ΚΟΖΑΝΗ: ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΑΙΣΙΑΣ ΚΑΤΟΧΗΣ, ΠΟΥ TA KAΡA TOY ΔHMOY ΜΑΖΕΥΑΝ ΚΑΙ ΝΕΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥ, ΑΚΟΥΣΤΗΚΕ ΜΙΑ ΦΩΝΗ: «Έχε πιστι εις Εμε και προσευχου. Αντιπροσωπος μου επι της γης ερχεται προς βοηθειαν σας». (Αφιερωμενο στο ιεροκηρυκα της Κατοχης π. Αυγουστινο Καντιωτη)
ΚΟΖΑΝΗ: ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΑΙΣΙΑΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Πρώτη Δημοσίευση 18-4-1965
Aναδημοσιεύθη στiς 19-4-1981
(Ἄρθρον τοῦ κ. Ν. Ἀλευρᾶ)
Ἡ δικη του Αδεκαστου
«ΙΔΟΥ Ο ΝΥΜΦΙΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ»
«Κόσμος πολὺς μαζεμένος γύρω. Καὶ στὴν μέση ἕνα παιδάκι, ὄχι πάνω ἀπὸ δέκα χρονῶν, μελανιασμένο, τουμπανιασμένο, καὶ νὰ βγάζῃ ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα. Ψυχορραγοῦσε. Τὸ συνηθισμένο καθημερινὸ θέαμα, στὰ μαῦρα χρόνια τῆς ἀπαίσιας κατοχῆς. Ποὺ ὅσοι τὴν ἔζησαν καὶ τὴν ἀναθυμοῦνται, ἀκόμα ριγοῦν σύγκορμα. Καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ ἀκοῦν νὰ τὰ διηγοῦνται, τὰ δέχονται μὲ συγκατάβαση, ὅπως ἕνα καλὸ παραμύθι μὲ μακάβρια ὑπόθεση. Πῶς νὰ πιστέψουν, ὅτι οἱ ἄνθρωποι πέθαιναν ἀπ’ τὴν πεῖνα; Καὶ μήπως ποιός πιστεύει καὶ σήμερα, πὼς ὑπάρχουν ἄνθρωποι σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ποὺ πεθαίνουν ἀπ’ τὴν πεῖνα;
Τὸ παιδάκι ἔκανε ἀκόμα δύο-τρεῖς ἐπιθανάτιους σπασμοὺς καὶ στήλωσε τὰ γυάλινα μάτια του στὸ ἄπειρο τ’ οὐρανοῦ, σὰ νὰ παρακολουθοῦσε τὴν ψυχοῦλα του, ποὺ πετοῦσε ἀνάμεσα στ’ ἀγγελούδια.
Μιὰ γυναῖκα, ἀποσκελετωμένη κι’ αὐτὴ ἀπ’ τὴν πεῖνα, ἔσκυψε πάνω ἀπ’ τὸ ἄψυχο κορμάκι καὶ τοὔκλεισε τὰ μάτια μὲ ἄπειρη τρυφερότητα. Λίγο ἀργότερα, πέρασε τὸ κάρρο τῆς καθαριότητος, τὸ φόρτωσε ἀνάμεσα στὰ σκουπίδια καὶ τὸ πῆγε στὸ νεκροταφεῖο νὰ τὸ θάψουν. Ποιά ἦταν κι’ ἀπὸ ποῦ ἐρχόταν, κανένας ποτὲ δὲν ἔμαθε…
Οἱ περίεργοι σκόρπισαν. Καὶ μόνο τῆς γυναίκας τ’ ἀχνὰ χείλη ψέλλισαν: «Ὡς πότε, Θεέ μου, θὰ κρατήσῃ αὐτὸ τὸ πανηγύρι; Ὁ θάνατος μὲ τὸ χάρο, νὰ στήνουν χορὸ γύρω μας;». Μιὰ φωνή, σὰν ἀπόκοσμη τῆς ἀπάντησε: «Ἔχε πίστιν εἰς Ἐμὲ καὶ προσεύχου. Ἀντιπρόσωπός μου ἐπὶ τῆς γῆς ἔρχεται πρὸς βοήθειαν σας. Βοηθήσατε αὐτόν, ἵνα καὶ αὐτὸς βοηθήσῃ ὑμᾶς…»
Σὰν ἄνοιξε τὰ μάτια, κόσμος πάλι ἦταν γύρω της τούτη τὴ φορά, καὶ κάποιος στάλαξε λίγες σταγόνες νερὸ στὰ πανιασμένα χείλη της. «Εὐχαριστῶ», ψυθύρισε. «Ἔρχεται. Μοῦ τὸ βεβαίωσε ὁ Κύριος!». «Ποιός, γυναῖκα, καὶ πῆρε τὸ δρόμο ποὺ ἔβγαζε στὴν ἐκκλησία, μουρμουρίζοντας ἀνάμεσα στὰ δόντια της: «Ἔρχεται, ἔρχεται!…». Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου!».
Καὶ ἦρθε. Ἦταν ἕνας κοντούλης, κάτισχνος ἱερωμένος, μὲ γυαλάκια στὰ μυωπικά του μάτια καὶ, παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του, φαινόταν πρόωρα γερασμένος. Τὸ ράσο του παλιό- δεύτερο δὲν εἶχε-καὶ φοροῦσε κάτι τεράστια ἄρβυλα, ποὺ μὲ κόπο ἔσερνε τὰ πόδια του, ἀπὸ τὸ βάρος τους, κι’ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς πείνας καὶ τοῦ ἄγχους, ποὺ πίεζε τὰ στήθη του, ἀντικρύζοντας τόση δυστυχία γύρω του, ψυχῶν τε καὶ σωμά των. Τὸ γλίσχρο μισθὸ ποὺ ἔπαιρνε σὰν ἱεροκήρυκας, τὸν μοίραζε στοὺς πονεμένους ἀδελφούς του. Ὁ διος ἱκανοποιοῦνταν μὲ τὶς νερόβραστες μελιτσάνες τῆς Λέσχης τῶν Δημοσίων Ὑπαλλήλων-ἂν, κι’ ὅταν ὑπῆρχαν.
«Πόση δυστυχία, Κύριε!», ξέφυγε ἀπὸ τὰ χείλη του μιὰ μέρα. «Ἰδοὺ τὸ ἔργο σου, τέκνον μου. Ἀνακούφισον αὐτοὺς».
«Ἀδύνατος εἰμι, Κύριε! Ποῦ πορεύσομαι;». «Πορεύου τὴν ὁδὸν τῆς ἀληθείας καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας. Μὴ φοβοῦ. Ὁ Κύριος μετὰ σοῦ!». «Συγχώρησόν με ὁ Θεός μου καὶ Κύριός μου, ὅτι ἐλάχιστος ἐγὼ ἠγνόησα τὴν δύναμιν τοῦ Παμμεγίστου! Γένοιτο, Κύριε!».
Καὶ ἄρχισε νὰ κηρύττη ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος τῆς Ἐκκλησίας τὸν λόγον τῆς Ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον.
«Ἀδελφοί μου! Συνάνθρωποί μας, χριστιανοὶ ἀδελφοί, πεθαἰνουν στοὺς δρόμους ἀπὸ τὴν πείνα. Μικρὰ ἁγνὰ παιδάκια, εὐλογημένα ἀπὸ τὸν Κύριον, ὑποσιτίζονται, κατατρώγει τὰ σωθηκά τους ἡ φυματίωσις, ἡ ἀποβιταμίνωσις, ὁ βρυκόλακας τῆς πείνας. Νὰ τὰ σώσωμεν. Προσφέροντας ὁ καθείς μας ὅ, τι προαιρεῖται. Ὁ πλούσιος ἀπὸ τὸ περίσσευμά του. Ὁ πτωχὸς ἀπὸ τὸ ὑστέρημά του. Φέρτε μας ὀλίγα τρόφιμα, ἐκεῖ στὸ γκαράζ, στὸ δρόμο τοῦ γυμνασίου ὅπου ἔχομε στήσει τὸ στρατηγεῖο τῶν ἐπιχειρήσεων κατὰ τῆς πείνης. Ὅσα δένδρα εἶνε ἄκαρπα, κόψατέ τα ἀπὸ τὴν ρίζα νὰ πιάσουν καὶ αὐτὰ τόπο. Νὰ ἀνάψωμε τὸ καζάνι, νὰ μαγειρεύσουν οἱ γυναῖκες, ποὺ προσφέρθησαν γιὰ τὸν σκοπὸ ἐθελοντικῶς, τὸ φαγητὸ τῶν πεινώντων. Ὅσοι πιστεύετεεἰς Ἕνα καὶ Ἀληθινὸν Θεόν, εἰς τὴν Ἀγάπην τοῦ πλησίον, προσέλθετε!».
Καὶ προσῆλθαν καὶ προσέρχονταν πολλοί. Καὶ προσέφερναν ὅ,τι εἶχαν, ὅ,τι τοὺς περίσσευε, ὅ,τι ἴσως τὸ στεροῦνταν.
Πολλοὶ ἐχόρτασαν, πολλὰ παιδάκια σώθηκαν, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἐμίσησαν τὸν ἐμπνευστὴ καὶ τὸ ἔργον του. Καὶ ἄρχισαν οἱ συκοφαντίες ἐναντίον του, κυρίως ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εὐλογοῦν τὸ ἔργο του. Εἶχαν τὴν ταπεινὴ ἐντύπωση πὼς καταπατοῦσε τὰ δικά τους οἰκόπεδα, τὸ μονοπώλιον τῆς καλωσύνης καὶ τῆς φιλαλληλίας. Καὶ ἄρχισε ὁ διωγμός. Ποὺ ἐξακολουθεῖ μέχρι σήμερα. Καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ, Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης».
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.