Αυγουστίνος Καντιώτης



ΡΙΧΝΩ ΤΟΝ ΚΟΥΒΑ ΜΟΥ ΒΑΘΕΙΑ 2) Ἀναδρομη στὸ παρελθον (Αποσπασμα ομιλιας του Μητροπολιτου Φλωρινης π. Αυγουστινου Καντιωτου. Εγινε στην αιθουσα του Συλλογου των 40 Μαρτυρων στην Κοζανη, στις 8- 2-1959.

ΡΙΧΝΩ ΤΟΝ ΚΟΥΒΑ ΜΟΥ ΒΑΘΕΙΑ

Πατηστε τον τίτλο και κατεβάστε το βιβλίο του π. Αυγουστίνου δωρεάν

rixno_ton_kouba_mou_bathia1

Ἀναδρομη στο παρελθον

Απόσπασμα ομιλίας του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου ποὺ ἔγινε στην αἴθουσα των 40 Μαρτύρων στην Κοζάνη, στὶς 8- 2-1959.

…Ἀνατρέχομε πλέον στὸ παρελθόν. Ἡ διάνοιά μας, ἡ μνήμη μας, ἡ φαντασία μας, πετάει στὸ παρελθὸν καὶ φτάνει σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς χειροτέρους χειμῶνας ποὺ βρῆκε τὴν Ἑλληνικὴ φυλή. Χειμῶνας πού, κοντὰ στὸν φοβερὸ παγετῶνα τῆς σκλαβιᾶς, προσετίθεντο οἱ παγετῶνες τῆς ψυχῆς, ποὺ εἶνε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς παγετῶνας τοῦ Βορρᾶ, καὶ προσετίθεντο στὸ μαρτύριο τῆς πατρίδος ἡμῶν. Τότε, τὸν χειμῶνα ἐκεῖνον τοῦ ᾿42, ὡς ἕνας ἄγνωστος νεαρὸς ῥασοφόρος, μὲ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ πατήσω τὰ εὐλογημένα χώματα τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας. Κάθε βράδυ τὰ γύρω χωριὰ ἐκαίγοντο. Ἦταν ἕνα φρικτὸ θέαμα. Ἔβγαινες τὴ νύχτα ἔξω, ἀνέβαινες ψηλὰ στοὺς λόφους, καὶ ἔβλεπες νὰ καίγωνται ὅλα τὰ μαρτυρικά μας χωριά, γύρω ἀπὸ τὸν Ἁλιάκμονα καὶ τὰ εὐλογημένα μας βουνά. Τὸ πρωῒ ἑκατοντάδες γυναικόπαιδα, γυμνά, ξυπόλητα, μὲ τὴν ψυχὴ στὰ δόντια, ἤρχοντο μέσα στὴν πτωχομάνα αὐτή, τὴν Κοζάνη. Τάφοι, σπίτια, προαύλια ναῶν, τὰ πάντα ἦταν κατειλημμένα.

1ος καρπὸς τοῦ κηρύγματος τοῦ ἱεροκήρυκα τῆς Κατοχῆς π. Αὐγουστίνου Καντιώτου στὴν Κοζανη

Ἡ Ἑστία συσσιτίων
(ποὺ ἄρχισε ἀπὸ 50 πιάτα και ἔφθασε στα 8.500 ημηρεσίως)

Τότε, μιὰ νύχτα, ἀνεβήκαμε καὶ ἡμεῖς στὸν ἄμβωνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ εἴπαμε, ὅτι· Ἡ πατρὶς εἶνε ἐν κινδύνῳ· ὀφείλομεν ἅπαντες, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ λάβωμεν μίαν θέσιν συγκεκριμένη ἀπέναντι τοῦ προβλήματος ποὺ ἐδημιουργήθηκε. Μὲ καθαρὴ γλῶσσα, ποὺ δὲν θέλει ῥητορισμούς, εἴπαμε·

Ἀδέρφια Κοζανῖτες! ἀπόψε θὰ πᾶτε στὰ σπίτια σας καὶ δὲν θὰ κοιμηθῆτε μέχρι τὰ μεσάνυχτα. Θὰ κάνετε προσευχὴ πρὸς τὸν Κύριον καὶ ἀγρυπνίαν, γιὰ νὰ τὸν παρακαλέσετε νὰ ἐλεήσῃ ὅλους ἐμᾶς. Ἀλλὰ μὴν ἀρκεσθῆτε τὶς ἡμέρες αὐτὲς μόνο σὲ προσευχὲς καὶ κομποσχοίνια καὶ πολυελέους. Σὲ τέτοιες ἐποχὲς χρειάζεται καὶ κάτι ἄλλο ἀνώτερο· χρειάζονται δάκρυα. Καὶ παραπάνω ἀπὸ τὰ δάκρυα χρειάζεται αἷμα, χρειάζονται θυσίες μεγάλες. Τὸ πρωΐ, προτοῦ ν᾿ ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος, νὰ ψάξετε ―ἐλέγαμε―, Κοζανῖτες, τὰ συρτάρια σας, τὶς ἀποθῆκες σας, καὶ ὅ,τι βρῆτε μέσα σ᾿ αὐτά, νὰ τὰ μοιράσετε στὰ δυό. Ἂν ἔχετε μιὰ ὀκᾶ τρόφιμα, ἡ μισὴ δὲν εἶνε δική σας· εἶνε τοῦ πτωχοῦ, εἶνε τοῦ δυστυχισμένου ἀδελφοῦ μας·καὶ τὸ πρωῒ σᾶς περιμένω νὰ τὸ φέρετε στὸ γκαράζ… Αὐτὰ εἴπαμε τὴ νύχτα ἐκείνη στὸν Ἅγιο Νικόλαο. Ὁμολογῶ, ὅτι αὐτὸ ποὺ ἠκολούθησε ὑπερέβη τὰς προσδοκίας μου. Θὰ μείνῃ, ὅσο ζῶ στὸν κόσμο, ἀλησμόνητη ἡ εἰκόνα ἐκείνη, ποὺ παρουσίασε τὴν ἑπομένη ἡμέρα ἡ Κοζάνη. Ὅλος ὁ δρόμος, ἀπὸ τὴν πλατεῖα μέχρι τὸ γκαράζ, εἶχε σχηματίσει μιὰ οὐρὰ ἀφάνταστη. Μικροὶ – μεγάλοι κρατοῦσαν στὰ χέρια τους τὰ τρόφιμα ποὺ εἶχαν πάρει ἀπὸ τὰ σπίτια τους. Κανείς δὲν ἦρθε ἀδειανός. Ἀπὸ τὸ πρωῒ ὡς τὸ βράδυ, παιδιὰ ποὺ τώρα εἶνε μεγάλα, παιδιὰ ποὺ εἶνε τώρα πατέρες, νέες ποὺ εἶνε τώρα μητέρες, κρατοῦσαν καὶ δεχόταν τὰ δῶρα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Μέχρι τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου εἴχαμε γεμίσει τὶς ἀποθῆκες. Αὐτὸ τὸ θαῦμα ἔγινε τότε, τὸν βαρὺ χειμῶνα ποὺ διήρχετο ἡ πατρίς μας. Τὸ θαῦμα αὐτὸ τὸ ἔκανε ἡ ἀγάπη, τὸ ἔκανε ὁ εὐγενὴς λαός μας. Καὶ ἐὰν ἐπιτρέπεται νὰ ὁμιλήσω μὲ παράδειγμα· Εἶστε βαθὺ πηγάδι, Κοζανῖται!

Σεῖς οἱ Κοζανῖται εἶστε τὸ πηγάδι τὸ βαθύ, ποὺ ἔχει μέσα πολλὰ νερά. Εἶστε βαθὺ πηγάδι, ποὺ τὸ νερὸ δὲν εἶνε στὴν ἐπιφάνεια. Δὲν εἶστε σὰν κ᾿ ἐμᾶς τῆς νοτίου Ἑλλάδος, ἁψίκοροι, ὀργίλοι, ἐκδηλωτικοί, ἐκρηκτικοί. Ὅποιος δὲν σᾶς γνωρίζει, σᾶς θεωρεῖ ἕνα λαὸ ἀδιάφορο καὶ σᾶς ἀδικεῖ. Βόρειος λαός, ἀλλὰ μέσα στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ ὑπάρχει καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν πατρίδα καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν Ἐκκλησία, ἐξ ἴσου καὶ πολλάκις ἀνώτερη ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἔχει ἡ νότια Ἑλλάδα. Τὸ πηγάδι σας εἶνε βαθύ, δὲν εἶνε ἐπιπόλαιο. Ἂν ἔχη κανεὶς κοντό σχοινί, νερὸ δὲν βγάζει ἀπὸ τὴν Κοζάνη· ἂν ἔχῃ μακρὺ σχοινί, θὰ βγάλῃ. Σεῖς εἶστε τὸ πηγάδι τὸ βαθύ.

Ἐγὼ ὁ ταλαίπωρος ἱερομόναχος Αὐγουστῖνος, ποὺ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ φιλήσω τὰ πόδια σας ―δὲν τὸ λέω ἔτσι ἀπὸ μιὰ ταπεινολογία, ὁ Θεὸς ξέρει τὴν καρδιά μου, καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ μὲ ἀκοῦνε καὶ ὁ λαὸς ποὺ μὲ ἀκούει γνωρίζει―, ἐγὼ δὲν ἤμουν τίποτε ἄλλο παρὰ ἁπλῶς ἕνας κουβᾶς, ἕνας τενεκεδένιος κουβᾶς· καὶ δὲν ἔκανα τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ δέσω τὸ σχοινὶ στὸν κουβᾶ. Ἔδεσα τὸ σχοινί, τὸ τρίπλοκο χρυσὸ σχοινί, τῆς πίστεως τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλπίδος, καὶ αὐτὸ τὸ σχοινὶ τοῦ Χριστοῦ μας τὸ κατέβασα ὀργιὲς βαθειά, μέσ᾿ στὰ βαθειὰ κρυστάλλινα νερὰ τῆς πόλεως ταύτης. Καὶ ὤ, τοῦ θαύματος! Δὲν κουράστηκαν τὰ χέρια μου, δυὸ ὁλόκληρα χρόνια, νὰ βγάζουν νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι αὐτό, καὶ νὰ ποτίζουν αὐλὲς καὶ ψυχές. Καὶ τὸ πηγάδι αὐτὸ ἦταν ἀνεξάντλητο.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.