτα κάθε οἰκογένεια, μπροστὰ ὁ πατέρας, πίσω ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά, γύριζαν στὸ σπίτι μὲ ἀναμμένη τὴ λαμπάδα, καὶ μὲ τὴ φλόγα της σταύρωναν τὶς πόρτες καὶ τὰ παράθυρα. Ὅλη τὴν ἡμέρα ἔμεναν στὸ σπίτι. Καὶ τὸ μεσημέρι, ὅταν κάθονταν στὸ τραπέζι, μπουκιά δὲν ἔβαζαν στὸ στόμα ἐὰν δὲν ψάλουν τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Τὸ Πάσχα ὅλοι συμφιλιώνονταν· ὅσοι ἦταν μαλωμένοι, τὴν ἅγια αὐτὴ μέρα ἔδιναν τὰ χέρια, ἀγαπιῶνταν ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο· δὲν ὑπῆρχε ἔχθρα μεταξύ τους. Κι ἀκόμα, πήγαιναν τὸ ἀπόγευμα στὰ σπίτια ποὺ ἦταν χῆρες καὶ ὀρφανά, τὶς βοηθοῦσαν, γιατὶ τοὺς φαινόταν ἄπρεπο τέτοια μέρα νὰ ὑπάρχῃ νηστικὸς ἄνθρωπος, τὸ θεωροῦσαν ἁμαρτία.
Ἔτσι περνοῦσαν τὴν ἅγια ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς. Ἦταν ὅλα ἁγιασμένα. Χριστὸς στὸ στόμα, Χριστὸς στὰ χέρια, Χριστὸς στὰ πόδια, Χριστὸς στὴν καρδιά, Χριστὸς στὰ σπίτια, Χριστὸς σ᾿ ὅλο τὸ χωριό, σ᾽ ὅλο τὸν τόπο. Λαμπρὴ εὐλογημένη. Καὶ ἀπὸ τὴν Ἀνάστασι μέχρι τὴν Ἀνάληψι, δὲν εἶχαν «καλημέρα» καὶ «καλησπέρα», ἀλλὰ μόνο «Χριστὸς ἀνέστη»· σαράντα μέρες, αὐτὸς ἦταν ὁ χαιρετισμός τους.
* * *
Σήμερα τί γίνεται; πῶς ἑορτάζεται τὸ Πάσχα; Ἄλλαξαν τελείως τὰ πράγματα. Λίγοι ἑορτάζουν ὅπως ἁρμόζει σὲ πιστούς· οἱ ἄλλοι μποροῦν νὰ καταταγοῦν σὲ τέσσερις κατηγορίες.
⃝ Πρώτη κατηγορία εἶνε αὐτοὶ ποὺ δὲν μπαίνουν στὴν ἐκκλησία. Ἔρχονται τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, περιμένουν ἔξω γύρω ἀπὸ τὴν ἐξέδρα, κρατᾶνε βαρελότα καὶ πυροτεχνήματα καὶ τὰ ῥίχνουν. Δημιουργοῦν τέτοιο θόρυβο, ποὺ δὲν ἀκούγεται κἂν τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», λὲς καὶ γίνεται πόλεμος. Συνέβη κάποτε σὲ παπᾶδες νὰ κάψουν τὰ ῥάσα καὶ τὰ γένια τους, σὲ ἄλλους νὰ κάψουν ροῦχα, νὰ πάθουν ἐγκαύματα, νὰ βγάλουν μάτια… Εἶνε αὐτοὶ Χριστιανοί; ποὺ περιμένουν τὴν ἅγια αὐτὴ μέρα νὰ τρομοκρατήσουν τοὺς ἄλλους καὶ νὰ μὴν τοὺς ἀφήνουν νὰ ἐκκλησιασθοῦν;
⃝ Ἡ ἄλλη κατηγορία εἶνε ἐκεῖνοι ποὺ δὲν κρατοῦν βέβαια βαρελότα ἢ πυροτεχνήματα, ἀλλὰ τί κάνουν· ἔρχονται, μὰ βλέπουν τὸ ρολόι, καὶ μόλις ἀκούσουν τὸν παπᾶ νὰ πῇ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», φεύγουν· δὲν μένει κανένας ἀπ᾽ αὐτοὺς στὴν ἐκκλησία. Ποῦ πᾶνε; Εἶνε λαίμαργοι καὶ πᾶνε νὰ φᾶνε· ὅπως τὰ κοράκια πέφτουν πεινασμένα στὰ ψοφίμια, ἔτσι κι αὐτοὶ πέφτουν ἐπάνω στὰ ἐκλεκτὰ φαγητά, κι ὁ παπᾶς μένει μόνος. Μοῦ ἔλεγε ἕνας Χριστιανός, ὅτι σὲ κάποιο μεγάλο χωριὸ τῆς πατρίδος μας, μὲ χίλιους κατοίκους, μόλις ἄκουσαν τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ἔφυγαν ὅλοι κ᾽ ἔμειναν μόνο αὐτός, ἡ νεωκόρος καὶ δύο γυναῖκες. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει, ὅτι αὐτοὶ ποὺ φεύγουν ἁμαρτάνουν πολύ. Ὅσοι δὲν κάθονται μέχρι τέλους ν᾿ ἀκούσουν τὴ θεία λειτουργία τῆς Λαμπρῆς καὶ τὸν θαυμάσιο Κατηχητικὸ λόγο, μοιάζουν μὲ τὸν Ἰούδα ποὺ ἔφυγε πρὶν τελειώσῃ ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος.
⃝ Μία κατηγορία λοιπὸν οἱ τρομοκράτες μὲ τὰ βαρελότα, δεύτερη αὐτοὶ ποὺ φεύγουν καὶ πέφτουν στὰ φαγητά· τρίτη κατηγορία εἶνε ὅσοι ταξιδεύουν· αὐτοὶ οὔτε κἂν στὴν τελετὴ τῆς Ἀναστάσεως πηγαίνουν. Καὶ ποῦ ἀκοῦνε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη»; Στὸ δρόμο, στὴν ἄσφαλτο, μέσα στὰ αὐτοκίνητα ἀπὸ τὰ ῥαδιόφωνα. Καὶ τί συμβαίνει μὲ τὰ αὐτοκίνητα; Διαβάστε νὰ δῆτε, πόσα τροχαῖα δυστυχήματα προκαλοῦν μεθυσμένοι ὁδηγοί, μὲ δεκάδες νεκροὺς καὶ τραυματίες, πόσα σπίτια κλείνουν, πόσες οἰκογένειες ξεκληρίζονται τέτοιες μέρες.
⃝ Μία τέταρτη τέλος κατηγορία ἀποτελοῦν ἐκεῖνοι ποὺ βρίσκουν τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἀφορμὴ γιὰ διασκέδασι· νὰ πιοῦν, νὰ μεθύσουν, νὰ χορέψουν, νὰ ξενυχτήσουν σὲ νυκτερινὰ κέντρα καὶ νὰ παίξουν χαρτιὰ σὲ σπίτια καὶ καζῖνα. Τὸ πρωὶ ξυπνοῦν καὶ βαδίζουν μὲ τὰ δύο, μὰ τὸ βράδυ πᾶνε μὲ τὰ τέσσερα, δὲν μποροῦν νὰ σταθοῦν.
* * *
Σᾶς ἐρωτῶ τώρα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ αὐτή; Δὲν εἶνε αὐτὸ Πάσχα· τέτοια ἑορτὴ δὲν τὴ θέλει ὁ Θεός. Τὸ Πάσχα δυστυχῶς γίνονται τὰ περισσότερα καὶ μεγαλύτερα ἁμαρτήματα. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει προτιμότερο νὰ μὴν ἑορτάζουμε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος διὰ τοῦ προφήτου λέει «Τὰς ἑορτὰς (καὶ πανηγύρεις) ὑμῶν μισεῖ ἡ ψυχή μου». Φτάσαμε στὸ σημεῖο Λαμπρὴ νὰ σημαίνῃ φαγοπότι, κραιπάλη, τυχερὰ παιχνίδια, πορνεία καὶ μοιχεία, δυστυχήματα, ἐγκλήματα. Ἀνατρίχιασε ἡ Ἀθήνα πρὸ ἐτῶν ὅταν ἀκούστηκε ἡ φρικαλέα εἴδησι ὅτι ἕνας ἄντρας, τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, πῆρε μαχαίρι κ᾽ ἔκανε κομμάτια τὴ γυναῖκα του! Πρώτη φορὰ γίνονται τέτοια ἐγκλήματα καὶ χύνεται τόσο αἷμα. Προτιμότερο νὰ μὴ γιορτάζουμε, παρὰ νὰ ἁμαρτάνουμε ἔτσι τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες.
Δυστυχῶς δὲν πιστεύουμε. Ἐὰν κλῆρος καὶ λαὸς πιστεύαμε, θὰ γίνονταν θαύματα, ὅπως τὸν παλαιὸ καιρό. Τότε στὴν Κωσταντινούπολι ἕνας βασιλιᾶς ἔχτισε μιὰ ἐκκλησία τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, στὸ Μπαλουκλί. Ἐκεῖ ἀνέβλυζε ἁγίασμα, τὸ ὁποῖο ἔκανε θαύματα· τυφλοὶ ἔβλεπαν τὸ φῶς, κουφοὶ ἄκουγαν, λεπροὶ καθαρίζονταν, δαιμονιζόμενοι θεραπεύονταν, ἀκόμη καὶ Τουρκάλες πήγαιναν τὰ παιδιά τους καὶ γιατρεύονταν.
Τώρα; Θαύματα δὲν γίνονται. Γιατί; μήπως ἐστείρευσε ἡ πηγὴ τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ; Ὄχι. Ἀλλὰ εἴμαστε ἀνάξιοι γιὰ θαύματα. Ἐὰν εἴχαμε πίστι στὸ Θεὸ ὅπως οἱ πρόγονοί μας, θὰ εἴχαμε γιατρὸ τὸ Χριστὸ καὶ νοσοκομεῖο τὴν ἁγία του Ἐκκλησία. Χρειάζεται πίστις. Δῶστε μου πίστι! – τὸ ἕνα ποὺ χρειάζεται. Καὶ τὸ ἄλλο; ἁγιασμένος βίος. Αὐτὰ εἶνε οἱ δύο φτεροῦγες ποὺ χρειάζεται ὁ Χριστιανὸς γιὰ νὰ πετάξῃ.
Ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἄξιοι θαυμάτων, ὅπως οἱ πρόγονοί μας· εἴμαστε ἄξιοι τιμωρίας. Γίναμε τὸ ἁμαρτωλότερο ἔθνος τῶν Βαλκανίων. Δὲν τὸ λέω μόνο ἐγώ, ἀρχίζουν πλέον νὰ τὸ λένε καὶ ἄλλοι· εἶνε γεγονὸς ὅτι ἡ Ἑλλὰς πεθαίνει, κι ἂς τραγουδοῦν «Ἡ Ἑλλάδα ποτέ δὲν πεθαίνει…». Μὲ τὶς ἐκτρώσεις καὶ τὰ διαζύγια πλούτησαν γιατροὶ καὶ δικηγόροι. Ἔπαψαν πλέον οἱ Ἑλληνίδες νὰ γεννοῦν καὶ κοντεύουμε νὰ σβήσουμε ὡς φυλή. Κάτι κακὸ μᾶς περιμένει. Φόβος εἶνε μήπως γίνῃ μεγάλος σεισμὸς καὶ δὲν μείνῃ τίποτα ὄρθιο. Ἁμαρτήσαμε πολύ· κ᾽ εἴμαστε ἄξιοι ὄχι γιὰ θαύματα ἀλλὰ γιὰ τιμωρίες· γι᾽ αὐτὸ ὁ Θεὸς μισεῖ τὶς γιορτὲς καὶ τὰ πανηγύρια μας.
Ταῦτα λέγω καὶ γιὰ τοὺς δεσποτάδες καὶ γιὰ τοὺς παπᾶδες καὶ γιὰ τοὺς λαϊκούς, γιὰ ὅλους μας. «Ἁμαρτήσαμε, ἀνομήσαμε…, δὲν τηρήσαμε τὶς ἐντολὲς» τοῦ Κυρίου (Δαν. 3 προσ., 5). Τὸ μόνο ποὺ θὰ μᾶς σώσῃ εἶνε ἡ μετάνοια.
Σήμερα, τὴν ἅγια αὐτὴ μέρα, ἂς παρακαλέσουμε τὴν Παναγία μας νὰ κάνῃ τὸ ἔλεός της καὶ ν᾽ ἀποτρέψῃ συμφορές, ποὺ ἔρχονται σὲ ὅσους δὲν ἀγαποῦν τὸ Θεὸ καὶ δὲν ἐκτελοῦν τὸ θέλημά του. Οἱ πιστοὶ νὰ πάψουν νὰ γλεντᾶνε καὶ νὰ διασκεδάζουν, ἀλλὰ νὰ ἑορτάζουν ὅπως θέλει ὁ ἅγιος Θεός· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Κοιμήσεως Θεοτόκου Σκοπιᾶς – Φλωρίνης τὴν Παρασκευὴ 30-4-1976. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 16-4-2016.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.