Μεγαλειο της εμπρακτου αγαπης και της γνησιας ελεημοσυνης! Η αγαπη, ο πρωτος καρπος του Πνευματος «Ο καρπος του Πνευματος εστιν αγαπη…» (Γαλ. 5,22)
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΗ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2387
Κυριακὴ Πεντηκοστῆς
20 Ἰουνίου 2021
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Αγαπη, ο πρωτος καρπος του Πνευματος
«Ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη…» (Γαλ. 5,22)
Πόσο, ἀγαπητοί μου, πόσο γρήγορα φεύγουν οἱ ἡμέρες! Πέρασαν οἱ τέσσερις μεγάλες ἑορτές· Μεγάλη Παρασκευή, Ἀνάστασις, Ἀνάληψις καὶ σήμερα ἡ Πεντηκοστή, κατὰ τὴν ὁποία ψάλλουμε· «Τίς Θεὸς μέγας, ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεός, ὁ ποιῶν θαυμάσια (μόνος)» (Ψαλμ. 76,14-15· μέγ. προκ.).
Ὅπως τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἔχει σκιά, ἔτσι καὶ ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἔχει τὴ σκιά της. Ὑπῆρχε δηλαδὴ πρὸ τῆς χριστιανικῆς Πεντηκοστῆς καὶ πεντηκοστὴ ποὺ ἑώρταζαν οἱ Ἑβραῖοι· αὐτοὶ εἶχαν τὴ σκιὰ – ἐμεῖς τὴν πραγματικότητα, αὐτοὶ τὸ ἀσήμι – ἐμεῖς τὸ χρυσάφι. Τέτοια μέρα ἑώρταζαν καὶ ἑορτάζουν τὴν παράδοσι τοῦ Δεκαλόγου στὸ Σινὰ κι ὅτι θέριζαν τὰ πρῶτα στάχυα κ᾽ ἔκαναν τὰ πρῶτα ψωμιά· ἦταν ἑορτὴ τῆς παραδόσεως τῆς νόμου καὶ τῆς προσφορᾶς τῶν πρώτων καρπῶν.
Αὐτὰ εἶνε ἡ σκιά, καὶ ἡ πραγματικότητα; Ἐμεῖς ἑορτάζουμε ὅτι ὁ Θεὸς ὄχι πλέον σὲ κορυφὴ ὄρους, ἀλλὰ σὲ ἕνα ὑπερῷο, ἐκεῖ τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, τὸ πανάγιο Πνεῦμα, κατέβηκε καὶ φώτισε τοὺς δώδεκα ἀποστόλους τοῦ Κυρίου· ἔκτοτε ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶνε γραμμένος ὄχι σὲ πλάκες, ποὺ εὔκολα σπᾶνε, ἀλλὰ χαραγμένος στὶς ἀνθρώπινες καρδιές, ἀπ᾽ ὅπου δὲν σβήνει. Καὶ ὄχι μόνο δὲν σβήνει, ἀλλὰ ζῇ καὶ καρποφορεῖ. Ὅπως τότε προσέφεραν τοὺς πρώτους καρπούς, ἔτσι καὶ οἱ δικές μας καρδιὲς δὲν πρέπει νά ᾽νε χωράφι ἄγονο· πρέπει κ᾽ ἐμεῖς νὰ παρουσιάσουμε καρπούς.
Ποιοί εἶνε οἱ καρποὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος; Ἐμένα ῥωτᾶτε; ρωτῆστε τὸν ἀπόστολο Παῦλο· ἀνοῖξτε τὴν ἐπιστολή του πρὸς Γαλάτας καὶ θὰ δῆτε ἐκεῖ νὰ λέῃ, ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο φύτεψε στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν δέντρο, ποὺ ποτίζεται ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου καὶ ζωογονεῖται μὲ τὴν αὔρα τοῦ οὐρανοῦ, δένδρο ἀρετῶν. Καὶ ἀριθμεῖ πάνω στὸ δέντρο αὐτὸ ὁ ἀπόστολος 9 καρπούς· «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν…» (Γαλ. 5,22).
Δὲν θὰ θεολογήσω σήμερα ἐπὶ τοῦ παναγίου Πνεύματος· αἰσθάνομαι τὴν ἀδυναμία μου. Δὲν εἶμαι μέγας Ἀθανάσιος, οὔτε μέγας Βασίλειος, οὔτε Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, οὔτε Μᾶρκος Εὐγενικός· πρακτικὰ θὰ ἐξετάσω τὰ πράγματα. Τώρα λοιπόν, ποὺ ἑορτάζουμε «τὴν «ἀπαρχὴν τοῦ Πνεύματος» (῾Ρωμ. 8,23), θέλω νὰ ῥωτήσω· Χριστέ μου, αὐτὸ τὸ ἀκροατήριο ἔχει νὰ παρουσιάσῃ καρπούς; ἢ μήπως εἶνε δέντρα ἄκαρπα, γιὰ τὰ ὁποῖα ἀξίζει νὰ λεχθῇ «πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται»; (Ματθ. 3,10). Παρουσιάζουμε καρποὺς ἀξίους νὰ τοὺς εὐλογήσῃ ὁ Χριστός; Ἰδού, ἀγαπητοί μου, τὸ ἐρώτημα ποὺ θέτω στὸν ἑαυτό μου καὶ σὲ ὅλους μας.
Τὸ δέντρο τὸ καλὸ φαίνεται ἀπὸ τοὺς καρπούς· ἡ λεμονιὰ κάνει λεμόνια, ἡ πορτοκαλιὰ πορτοκάλια, ἡ μηλιὰ μῆλα κ.τ.λ.· «ἐκ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται» (ἔ.ἀ. 12,33) καὶ ἀπὸ τοὺς καρποὺς θὰ γνωρίσουμε τοὺς Χριστιανούς, τί χριστιανοὶ εἶνε.
Εἴπαμε ὅτι οἱ καρποὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶνε ἐννέα. Καὶ ὁ πρῶτος καρπὸς ποὺ ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ γλυκὺς καὶ ὡραῖος, εἶνε, ἀγαπητοί μου, ἡ ἀγάπη· «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη…»· ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον.
Ἂς μιλήσουμε γιὰ τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη, ποὺ δὲν περιορίζεται σὲ λόγια καὶ συναισθήματα. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ φέρει κάποιο εἰδικὸ ὄνομα· ὀνομάζεται ἐλεημοσύνη. Ἡ ἐλεημοσύνη δὲν εἶνε τίποτε ἄλλο παρὰ ἐφαρμοσμένη ἀγάπη.
* * *
Ὁ Χριστιανὸς, ἀγαπητοί μου, σύμφωνα μὲ τὰς Γραφὰς δὲν πρέπει μόνο νὰ ἀπέχῃ ἀπὸ τὸ κακό – ἀρνητικὴ ὄψις τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλὰ ὅπως λέει ἡ Γραφή, «ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν» (Ψαλμ. 33,15) – ἡ θετικὴ ὄψις. Κακὸ ἡ κλοπή, ἡ ἁρπαγή, ἡ πλεονεξία, ἡ λατρεία τοῦ μαμωνᾶ, ἡ ἀσωτία, ἡ σπατάλη, ἡ ὀκνηρία, ἀλλὰ καλὸ καὶ ἅγιο ἡ ἐλεημοσύνη. «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες», «γίνεσθε οἰκτίρμονες» (Ματθ. 5,7. Λουκ. 6,36)· ἂν θέλετε νὰ δῆτε τοὺς οὐρανούς, «ἐνδύσασθε σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ» (Κολ. 3,12). Αὐτὸ ἀκούγεται ἀπὸ πολλὲς κατευθύνσεις.
⃝ Πρῶτα – πρῶτα προέρχεται μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς. Ἐὰν ψυχολογήσουμε θὰ δοῦμε, ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ εὐγενέστερα συναισθήματα εἶνε τὸ συναίσθημα τῆς συμπαθείας. Ἐὰν λ.χ. εἶσαι σὲ ἀκρογιαλιὰ καὶ δῇς νὰ ἐπιπλέῃ ἕνα σανίδι, δὲν σοῦ κινεῖ περιέργεια· ἀλλ᾽ ἐὰν δῇς νὰ κινδυνεύῃ ἄνθρωπος, νὰ ζητάῃ βοήθεια, ἀναστατώνεσαι, ἔστω κι ἂν σοῦ εἶνε ἄγνωστος. Τί σημαίνει αὐτό; Ἐὰν πάλι πᾷς σὲ νοσοκομεῖο καὶ δῇς ἕναν ἄρρωστο σὲ μιὰ γωνιὰ ν᾽ ἀναστενάζῃ, τὸ βράδυ δὲν ἔχεις ὄρεξι νὰ φᾷς. Ἐὰν πᾷς στὴ φυλακὴ καὶ δῇς φυλακισμένο, νιώθεις ἐκεῖνο ποὺ λέει ἡ παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου· «ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη» (Λουκ. 10,33). Γι᾽ αὐτὸ λέει ἡ Γραφή· Ἂν θέλῃς νὰ καταλάβῃς τὴν ἀνθρώπινη ζωή, δὲν θὰ τὴ γνωρίσῃς στὰ γλέντια καὶ στὰ πάρτυ· πήγαινε «εἰς οἶκον πένθους» (Ἐκκλ. 7,3).
Τὸ αἴσθημα αὐτὸ παρατηρεῖται ἀκόμη καὶ στοὺς ἀγρίους. Διαβάστε στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων (28,2). Ἔγινε ναυάγιο στὴ Μάλτα, ὅπου κατοικοῦσαν εἰδωλολάτρες ποὺ δὲν εἶχαν ἀκούσει ποτὲ τὸ εὐαγγέλιο· βγῆκαν οἱ ναυαγοὶ νύχτα ἔξω γυμνοί· κ᾽ ἦταν χειμώνας, τουρτουρίζανε, τοὺς ἔπιασε φόβος. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι κατέβηκαν μὲ φανάρια στὴν παραλία, τοὺς μάζεψαν, τοὺς πῆγαν στὰ σπίτια, τοὺς ἔντυσαν, ἄναψαν φωτιὲς καὶ τοὺς ζέσταναν· «οἱ βάρβαροι παρεῖχον οὐ τὴν τυχοῦσαν φιλανθρωπίαν» (Πράξ. 28,2). Καὶ ἀξιώθηκαν μεταξὺ ἐκείνων τῶν ναυαγῶν νὰ φιλοξενήσουν τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ποὺ ἀντάμειψε τὴν εὐεργεσία τους (βλ. ἔ.ἀ. 28,7-10).
Ἔτσι εἶνε πλασμένη ἡ ἀνθρώπινη καρδιά, ἀδελφοί μου. Ἂς φωνάζουν οἱ κόρακες τῆς ἀπιστίας, διάφοροι φιλόσοφοι ποὺ λένε ὅτι ἡ συμπάθεια εἶνε ἀδυναμία· μέσα στὴν ψυχὴ ὑπάρχει τὸ διαμάντι αὐτό, ἡ συμπόνια, κι ἀλλοίμονο ἂν τὸ ξερριζώσῃ ἡ ἀθεΐα. Δὲν θὰ τὸ κατορθώσῃ. Εἶνε ἔμφυτο. Βγάλε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀγάπη· σπαρταρᾷ, ἀγωνιᾷ. Πλάστηκε ν᾽ ἀγαπᾷ, ὄχι νὰ μισῇ. Τὸ εἶχαν πεῖ καὶ οἱ ἀρχαῖοι τραγικοί· «Οὔτοι συνέχθειν ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν», γεννήθηκα γιὰ ν᾽ ἀγαπῶ, ὄχι νὰ τρέφω μῖσος (Σοφ. Ἀντιγ. 523). Ἡ ἀγάπη εἶνε ἡ ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου, τὸ μῖσος καὶ ἡ ἀσπλαχνία εἶνε ἡ νόσος.
⃝ Τὸ «Γίνεσθε οἰκτίρμονες» καὶ ἐλεήμονες, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη καρδιά, θὰ τ᾽ ἀκούσῃς ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῷα. Αὐτὰ σὲ πολλὲς περιπτώσεις γίνονται διδάσκαλοι καὶ ἱεροκήρυκες. Τὸ λέει ἡ Γραφή· Ἐσὺ ὁ τεμπέλης ποὺ δὲν θέλεις νὰ δουλέψῃς, πήγαινε καὶ δὲς τὸ μυρμήγκι καὶ τὴ μέλισσα πῶς ἐργάζονται· «Ἴθι πρὸς τὸν μύρμηκα, ὦ ὀκνηρέ, …ἢ πορεύθητι πρὸς τὴν μέλισσαν» (Παρ. 6,6-8 κ.ἑ.).
Εἰδικὰ γιὰ τὴν εὐσπλαχνία ὑπάρχουν δύο πουλιά, ποὺ μᾶς διδάσκουν· ἀποδεικνύονται μεγάλοι ἀλτρουϊσταί. Ἐδῶ βλέπεις στὸ λεωφορεῖο, ἂν ἔρθῃ κανένας γέρος κι ἀκουμπήσῃ, ὁ τεντυμπόης τὸν ἀπωθεῖ, ἀντὶ νὰ σηκωθῇ νὰ τοῦ δώσῃ κάθισμα. Ἀλλὰ ἔλα νὰ δῇς τί κάνει ἕνα ἀποδημητικὸ πουλί, ὁ γερανός. Ἔρχεται ἀπὸ μακρινὲς χῶρες· ἔχει φτεροῦγες μεγάλες, πετάει μὲ εὐκολία, κι ὅταν δῇ τὰ μικρὰ πουλάκια κουρασμένα, χαμηλώνει, γίνεται ἀεροπλανοφόρο καὶ τὰ παίρνει ἐπάνω του. Ἔρχεται ἐδῶ περνώντας βουνὰ – λαγκάδια καὶ μᾶς διδάσκει· Ἄνθρωποι, ἀγαπᾶτε τοὺς ἀδυνάτους, «ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. 6,2). Ἕνας γερανὸς κρατάει ἑκατὸ πουλάκια, κ᾽ ἐσὺ ὁ πλούσιος κράτησε στὶς φτεροῦγες σου τὰ φτωχαδάκια!
Θέλετε κι ἄλλο δίδαγμα; Πηγαίνετε στὴ φωλιὰ ἑνὸς ἄλλου πουλιοῦ, τοῦ πελαργοῦ. Εἶνε φιλόστοργο. Ὅσο ὁ πελαργὸς εἶνε νέος, φροντίζει τὰ παιδιά του. Ὅταν ὅμως γεράσῃ μαδᾶνε τὰ φτερά του καὶ τὸ χειμῶνα κρυώνει. Ποιός τὸν σκεπάζει τότε; Τὰ παιδιά του, οἱ ἄλλοι πελαργοί· ἔρχονται κοντά του καὶ μὲ τὰ φτερά τους τὸν σκεπάζουν σὰν νὰ τοῦ λένε· Γέροντα, τὰ δικά μας φτερὰ δικά σου εἶνε!… Θὰ μποροῦσα ν᾽ ἀναφέρω κι ἄλλα παραδείγματα, ἀλλὰ δὲν θέλω νὰ μακρύνω τὸν λόγο.
⃝ Βάλε τ᾽ αὐτί σου στὴν καρδιά, στρέψε το καὶ στὰ ζῷα καὶ θ᾽ ἀκούσῃς τὸ μήνυμα τῆς ἀγάπης· γίνεσθε σπλαχνικοί. Τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 13,34. Α΄ Ἰω. 3,11 κ.ἀ.) ὅμως ἀκούγεται καὶ ἀπὸ τὴν ἄψυχη φύσι. Ναί, ἀγαπητοί μου. Πῶς;
Πόσο διδακτικὸ εἶνε, ὅτι τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ὁ οὐρανὸς σκοτείνιασε, ὁ ἥλιος ἔκρυψε τὶς ἀκτῖνες του· «ἦν δὲ ὡσεὶ ὥρα ἕκτη καὶ σκότος ἐγένετο ἐφ᾽ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» (Λουκ. 23,44)· κι αὐτὰ τὰ βράχια τοῦ Γολγοθᾶ σείστηκαν (βλ. Ματθ. 27,51)!
Ἀλλ᾽ ἂς ἔλθω καὶ σὲ ἄλλα, διαχρονικὰ δείγματα. Διδασκαλεῖο ἀγάπης εἶνε ὁλόκληρη ἡ φύσις. Γιά δὲς τὸν ἥλιο. Μεγάλος εὐεργέτης. Δὲν κρατάει τὸ φῶς γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἐξαπολύει κάθε μέρα ἀμέτρητη ἐνέργεια, θερμότητα, δισεκατομμύρια κιλοβὰτ φωτός. Ἐδῶ ἡ Δ.Ε.Η., μικρὴ πηγὴ ἐνεργείας μηδαμινὴ μπροστὰ στὸν ἥλιο, καὶ κάθε μῆνα γιὰ τὸ λίγο ῥεῦμα ποὺ σοῦ δίνει σὲ ὑποχρεώνει νὰ πληρώνῃς ἀκριβά. Φαντάσου νὰ πλήρωνες τὸν ἥλιο, νὰ σοῦ εἶχε κι ὁ Θεὸς καρτέλα καὶ νὰ λέῃ· Σὲ φώτισα, σὲ θέρμανα, πλήρωσε! Τί θὰ γινόταν; θά ᾽πρεπε νὰ δώσουμε ὅ,τι ἔχουμε καὶ δὲν ἔχουμε. Ὁ Κύριος ὅμως προσφέρει σὲ ὅλους δωρεάν· «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. 5,45) καὶ φωνάζει· ὅπως ἐγὼ εὐεργετῶ, κάνω ἐλεημοσύνη, ἔτσι κι ὁ καθένας σας νὰ γίνεσθε ἕνας μικρὸς ἥλιος ἀγάπης καὶ εὐεργεσίας.
Ὁ ἥλιος δωρεὰν δίνει τὶς ἀκτῖνες του κ᾽ οἱ ποταμοὶ σκορπίζουν τὰ ῥεύματά τους. Ἀναλογιστῆτε καὶ τὴ γῆ. Τί διδασκαλία μᾶς κάνει! Ἕνα κουκκὶ τῆς δίνεις, καὶ δὲν τὸ κρατάει γιὰ τὸν ἑαυτό της – ὅπως κάνει ὁ σφιχτοχέρης ὁ τσιγγούνης, ποὺ δὲν τοῦ παίρνει φράγκο κανείς, οὔτε μάνα οὔτε πατέρας οὔτε παιδιὰ οὔτε πατρίδα· τὸ χέρι του θ᾽ ἀνοίξῃ μόνο ἂν ὁ ἀρχάγγελος τοῦ δώσῃ γροθιὰ καὶ σκορπιστοῦν τὰ χρήματα. Ἡ γῆ ὅμως σπλαχνική· τὴ σπέρνεις καὶ σοῦ ἀποδίδει γιὰ τὸ ἕνα 30, 60, 100. Τὰ δέντρα λυγίζουν ἀπὸ τοὺς καρπούς, καὶ τοὺς δίνουν δωρεάν. Τὰ πάντα δωρεάν.
Τέντωσε, ἄσπλαχνε, τ᾽ αὐτί σου καὶ θ᾽ ἀκούσῃς ἀπ᾽ ὅλη τὴ φύσι τὸ κήρυγμα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μας.
⃝ Δὲν ἀρκοῦν αὐτά; Μήπως εἶστε κουφοὶ καὶ δὲν ἀκοῦτε; Θέλετε νὰ τὰ πῶ πιὸ ζωηρά; Ἀκοῦστε λοιπὸν τώρα, μὲ σάλπιγγες ἀγγέλων, πατριαρχῶν, προφητῶν, εὐαγγελιστῶν καὶ ἀποστόλων, μιὰ ἄλλη φωνή· εἶνε ἡ φωνὴ τῆς Βίβλου. Φωνάζει ἡ ἁγία Γραφὴ – θὰ χρειαζόταν εἰδικὸ κήρυγμα γιὰ νὰ ποῦμε τί διδάσκει περὶ ἐλεημοσύνης. Ἀνοίγω τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ δὲν ὑπάρχει σελίδα της ποὺ νὰ μὴν ἀκούγεται τὸ κήρυγμα τῆς ἀγάπης καὶ εὐσπλαχνίας.
Στὸ Δευτερονόμιο π.χ. λέει· Μὴ μείνῃ τὴ νύχτα ἄνθρωπος νηστικὸς καὶ πεινασμένος, μὴν κοιμηθῇ γυμνός. Ἂν μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν σου ὑπάρχῃ φτωχός, πρόσεξε καλὰ μὴν κλείσῃς τὴν καρδιά σου καὶ μὴ σφίξῃς τὸ χέρι σου· ἄνοιξέ το καὶ βοήθησέ τον (βλ. Δευτ. 15,7-8).
Τί λέει τὸ Ψαλτήρι γιὰ τὸν ἐλεήμονα· «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα» (Ψαλμ. 111,9 = Β΄ Κορ. 9,9).
Διαβάστε καὶ τὸν Ἰώβ. Ἄνοιγε τὶς πόρτες, σκόρπιζε τ᾽ ἀγαθά του. Ὑπῆρξα, λέει, στήριγμα τῶν ἀβοηθήτων, προστάτης φτωχῶν ἀδικουμένων, ὀρφανῶν καὶ χηρῶν, μάτι τυφλῶν, πόδι χωλῶν, «πατέρας ἀδυνάτων» (Ἰὼβ 29,12-15).
Στὶς Παροιμίες ὁ Σολομῶν ὁ υἱὸς τοῦ Δαυῒδ θαυμάζει τὸν ἐλεήμονα καὶ λέει· «Μέγα ἄνθρωπος καὶ τίμιον ἀνὴρ ἐλεήμων» (Παρ. 20,6).
Ὁ δίκαιος Τωβὶτ ἐπίσης λέει, πόση δύναμι καὶ χάρι ἔχει ἡ ἐλεημοσύνη· «ὅτι ἐλεημοσύνη ἐκ θανάτου ῥύεται», σῴζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ θάνατο (Τωβ. 4,9). Καὶ ἄλλα πολλὰ χωρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὑπάρχουν τὰ ὁποῖα διδάσκουν ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη εἶνε ὑψίστη ἀρετή.
Θέλετε τώρα νὰ δῆτε καὶ τὸ πνεῦμα τῆς Καινῆς Διαθήκης ἐπάνω στὸ ζήτημα αὐτό; Διαβάστε μία, δύο, τρεῖς, πολλὲς φορὲς τὴν ὡραιοτάτη παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου (βλ. Λουκ. 10,30-37). Ἐκεῖ θὰ δῆτε, ὅτι ἡ ἀγάπη δὲν εἶνε πιὰ ἕνα ῥυάκι· εἶνε ποταμός, ποὺ ξεχειλίζει, σπάει τὰ φράγματα τοῦ μίσους, ἁπλώνεται καὶ ποτίζει ὄχι ἕνα περιωρισμένο χῶρο, ἀλλὰ φτάνει νὰ εὐεργετῇ ἀκόμα καὶ τοὺς ἐχθρούς.
Ἂν πάντως καὶ μετὰ ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ ἐξακολουθῇς νὰ μένῃς ἀσυγκίνητος, τότε τί ἄλλο νὰ πῶ; πῶς νὰ σὲ πείσω νὰ κάνῃς τὸ καλό; Προσθέτω καὶ τοῦτο. Σοῦ φωνάζει – ὅταν τὸ σκέπτωμαι αὐτό, ἀγαπητοί μου, ἡ ψυχή μου συγκινεῖται βαθύτατα. Φωνάζει νὰ κάνουμε τὸ καλὸ – ποιός; Τὸ αἷμα! Ποιό αἷμα; τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἡρώων; Ὄχι, τὸ αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ χύθηκε σταλαγματιὰ – σταλαγματιὰ στὸ Γολγοθᾶ καὶ ἀχνίζει μέσα στὸ ἱερὸ δισκοπότηρο καὶ μᾶς καλεῖ «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης» (Ματθ. 26,27)· τὸ αἷμα αὐτό, ποὺ μπαίνει μέσα σου γιὰ νὰ σοῦ μεταγγίσῃ τὴν αἰωνιότητα, δὲν πληρώνεται μὲ ὅλο τὸ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσήμι τῆς γῆς. Τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ φωνάζει, εἶνε τὸ ὕψιστο κήρυγμα τῆς ἀγάπης. Γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν δίδαξε μόνο καὶ δὲν ἀκούμπησε μόνο τὰ χέρια του ἐπάνω στοὺς ἀρρώστους, ἀλλὰ ἄνοιξε καὶ τὶς πληγές του, στράγγισε τὸ κορμί του ἀπὸ τὸ αἷμα του. Ἄνθρωπε ἄσπλαχνε, ἐκεῖνος ἄνοιξε τὶς φλέβες του καὶ ἔδωσε τὸ αἷμα του, κ᾽ ἐσὺ δὲν ἀνοίγεις τὸ πορτοφόλι σου νὰ δώσῃς μερικὰ κέρματα γιὰ τὸν ἄλλο;
Δὲν τ᾽ ἀκοῦς λοιπὸν ὅλα αὐτά; Τότε θὰ σᾶς πῶ κάτι τελευταῖο, καὶ μὴν τὸ περάσετε παραμύθι – μακάρι νὰ ἦταν παραμύθι, γιατὶ κ᾽ ἐγὼ εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ φοβᾶμαι αὐτὰ ποὺ λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Τώρα σᾶς τὸ παρουσιάζω νοερῶς, ἀλλὰ ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ θὰ συμβῇ πραγματικά. Ἀκούγονται φωνὲς ἀπὸ τὸν οὐρανό· Πιάστε τους, συλλάβετέ τους! Ὅπως ὁ εἰσαγγελεὺς ἐκδίδει ἔνταλμα συλλήψεως καὶ τὰ ὄργανα τῆς τάξεως προσάγουν τοὺς ἐνόχους ἐνώπιον τῆς δικαιοσύνης, ἔτσι ἀκούγεται τὸ κατηγορῶ καὶ οἱ ἄγγελοι τρέχουν καὶ ἁρπάζουν. Ποῦ θὰ πᾷς, ἁμαρτωλέ; Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ θ᾽ ἁρπάξῃ τοὺς ψευδομάρτυρες, τοὺς πόρνους καὶ μοιχοὺς καὶ φονεῖς καὶ εἰδωλολάτρες καὶ «πάντας τοὺς φιλοῦντας καὶ ποιοῦντας ψεῦδος» (Ἀπ. 22,15). Βλέπω καὶ μαζεύονται ὅλοι στὸ δικαστήριο, καὶ τρέμουν σὰν τὰ φύλλα ὅταν φυσάει ἄνεμος. Ἔτυχε ποτὲ νά ᾽στε κατηγορούμενοι; καθήσατε στὸ ἑδώλιο; Ἐγὼ δὲν τὸ φοβοῦμαι τὸ δικαστήριο. Ὅσες φορὲς μὲ καθήσουν ὑπόδικο οἱ δεσποτάδες καὶ ἄλλοι, κάθομαι ἐκεῖ, ἀκούω τὸ κατηγορητήριο, καὶ μᾶλλον λαμβάνω μιὰ ἰδέα τοῦ φοβεροῦ δικαστηρίου, ὅπου μιὰ μέρα θὰ παρουσιαστοῦμε ὅλοι. Πῶς τρέμει ὁ κατηγορούμενος καὶ πῶς τεντώνει τ᾽ αὐτάκι του ν᾽ ἀκούσῃ τί θὰ πῇ ἡ ἀπόφασις! Καὶ ἀκούγεται τὸ σκεπτικό. Ἔτσι γίνεται στὸ δικαστήριο. Ὁ πρόεδρος ἀνακοινώνει κι ὅλοι ὄρθιοι ἀκοῦνε σὲ νεκρικὴ σιγή. Τότε, λοιπόν, θ᾽ ἀκουστῇ μιὰ ἀπόφασι, γιὰ τὴν ὁποία δὲν θὰ ὑπάρχῃ οὔτε ἔφεσι οὔτε Ἄρειος Πάγος οὔτε ἄλλα ἔνδικα μέσα· θὰ εἶνε τελεσίδικη ἀπόφασι! Τὸ σκεπτικὸ λέει· «Πορεύεσθε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ». Διότι πείνασα καὶ δὲν μοῦ δώσατε νὰ φάω, δίψασα καὶ δὲν μὲ ποτίσατε, ἤμουν ξένος καὶ δὲν μὲ μαζέψατε, ἤμουν γυμνὸς καὶ δὲν μὲ σκεπάσατε, ἤμουν ἀσθενὴς καὶ φυλακισμένος καὶ δὲν μ᾽ ἐπισκεφθήκατε (Ματθ. 25,41-43). Ἀκοῦτε λοιπόν, ὅτι στὸ σκεπτικὸ αὐτὸ μνημονεύεται κυρίως ἡ ἀσπλαχνία, ὅτι «τὸν ἄσπλαχνο μὲ τοὺς ἀθέους» θὰ καταδικάσῃ ὁ Χριστός.
* * *
Προσπάθησα, ἀγαπητοί μου, νὰ σᾶς δείξω τὸ μεγαλεῖο τῆς ἐμπράκτου ἀγάπης καὶ τῆς γνησίας ἐλεημοσύνης (διότι ὑπάρχει ἐλεημοσύνη ἀγγελικὴ ἀλλὰ καὶ ἐλεημοσύνη διαβολική – δὲν εἶνε τοῦ παρόντος νὰ ποῦμε γι᾽ αὐτήν). Ποιά εἶνε ἡ γνήσια ἐλεημοσύνη; καὶ ἀπὸ ποῦ διακρίνεται ὁ ἀληθῶς ἐλεήμων; Ἀπὸ τρία σημεῖα· ἀπὸ τὸ χέρι, ἀπὸ τὸ πρόσωπο, ἀπὸ τὸ μάτι.
Ἀπὸ τὸ χέρι. Τὸ χέρι νὰ μὴν τρέμῃ. Οἱ πολλοὶ ὅταν πρόκειται νὰ πάρουν, τότε γίνονται ἑκατόγχειρες, ὄχι ἕνα χέρι ἀλλὰ ἑκατὸ χέρια ἀποκτοῦν· ἀλλ᾽ ὅταν πρόκειται νὰ δώσουν, τρέμουν λὲς καὶ παθαίνουν παράλυσι τῶν χειρῶν. Τὸ χέρι λοιπὸν τοῦ ἐλεήμονος νὰ εἶνε ὅπως τοῦ γεωργοῦ ποὺ παίρνει τὸ σπόρο ἀπ᾽ τὸ δισάκκι καὶ τὸν σκορπάει ἀφειδῶς (βλ. Β΄ Κορ. 9,6), γιατὶ ξέρει, ὅτι ἀπὸ τὸ ἕνα θὰ βγοῦν πολλά. Σὲ πάρτυ ποὺ ἔγινε στὴν Ἀθήνα ἔμαθα ὅτι ἔγιναν …καλλιστεῖα χειρῶν, ποιά κυρία ἢ δεσποινὶς ἔχει τὰ καλύτερα χέρια! – ἀηδία. Ἀλλὰ μιὰ κυρία εἶπε· Τὸ χέρι δὲν εἶνε ὡραῖο ὅταν ἔχῃ αὐτὰ κι αὐτὰ τὰ προσόντα (δέρμα, κοσμήματα) ἀλλ᾽ ὅταν κάνῃ τὸ καλό. Ὡραῖα χέρια εἶνε· τὸ χέρι τῆς μάνας ποὺ περιποιεῖται τὸ βρέφος κι ἀπὸ μιὰ μύξα μᾶς κάνει ἀνθρώπους, τὸ χέρι ποὺ ὁδηγεῖ τὸν τυφλὸ στὸ δρόμο μὴ σκοντάψῃ, τὸ χέρι τῆς νοσοκόμου ποὺ λερώνεται μὲ ἀκαθαρσίες τοῦ ἀρρώστου…· αὐτὰ εἶνε χέρια ἀγγελικά.
Ὁ ἐλεήμων διακρίνεται ἀκόμη ἀπὸ τὸ πρόσωπο. Λέει ἡ Γραφή· «καρδίας εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει, ἐν δὲ λύπαις οὔσης σκυθρωπάζει» (Παρ. 15,13). Ὅταν δίνεις ἐλεημοσύνη, νὰ μὴν εἶσαι σκυθρωπός. Ἕνας πάμπλουτος ἐφοπλιστής, ὅταν πῆγε στὴ Χίο περνοῦσε ἀπὸ τὰ καφφενεῖα καὶ πετοῦσε στοὺς φτωχοὺς λίρες, ὅπως πετάει κανεὶς ἕνα κόκκαλο σὲ πεινασμένο σκύλο. Ἀλλὰ μέσ᾽ στοὺς πολλοὺς ἦταν κ᾽ ἕνας, ποὺ πῆρε τὴ λίρα, τοῦ τὴν πέταξε πάλι στὰ μοῦτρα καὶ τοῦ εἶπε ἕνα καυστικὸ δίστιχο –δὲν σᾶς τὸ λέω γιὰ νὰ μὴν ἀρχίσετε νὰ γελᾶτε– ποὺ τὸ νόημά του εἶνε· Κ᾽ ἐσὺ μὲ τὶς λίρες σου κ᾽ ἐγὼ μὲ τὴ φτώχεια μου στὸ ἴδιο χῶμα θὰ μποῦμε! Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος συμβουλεύει, ὅταν ἐλεῇς, νὰ ἔχῃς χαρά· «ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός» (Β΄ Κορ. 9,7).
Τέλος ὁ ἐλεήμων διακρίνεται καὶ ἀπὸ τὸ μάτι. Ὅταν κάνῃς τὴν ἐλεημοσύνη, νὰ μιμηθῇς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Τί ἔκανε ἐκεῖνος; Ὅταν στὴν ἔρημο ἐπρόκειτο νὰ πολλαπλασιάσῃ τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δυὸ ψάρια καὶ νὰ φᾶνε χιλιάδες ἄνθρωποι, «ἀναβλέψας», ἀφοῦ πρῶτα ὕψωσε τὰ μάτια του στὸν οὐρανό, τότε εὐλόγησε (Ματθ. 14,19). Τί σημαίνει αὐτό; Πρὸ τῆς ἐλεημοσύνης ὕψωσε κ᾽ ἐσὺ τὸ βλέμμα σου στὸν οὐρανὸ καὶ πὲς ταπεινά· Χριστέ, σ᾽ εὐχαριστῶ, ποὺ μ᾽ ἀξιώνεις τὴν ὥρα αὐτὴ νὰ δείξω λίγη ἀγάπη στὸ συνάνθρωπό μου.
Θὰ μοῦ πῇ κάποιος· Αὐτὰ μὴν τὰ λὲς σ᾽ ἐμᾶς, νὰ τὰ πῇς στοὺς πλουσίους.
Ἀπάντησις πρώτη. Τὰ λέω στοὺς πλουσίους. Μιὰ μέρα κάποια φιλάνθρωπος κυρία μοῦ εἶπε· –Θὰ μαζέψω τοὺς ἐφοπλιστὰς καὶ θέλω νὰ τοὺς κάνῃς ἕνα κήρυγμα, νὰ τοὺς πάρουμε μὲ τὸ καλό. –Ἐγώ, λέω, κυρά μου, δὲν σκορπάω ζαχαρωτά· θὰ τοὺς μιλήσω μὲ τὴ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐν πάσῃ περιπτώσει μαζευτήκανε ἐκεῖ καμμιὰ ἑκατοστή, ὅλοι πλούσιοι. Ἄνοιξα τὴν ἁγία Γραφή, διαβάζω ἕνα, δύο, τρία χωρία ποὺ εἶνε θερμοκαυτήρας· φτάνω καὶ στὸν Ἰάκωβο, ποὺ λέει «Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὀλολύζοντες», γιὰ τὶς ταλαιπωρίες ποὺ ἔρχονται στὰ σπίτια σας (Ἰάκ. 5,1). Προτιμότερο νὰ σᾶς δαγκώσῃ σκύλος παρὰ ἡ λύσσα τῆς φιλαργυρίας… Ὁ ἕνας σκουντοῦσε τὸν ἄλλο· –Τί λέει αὐτὸς ἀπόψε; –Ἐλᾶτε, λέω, τὴν ἄλλη φορὰ νὰ σᾶς δώσω τὸ φάρμακο. Πάω ὅμως τὴν ἄλλη φορά· ἦταν μόνο δυὸ – τρεῖς καὶ εἶπαν· Πάτερ μου, αὐτὴ εἶνε ἡ ἀλήθεια, ἀλλὰ τώρα ἐκεῖ ποὺ φτάσαμε ποιό χέρι θὰ μᾶς βγάλῃ ἀπὸ τὴν ἄβυσσο;… Τὸ εἶπε ὁ Χριστός μας· Πιὸ εὔκολο εἶνε νὰ περάσῃ μιὰ καμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα τῆς βελόνας παρὰ ἕνας πλούσιος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. 19,24. Λουκ. 18,25). Ἂν ὑπῆρχε Ἐκκλησία ζωντανή, ἀλλιῶς θὰ μιλοῦσε στοὺς πλουσίους. Κάπου στὸ Κολωνάκι τῶν Ἀθηνῶν γινόταν δεξίωσι μὲ μεγάλη πολυτέλεια· ἐκείνη ποὺ ὑποδεχόταν ὅλους, ἡ «βασίλισσα τῆς νυκτός», εἶχε κρεμασμένο στὸ λαιμό της περιδέραιο ἀξίας εἴκοσι ἑκατομμυρίων φράγκων… Ἐσεῖς τρῶτε σὲ χρυσᾶ πιάτα, κι ὁ φτωχὸς δὲν ἔχει μαντήλι· ἐσὺ ἔχεις στὸ λαιμό σου κολλιὲ εἴκοσι ἑκατομμυρίων –γιὰ νὰ μὴν πῶ φράσι τῆς Γραφῆς ποὺ θὰ φέρῃ γέλωτα (βλ. Παρ. 11,22)–, κι οὔτε σκέπτεσαι πόσα καλὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν μ᾽ αὐτά. Κ᾽ ἔπειτα μοῦ λές, ὅτι δὲν θὰ σφίξουν κάποιοι τὶς γροθιές τους, δὲν θὰ γίνῃ ἐπανάστασι, κι ὅτι δὲν ὑπάρχει κόλασι· μὰ γιὰ κάτι τέτοια, κι ἂν δὲν ὑπῆρχε κόλασι, ἔπρεπε νὰ δημιουργηθῇ.
Ἀπάντησις δευτέρα. Τὰ λέω ὅμως καὶ σ᾽ ἐσᾶς, διότι ἡ ἐλεημοσύνη εἶνε χρέος ὄχι μόνο τῶν πλουσίων ἀλλὰ κάθε Χριστιανοῦ. Εἶσαι φτωχός, ναί, ἀλλὰ δὲν εἶσαι ὁ φτωχότερος τῆς γῆς. Κάτω ἀπὸ σένα ὑπάρχουν πολλὰ νούμερα φτωχότεροι. Σᾶς ἀναφέρω δυὸ παραδείγματα.
Κάποτε ἐπικρατοῦσε πεῖνα μεγάλη. Τότε ἕνας γέρος πῆγε καὶ χτύπησε τὴν πόρτα μιᾶς καλύβας ὅπου ζοῦσε μιὰ φτωχὴ χήρα μὲ τὰ παιδιά της. –Πεθαίνω ἀπὸ τὴν πεῖνα, λέει, δῶστε μου κάτι. –Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ἔλα μέσα νὰ δῇς τὸ φτωχικό μου καὶ τὴν ἀποθήκη μου. Καὶ τοῦ ᾽δειξε ἕνα μπουκαλάκι μὲ τὸ τελευταῖο λάδι καὶ δυὸ χοῦφτες ἀλεύρι. –Αὐτὰ ἔχω, λέει· ἀλλ᾽ ἀφοῦ σ᾽ ἔστειλε ὁ Θεός, θὰ σοῦ κάνω κάτι νὰ φᾷς. Τὰ ζύμωσε, τοῦ ᾽κανε μιὰ τηγανίτα, αὐτὸς εὐλόγησε τὸ φτωχικό της, καὶ τὸ ἀποτέλεσμα· σὲ ὅλο τὸ διάστημα τῆς πείνας «ἡ ὑδρία τοῦ ἀλεύρου οὐκ ἐξέλιπε καὶ ὁ καψάκης τοῦ ἐλαίου οὐκ ἠλαττονήθη» (Γ΄ Βασ. 17,16)! Ποιός ἦταν ὁ γέρος αὐτός; Ὁ προφήτης Ἠλίας. Ἔγινε ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριός μας· «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11).
Λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔδειξε στοὺς μαθητάς του μιὰ ἄλλη χήρα. Πήγαιναν οἱ πλούσιοι καὶ ἔρριχναν στὸ γαζοφυλάκιο, τὸ κουτὶ μὲ τὶς εἰσφορὲς γιὰ τὸ ναό, μεγάλα ποσά. Ἦρθε κι αὐτή, ἄνοιξε τὸ μαντηλάκι της κ᾽ ἔρριξε ἕνα δίλεπτο, τὸ μόνο ποὺ εἶχε. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε, ὅτι αὐτὴ ἡ χήρα ἔδωσε περισσότερο ἀπ᾽ ὅλους (βλ. Μᾶρκ. 12, 41-44. Λουκ. 21,1-4).
Ἀδελφοί μου, εὐλογημένα φτωχαδάκια! ἐγὼ σήμερα δὲν ἔχω σκοπὸ νὰ σᾶς ἐλέγξω, θέλω νὰ σᾶς ἐπαινέσω καὶ νὰ ἐκφράσω τὶς εὐχαριστίες μου, γιατὶ τὸ μικρὸ αὐτὸ ποίμνιο σπεύδει πρόθυμο στὰ κηρύγματα τοῦ ἱεροκήρυκος καὶ βοηθεῖ. Μεταξύ μας δὲν ὑπάρχουν πλούσιοι· τὸ θεωρῶ καύχημα ἐν Κυρίῳ, ὅτι γύρω ἀπὸ τὸν ἄμβωνα αὐτὸν εἶνε ὁ ἄσημος λαός.
Θυμᾶμαι ὅτι πρὶν ἀπὸ χρόνια σᾶς προέτρεψα νὰ δώσετε. Σᾶς εἶπα, ὄχι μόνο νὰ κατεβαίνουμε στοὺς δρόμους καὶ νὰ πολεμοῦμε τὰ καλλιστεῖα καὶ τοὺς καρναβάλους, ἀλλ᾽ ὅτι ἔχουμε καθῆκον νὰ πολεμήσουμε καὶ τὴν ἀνθρώπινη δυστυχία. Ἕνας ἐμπαίκτης εἶπε τότε· Ἄκου τον τὸν ἱεροκήρυκα! τοὺς λέει νὰ χτίσουν αἴθουσα, οἰκοτροφεῖο φοιτητῶν, οἰκοτροφεῖο φοιτητριῶν, πλεκτήριο…. Αὐτὸς πετάει στὰ σύννεφα, δὲν γίνεται τίποτα ἀπ᾽ αὐτά, χρειάζονται λεφτὰ μὲ οὐρά… Πικράθηκα τότε, ἀλλὰ εἶπα· Χριστέ, ἐσὺ κάνε τὸ θαῦμα σου στὸν αἰῶνα αὐτόν, δεῖξε ὅτι οἱ πιστοὶ εἶνε οἱ «μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες» (Β΄ Κορ. 6, 10). καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Γι᾽ αὐτὸ νὰ κλείνουμε γόνυ, νὰ ποῦμε ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ στὸ Θεό· αὐτὸ ποὺ ἔγινε ἀναδεικύει τὸ μεγάλο θαῦμα τῆς Πεντηκοστῆς. «Τίς Θεὸς μέγας, ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεός, ὁ ποιῶν θαυμάσια (μόνος)» (Ψαλμ. 76,14-15· μέγ. προκ.). Δόξα σοι, Χριστὲ παμβασιλεῦ.
Δὲν ξέρω τί θὰ γίνῃ στὸ μέλλον. Ἀλλὰ κι ἂν ἔρθουν μέρες σκληρὲς καὶ μᾶς κυβερνήσουν ἄθεοι –γιατὶ προβλέπω ὅτι θὰ μᾶς κυβερνήσουν–, κι ἂν ἀκόμα μιὰ νέα γενεὰ ἀπίστων ἔρθῃ, γενεὰ ποὺ δὲν θὰ πιστεύῃ πλέον τίποτα, κι ἂν ἀκόμα στὸ βῆμα αὐτὸ ἀνεβοῦν ἄθεοι καὶ μασόνοι, ἕνα πρᾶγμα νὰ ξέρετε· ὅ,τι καὶ νὰ ποῦν, ὅ,τι καὶ νὰ κάνουν, ἀκόμα καὶ οἱ πέτρες θὰ φωνάξουν, ὅτι ὑπῆρξε κάποτε ἐποχὴ ποὺ ἕνας φτωχὸς λαὸς ἄκουγε τὸν ἱεροκήρυκα, ἦταν ἀφωσιωμένος καὶ ἀπεδείκνυε ὅτι μὲ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ γίνονται θαύματα.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδοῦ Ζωοδ. Πηγῆς 44 Ἀθηνῶν τὴν 29-5-1966. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 25-5-2021.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.