Δεν ειμαστε μονοι στον κοσμο. Και ειπεν Ελισαιε· Μη φοβου, οτι πλειους οι μεθ᾽ ημων υπερ τους μετ᾽ αυτων» (Δ΄ Βασ. 6,16). Ο ανθρωπος που πιστευει στο Θεο & αγωνιζεται για μια ιερη υποθεσι, οπως ειναι η υπερασπισι της ελευθεριας της πατριδας του, αυτος σε οποιαδηποτε δυσκολη θεσι κι αν βρεθη & οσοδηποτε πληθος εχθρων κι αν προκειται ν᾽ αντιμετωπιση, δεν πρεπει να απελπιζεται, γιατι δεν ειναι μονος & εγκαταλελειμμενος.
Δεν εiμαστε μoνοι
«Καὶ εἶπεν Ἐλισαιέ· Μὴ φοβοῦ, ὅτι πλείους οἱ μεθ᾽ ἡμῶν ὑπὲρ τοὺς μετ᾽ αὐτῶν» (Δ΄ Βασ. 6,16)
Αν ὑπάρχῃ, ἀγαπητοί μου, ἕνα βιβλίο ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς δώσῃ φωτεινὴ – ἱκανοποιητικὴ ἀπάντησι στὰ μεγάλα ἐρωτήματα τῆς ζωῆς μας, νὰ σφουγγίσῃ τὰ δάκρυά μας, νὰ γαληνέψῃ τὴν ψυχή μας, νὰ διώξῃ τοὺς μύριους φόβους τῆς ἀνησυχίας μας, καὶ νὰ ῥίξῃ φωτοβολίδες στὰ βαθύτερα σκοτάδια μας, αὐτὸ εἶνε ἡ ἁγία Γραφή. Εὐτυχισμένοι ὅσοι μελετοῦν τὸ οὐράνιο αὐτὸ βιβλίο, ὅσοι παρ᾽ ὅλες τὶς ἀσχολίες τους διαθέτουν κάθε μέρα ἕνα τέταρτο τῆς ὥρας γιὰ ν᾽ ἀνοίγουν τὴν πηγὴ αὐτή, νὰ πίνουν καὶ νὰ δροσίζωνται ἀπὸ τὰ καθαρὰ καὶ κρυστάλλινα νερὰ τοῦ ἀστείρευτου τούτου ποταμοῦ τῆς Ἀληθείας. Καὶ ἕνας ἀκόμη στίχος τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὅταν κανεὶς τὸν μελετήσῃ μὲ βαθειὰ πίστι, φτάνει γιὰ ν᾽ ἀνάψῃ μέσα του ἕνα ἥλιο ποὺ θὰ τὸν φωτίζῃ καὶ θὰ τὸν θερμαίνῃ σ᾽ ὁλόκληρη τὴ ζωή του. Γι᾽ αὐτὸ ἡ ἁγία Γραφή, καὶ ἰδιαιτέρως τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε ὁ ἀχώριστος σύντροφος, τὸ καθημερινὸ ἀνάγνωσμα τῶν Ἑλλήνων. Δὲν θά ᾽πρεπε νὰ λείπῃ ἀπὸ κανένα ἑλληνικὸ σπίτι. Αὐτὸ καὶ μόνο τὸ βιβλίο, ἂν τὸ πιστέψουμε, ἂν τὸ μελετήσουμε καὶ ἂν τὸ ἐφαρμόσουμε ὅλοι μας ἀνεξαιρέτως, θὰ σώσῃ τὴν Ἑλλάδα, θὰ τὴ μεταβάλῃ σὲ παράδεισο τοῦ Θεοῦ!
Τὴν ἁγία Γραφὴ λοιπὸν θ᾽ ἀνοίξουμε σήμερα καὶ ἀπὸ ᾽κεῖ θὰ πάρουμε ἕνα ἱστορικὸ περιστατικὸ ποὺ τόσο νομίζω ἀνταποκρίνεται καὶ στὴ σημερινὴ κατάστασι τοῦ τόπου μας. Βρίσκεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, στὸ βιβλίο Δ΄ Βασιλειῶν, στὸ κεφάλαιο στ΄ (= 6), καὶ στοὺς στίχους 9-18.
* * *
800 περίπου χρόνια πρὸ Χριστοῦ ζοῦσε στὴν Παλαιστίνη μία ἐξαιρετικὴ φυσιογνωμία, ὁ Ἐλισαῖος, μαθητὴς τοῦ προφήτη Ἠλία, προφήτης καὶ αὐτός. Ἔζησε σὲ περίοδο ἀνωμαλίας, σὲ ἐποχὴ ποὺ βάρβαρα ἔθνη ἔκαναν ἐπιδρομὴ κατὰ τῆς πατρίδας του. Μποροῦσε νὰ μείνῃ ἀδιάφορος, ν᾽ ἀφήσῃ τὸ λαό του νὰ ὑποδουλωθῇ καὶ τὸ ἔδαφος τῆς πατρίδας του νὰ καταπατηθῇ; Στὰ στήθη τοῦ προφήτου ἔπαλλε γνήσιο πατριωτικὸ συναίσθημα, καὶ γι᾽ αὐτὸ πῆρε ἐνεργὸ μέρος στὸν ἀγῶνα τοῦ ἔθνους ν᾽ ἀποκρούσῃ τοὺς ἐπιδρομεῖς. Μὲ τὶς ὁμιλίες του ἐμψύχωνε τὸ λαό· τοὺς ἔδειχνε, ὅτι παραπάνω ἀπὸ τὴν ὑλικὴ βία τῶν ἐχθρῶν εἶνε ἡ ἀόρατη δύναμι τοῦ Θεοῦ, ποὺ τιμωρεῖ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ὑπερήφανους ἐπιδρομεῖς. Μὲ προφητικὸ μάλιστα χάρισμα ποὺ εἶχε, πολλὲς φορὲς ματαίωνε τὰ κατακτητικὰ σχέδια τοῦ βασιλιᾶ τῆς Συρίας· ἅρπαζε μέσα ἀπὸ τὴ σκέψι τοῦ βασιλιᾶ αὐτοῦ κάθε στρατηγικὸ σχέδιο, εἰδοποιοῦσε ἐγκαίρως τὸ λαό του ὅτι πρόκειται νὰ δεχθοῦν εἰσβολή, καὶ ὁ λαὸς ἕτοιμος – πανέτοιμος ἀγρυπνοῦσε, ἀγωνιζόταν καὶ ἔδιωχνε μακριὰ ἀπὸ τὰ σύνορα τοὺς ἐχθρούς.
Ὁ βασιλιᾶς τῆς Συρίας πληροφορήθηκε τὴν τεραστία δύναμι μὲ τὴν ὁποία ὥπλιζε τὸ λαό του ὁ Ἐλισαῖος, καὶ ἀποφάσισε νὰ τὸν ἐξοντώσῃ. Ἔμαθε, ὅτι ὁ προφήτης μένει στὴν πόλι Δωθαΐμ. Ἔστειλε λοιπὸν τὰ στρατεύματά του καὶ τὴν πολιόρκησαν τὴ νύχτα.
Ἡ φρουρὰ ποὺ φύλαγε τὴν ἐπαρχιακὴ αὐτὴ πόλι ἦταν πολὺ μικρή. Ὅταν τὸ πρωὶ ὁ ὑπηρέτης τοῦ Ἐλισαίου ξύπνησε καὶ εἶδε τὴν πόλι νὰ πολιορκῆται τόσο ἀπειλητικά, τρέχει φοβισμένος καὶ εἰδοποιεῖ τὸν προφήτη·
–Ἡ κατάστασί μας εἶνε δύσκολη. Ἦρθαν οἱ ἐχθροί, εἴμαστε κυκλωμένοι ἀπὸ παντοῦ, τὰ ἐχθρικὰ στρατεύματα ἔχουν πιάσει τὰ γύρω ὑψώματα, τὰ ἄλογα καὶ οἱ πολεμικὲς ἅμαξες εἶνε ἀμέτρητες, κ᾽ ἐμεῖς ἐλάχιστοι. Τί θὰ κάνουμε, κύριέ μου; πῶς θὰ μπορέσουμε ν᾽ ἀντισταθοῦμε ἀπέναντί τους;
Στὴν ἀγωνία τοῦ ὑπηρέτη του ὁ Ἐλισαῖος ἀπαντᾷ·
–Μὴ φοβᾶσαι· γιατὶ αὐτοὶ ποὺ εἶνε μαζί μας εἶνε περισσότεροι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶνε μαζί τους.
Περισσότεροι; Μὰ πῶς περισσότεροι; Ὁ ὑπηρέτης δὲν μπορεῖ νὰ τὸ καταλάβῃ. Μετράει καὶ βλέπει μία τρομακτικὴ δυσαναλογία δυνάμεων. Ὅσοι ἦταν μὲ τὸν Ἐλισαῖο ἦταν ἐλάχιστοι· οἱ ἐχθροί, σὰν ἀκρίδες ἀναρίθμητοι, εἶχαν πλημμυρίσει τὰ μέρη γύρω ἀπὸ τὴν πόλι καὶ εἶχαν δημιουργήσει γιὰ τὸν Ἐλισαῖο καὶ τὴ μικρὴ φρουρὰ κλοιό, ἀπ᾽ τὸν ὁποῖο δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ διαφύγουν. Καὶ ὅμως ὁ προφήτης ἐπιμένει, καὶ γιὰ νὰ πείσῃ τὸν ὑπηρέτη του προσεύχεται·
–Κύριε, ἄνοιξε παρακαλῶ τὰ μάτια τοῦ μαθητοῦ μου καὶ ἂς δῇ.
Τὰ μάτια του; Μὰ ὁ ὑπηρέτης δὲν ἦταν τυφλός· ἔβλεπε καθαρά.
Ναί, ἔβλεπε. Ἀλλ᾽ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ μάτια μὲ τὰ ὁποῖα βλέπουμε τὰ ὑλικὰ ἀντικείμενα, ὑπάρχουν καὶ ἄλλα μάτια, ἐσωτερικά, μάτια τῆς ψυχῆς. Τέτοια μάτια ἔχουν λίγοι καὶ ἐκλεκτοί, καὶ μ᾽ αὐτὰ βλέπουν, πέρα ἀπὸ τὰ ὁρατά, τὰ ὑπερκόσμια καὶ τὰ οὐράνια πράγματα, βλέπουν τὰ ἀόρατα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ δοῦν οἱ ὑλισταὶ καὶ ἄθεοι. Τέτοια μάτια ζητάει ὁ Ἐλισαῖος νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς στὸν ὑπηρέτη του.
Καὶ ὁ Θεὸς ἀκούει τὴν προσευχὴ τοῦ προφήτου του καὶ ὁ ὑπηρέτης βλέπει. Βλέπει τώρα ὅ,τι προηγουμένως δὲν μποροῦσε νὰ δῇ. Βλέπει, ὅτι γύρω ἀπὸ τὸν Ἐλισαῖο βρίσκεται στρατὸς πολύς, ἄλογα καὶ ἁμάξια πύρινα, ἕτοιμα νὰ ὑπερασπιστοῦν τὴν πόλι. Ἦταν τάγματα καὶ ταξιαρχίες οὐρανίων δυνάμεων ποὺ τύφλωσαν τοὺς ἐχθροὺς τῆς Δωθαΐμ.
Νά γιατί ὁ Ἐλισαῖος ἔλεγε, ὅτι Αὐτοὶ ποὺ εἶνε μαζί μας εἶνε περισσότεροι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶνε μὲ τοὺς ἐχθρούς μας.
* * *
Τί μᾶς διδάσκει, ἀδελφοί μου, τὸ παράδειγμα αὐτὸ τῆς ἁγίας Γραφῆς; Ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει στὸ Θεὸ καὶ ἀγωνίζεται γιὰ μία ἱερὴ ὑπόθεσι, ὅπως εἶνε ἡ ὑπεράσπισι τῆς ἐλευθερίας τῆς πατρίδας του, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος σὲ ὁποιαδήποτε δύσκολη θέσι κι ἂν βρεθῇ καὶ ὁσοδήποτε πλῆθος ἐχθρῶν κι ἂν πρόκειται ν᾽ ἀντιμετωπίσῃ, δὲν πρέπει νὰ ἀπελπίζεται, γιατὶ δὲν εἶνε μόνος καὶ ἐγκαταλελειμμένος.
Μεγάλος σύμμαχός του εἶνε ὁ Θεός. Ἂς μὴ τὸν βλέπουν οἱ ἄθεοι. Ἂς τὸν βρίζουν, ἂς τὸν περιφρονοῦν, ἂς ζητοῦν νὰ ἐξαλείψουν τὸ ἅγιο ὄνομά του. Ὁ Θεὸς ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀγαπάει τὸν δίκαιο. Μισεῖ τὴ βία καὶ τὴν τυραννία. Καὶ σὲ μιὰ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄδικος καὶ ἐγκληματίας φαίνεται ἕτοιμος νὰ θριαμβεύσῃ, ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ῥίχνει τοὺς κεραυνούς της, τιμωρεῖ τοὺς τυράννους καὶ ἐλευθερώνει τοὺς δικαίους ἀπὸ κάθε κακό, γιὰ νὰ μπορῇ κάθε πιστὸς νὰ τοῦ λέῃ μὲ εὐγνωμοσύνη· «Οὐ φοβηθήσομαι ἀπὸ μυριάδων λαοῦ τῶν κύκλῳ συνεπιτιθεμένων μοι. Ἀνάστα, Κύριε, σῶσόν με, ὁ Θεός μου, ὅτι σὺ ἐπάταξας πάντας τοὺς ἐχθραίνοντάς μοι ματαίως, ὀδόντας ἁμαρτωλῶν συνετρίψας», δηλαδή· Δὲν θὰ νιώσω φόβο ἀπὸ τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων ποὺ γύρω – γύρω μοῦ ἐπιτίθενται ὅλοι μαζί. Σήκω καὶ σῶσε με, Κύριε καὶ Θεέ μου, γιατὶ ἐσὺ χτύπησες ὅλους ὅσους μὲ ἐχθρεύονται χωρὶς λόγο, ἔσπασες τὰ δόντια ἁμαρτωλῶν (Ψαλμ. 3,7-8).
Αὐτὴ τὴν κραταιὰ προστασία τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδικουμένων βλέπουμε χειροπιαστὴ καὶ στὴν ἱστορία τοῦ μαρτυρικοῦ μας γένους. Ἦρθαν δραματικὲς στιγμὲς ποὺ βάρβαρα ἔθνη ἀπὸ βορρᾶ καὶ νότο, ἀνατολὴ καὶ δύσι, σὰν ἀγέλες ἀγρίων θηρίων ἔπεσαν κατὰ τῆς πατρίδος μας γιὰ νὰ τὴν ὑποδουλώσουν. Ἐκεῖνοι ἦταν πολλοὶ κ᾽ ἐμεῖς φαινόμασταν λίγοι, ἐκεῖνοι ἦταν δυνατοὶ κ᾽ ἐμεῖς φαινόμασταν ἀδύνατοι, ἐκεῖνοι ἦταν πανίσχυρες αὐτοκρατορίες κ᾽ ἐμεῖς φαινόμασταν σὰν ἕνα ἀπὸ τὰ ἀσθενέστερα κρατίδια. Κι ὅμως ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἐγκατέλειψε. Μᾶς προστάτευσε πολυειδῶς καὶ «πολυτρόπως» (πρβλ. Ἑβρ. 1,1), συνέτριψε τοὺς ἐχθρούς μας. Καὶ ἡ Ἑλλὰς ζῇ, καὶ θὰ ζήσῃ.
Ἕνα μόνο πρέπει νὰ προσέξουμε. Νὰ γίνουμε ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, πραγματικοὶ Χριστιανοί. νὰ ξερριζώσουμε ἀπὸ τὸν τόπο μας τὴ βλασφημία, τὴν ψευδομαρτυρία, τὴν πορνεία, τὴ μοιχεία, τὴν ἀδικία. Νὰ ἐκτελοῦμε πιστὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ εὐαγγελίου, καὶ τότε καμμία δύναμις δὲ θὰ μπορέσῃ νὰ βλάψῃ τὴν πατρίδα μας. Θὰ ἔχουμε ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ ἐξασφαλισμένη τὴ συμμαχία τοῦ Θεοῦ. Τὰ σύνορά μας θὰ γίνουν ἠλεκτροφόρο σύρμα ποὺ ὅποιος τὸ ἀγγίζει θὰ γίνεται κάρβουνο. Τάγματα καὶ ταξιαρχίες ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων θὰ φρουροῦν τὴ χώρα μας. Καὶ ὅσοι –εἴτε ἐσωτερικοὶ εἴτε ἐξωτερικοὶ ἐχθροὶ λέγονται– πολεμοῦν τὴν Ἑλλάδα, πολὺ σύντομα θ᾽ ἀντιληφθοῦν πόσο σκληρὸ εἶνε «νὰ λακτίζουν πρὸς κέντρα» (βλ. Πράξ. 26,14).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἄρθρο ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Χριστιανικὴ Σπίθα» (φ. 74/Κοζάνη 1-8-1947). Μεταγλώττισις – προσαρμογὴ 10-12-2012.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.