Μελι ἤ φαρμακι; ΦΕΥΓΕΙ Η ΧΑΡΑ ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΓΙΑΤΙ ΑΜΑΡΤΑΝΟΥΜΕ. «Θλιψις & στενοχωρια επι πασαν ψυχην ανθρωπου του κατεργαζομενου το κακον…» (Ρωμ. 2, 9)
ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Ρωμ. 2, 10-16
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Μελι ἤ φαρμακι;
«Θλῖψις καὶ στενοχωρία ἐπὶ πᾶσαν ψυχὴν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τὸ κακόν…» (Ρωμ. 2, 9)
Ἡ ἁμαρτία, ἀγαπητοί μου, ἐλέγαμε καὶ σὲ προηγούμενη ὁμιλία μας, δὲν παρουσιάζεται ὅπως εἶνε στὴν πραγματικότητα. Ἐὰν παρουσιάζεται ὅπως εἶνε, ὅλοι θὰ ἀπέφευγαν τὴν ἁμαρτία σὰν τὸν μεγαλύτερο κίνδυνο τῆς ζωῆς τους. Γιατὶ ἡ ἁμαρτία εἶνε σὰν μιὰ γυναῖκα ἄσκημη καὶ ἀκάθαρτη ποὺ προκαλεῖ τὴν ἀηδία καὶ τὴν ἀποστροφή. Ἡ ἁμαρτία εἶνε σὰν τὸ τρομερὸ ἐκεῖνο τέρας, ποὺ εἶδε ὁ Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψί του νὰ ἔχη ἕνα κορμὶ μὲ ἑπτὰ κεφάλια, ποὺ τεντώνουν τὸ λαιμό τους καὶ τὸ καθένα ζητάει νʼ ἁρπάξη καὶ νὰ φάη. Τὰ ἑφτὰ κεφάλια ἁρπάζουν τὰ θύματά τους. Καὶ μὲ ὅποιο στόμα καὶ ἄν φαγωθοῦν, στὸ ἴδιο στομάχι θὰ πᾶνε. Τὸ τέρας εἶνε ἡ ἁμαρτία. Τὰ ἑφτὰ κεφάλια εἶνε τὰ ἑφτὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα. Τὰ θύματα εἶνε οἱ ἄνθρωποι. Τὸ στομάχι εἶνε ὁ ἅδης, ἡ κόλασις, ὅπου θὰ καταλήξουν οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί. Ἐν τούτοις οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀποφεύγουν τὴν ἁμαρτία. Γιατί; Γιατὶ ἡ ἁμαρτία καμουφλάρεται καὶ παρουσιάζεται στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων διαφορετικὰ ἀπὸ ὅ,τι εἶνε. Διότι ὁ Σατανᾶς παίρνει τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ντύνει μὲ τὴν πιὸ ὄμορφη ἐνδυμασία, τὴ στολίζει μὲ ψεύτικα πετράδια, τὴ βάφει μὲ τὰ πιὸ ζωηρὰ χρώματα καὶ ἔτσι ἡ ἁμαρτία φαντάζει στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων σὰν κάτι πολὺ σπουδαῖο, ποὺ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ τʼ ἀποκτήση ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ τὸ ἀπολαύση.
* * *
Ἡ ἁμαρτία μοιάζει μʼ ἕνα περίεργο φυτὸ – λουλούδι, ποὺ φυτρώνει σὲ τροπικὲς χῶρες. Δροσερὰ ὀνομάζεται. Τὸ πρωὶ ἀνοίγει τὰ φύλλα. Καὶ στὰ φύλλα του χύνει κάποιο ὑγρὸ ποὺ κολλάει καὶ εἶνε γλυκὸ σὰν τὸ μέλι. Τὰ διάφορα μικρὰ ἔντομα πᾶνε καὶ κάθονται πάνω στὰ φύλλα καὶ τρῶνε τὸ μέλι. Τὰ δυστυχισμένα! Ἔτσι ὅπως ἀμέριμνα κάθονται, ξαφνικὰ ἡ δροσερὰ μαζεύει ὅλα τὰ φύλλα της, τὰ κάνει ἕνα κουβάρι, σκοτώνει ὅλα τὰ ἔντομα καὶ τὰ τρώει. Σὲ λίγο ἡ δροσερὰ θʼ ἀνοίξη καὶ πάλι τὰ φύλλα της καὶ θὰ μαζέψη ἄλλα ἔντομα.
Μὲ τὸ λουλούδι αὐτὸ μοιάζει καὶ ἡ ἁμαρτία. Γλυκειὰ φαίνεται στὴν ἀρχὴ ἡ ἁμαρτία. Καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ πιάνονται ἀπʼ αὐτὴν θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους εὐτυχισμένο. Τί ὄμορφη, τί γλυκειὰ εἶνε ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦμε! λένε. Τρῶνε τὸ μέλι τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλὰ δὲν θὰ περάση πολὺς καιρὸς καὶ ἡ ἁμαρτία, ποὺ τόσο ὄμορφη καὶ γλυκειὰ φαίνεται, θὰ δείξη τί εἶνε. Εἶνε ἀνησυχία καὶ ἀγωνία. Εἶνε φθορὰ καὶ καταστροφή. Εἶνε ἐξευτελισμὸς καὶ ἀτιμία. Εἶνε θάνατος πικρός. Εἶνε ἅδης καὶ κόλασις. Θέλετε νὰ δῆτε ἕνα παράδειγμα; Εἶνε οἱ νέοι τῆς ἐποχῆς μας. Εἶνε οἱ νέοι ἰδίως ποὺ ζοῦν στὶς λεγόμενες σκανδιναυϊκὲς χῶρες, ὅπως ἡ Δανία, Σουηδία, Νορβηγία. Αὐτοὶ οἱ νέοι πέταξαν σὰν κάτι ἄχρηστο τὶς χριστιανικὲς ἰδέες περὶ ἐγκρατείας καὶ σωφροσύνης. Ἡ ἁμαρτία, ἡ πιὸ ἀκάθαρτη καὶ βδελυρή, δὲν θεωρεῖται πιὰ κακό. Νέοι καὶ νέες χωρὶς νὰ ντρέπωνται, χωρὶς νὰ φοβοῦνται κανένα, κάνουν τὴν ἁμαρτία σὰν κάτι πολὺ φυσικό, σὰν νὰ πίνουν ἕνα ποτήρι νερό.
Ἡ ντόλτσε βίτα (γλυκειὰ ζωὴ) εἶνε τὸ σύνθημά τους. Οἱ νέοι αὐτοὶ κοπάδια – κοπάδια φεύγουν ἀπὸ τὴν πατρίδα τους καὶ ταξιδεύουν σὲ διάφορες χῶρες, γιὰ νʼ ἀπολαύσουν πιὸ πολὺ τὴ «γλυκειὰ ζωή». Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Γλυκειὰ στὴν ἀρχὴ ἡ ζωή, ἀλλὰ στὸ τέλος ἀποδεικνύεται μιὰ ζωὴ ποὺ κλείνει μέσα της τὴν πίκρα καὶ τὸ θάνατο. Νέοι αὐτοί, στὴν ἀκμὴ τῆς πιὸ ὡραίας ἡλικίας, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ λάμπουν ἀπὸ χαρὰ καὶ αἰσιοδοξία, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἄσωτη καὶ διεφθαρμένη ζωὴ ποὺ κάνουν, καταντοῦν σκεπτικοί, μελαγχολικοί. Δὲν βλέπουν πιὰ νὰ ἔχη κάποιο νόημα ἡ ζωή. Καὶ αὐτοκτονοῦν. Δὲν θέλουν πιὰ νὰ ζοῦν. Ἡ ἁμαρτία, στὴν ὁποία δούλεψαν καὶ ξώδεψαν ὅλες τὶς δυνάμεις τους, τοὺς πληρώνει τώρα ἀκριβά˙ τοὺς πληρώνει μὲ τὸ θάνατο.
* * *
Καὶ δὲν δοκιμάζουν μόνοι οἱ νέοι ποὺθ ἁμαρτάνουν καὶ ζοῦν μιὰ ἀκόλαστη ζωὴ πόσο πικρὴ εἶνε στὸ τέλος ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπος, ποὺ ἅμαρτάνει καὶ δὲν μετανοεῖ καὶ δὲν ζητεῖ ἔλεος καὶ συγχώρησι ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ έπιμένει στὴν ἁμαρτία, καὶ αὐτὸς θὰ δοκιμάση τὰ θλιβερὰ ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὸς π.χ. ποὺ εἶνε κλέφτης καὶ κατορθώνει μὲ τέχνη νὰ κλέβη μικροὺς καὶ μεγάλους καὶ νʼ ἀνοίγη σπίτια καὶ μαγαζιὰ καὶ νὰ ζῆ μὲ ξένα χρήματα, χωρὶς κόπο καὶ ἱδρῶτα, θὰ ἔρθη ἡ ὥρα ποὺ θὰ πληρώση τὴν ἁμαρτία του αὐτή. Κάνοντας τὴν κλοπὴ πίστευε πὼς κανένας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ἀνακαλύψη. Ἀλλὰ νά, ἡ ἀστυνομία, ἀπὸ κάποια λεπτομέρεια ἀσήμαντη, πιάνει τὴν κλωστή, βρίσκει τὴν ἄκρη, καὶ ξετυλίγοντας τὸ κουβάρι φτάνει στὸ τέλος, ἀνακαλύπτει τὸ δράστη καὶ ἕνα ὄργανο τῆς τάξεως χτυπᾶ τὴν πόρτα του. Μόλις ὁ ἔνοχος τὸ βλέπη, ἀνησυχεῖ, ταράζεται. Φίδια τὸν ζώνουν. Ἄχ, μὲ ἀνακάλυψαν! λέει. Τί θὰ γίνω; Καταραμένη νὰ εἶνε ἡ ὥρα ποὺ ἔμαθα νὰ κλέβω καὶ νὰ ζῶ μὲ τὸν ξένο ἱδρῶτα… Στὴ φυλακὴ τώρα ποὺ θὰ πάη, ἐκεῖ θὰ ἔχη καιρὸ νὰ σκεφτῆ σοβαρὰ καὶ νὰ μάθη ὅτι ἡ ἁμαρτία, ποὺ στὴν ἀρχὴ τόσα κέρδη τοῦ ἔφερνε, στὸ τέλος τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακὴ καὶ τώρα δὲν ἔχει ἕνα άλληρο γιὰ νʼ ἀγοράση ἕνα καρβέλι ψωμί.
Νὰ κιʼ ἕνας ἄλλος ἁμαρτωλός. Δὲν ἔκλεψε αὐτός, δὲν ἄνοιξε σπίτια καὶ μαγαζιά˙ ἀλλʼ ἔκαμε κάτι χειρότερο ἀπὸ κλοπὴ καὶ διάρρηξι. Μὲ σατανικὸ τρόπο, μὲ ψευτιὲς καὶ κολακεῖες, μὲ ὑποσχέσεις, κατώρθωσε νʼ ἀπατήση τὴ γυναῖκα τοῦ συχωριανοῦ του, τοῦ γείτονά του, τοῦ φίλου του, τοῦ συγγενοῦς του, νὰ τὴν παρασύρη στὴν βδελυρὴ ἁμαρτία τῆς μοιχείας καὶ νὰ σκορπίση μέσα στὸ σπίτι τὴ δυστυχία καὶ τὴ συμφορά. Τί; νομίζετε ὅτι εἶνε εὐτυχισμένος; Κάθε ἄλλο. Ἄν μπορούσατε νʼ ἀνοίξετε τὴν καρδιά του, θὰ βλέπατε ὅτι κάποιος σκορπιὸς τὸν κεντάει καὶ δὲν τὸν ἀφήνει ἥσυχο. Εἶνε ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεώς του, ποὺ ¨οσοδήποτε καὶ ἄν φαίνεται ὅτι κοιμᾶται, ξυπνᾶ καὶ φωνάζει δυνατά: Ἄτιμε, κακοῦργε, τί ἔκαμες; Κατέστρεψες τὸ σπίτι τοῦ γείτονά σου! Καὶ ἡ φωνὴ αὐτὴ δὲν τὸν ἀφήνει ἥσυχο.
* * *
Ἀλλὰ εὶνε ἀνάγκη, ἀγαπητοί μου, νὰ τρέξουμε στοὺς ἄλλους ποὺ ἁμαρτάνουν γιὰ νὰ διαπιστώσουμε τί συμβαίνει στὶς καρδιές τους, ὅταν κάνουν τὴν ἁμαρτία;
Ἡ ἀπόδειξις εἶνε πολὺ κοντά μας. Εἴμαστʼ ἐμεῖς. Μήπως ἐμεῖς δὲν ἁμαρτάνουμε; Ὅποιος πεῖ πῶς δὲν ἁμάρτησε ποτέ, λέει ψέματα. Γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος, «ὅς ζήσεται καὶ οὐχ ἁμαρτήσει». Ἕνας μόνο ὑπῆρξε χωρὶς ἁμαρτία, ὁ Χριστός. Τί συμβαίνει λοιπὸν μέσα μας ὅταν διαπράξουμε κάποια ἁμαρτία, μικρὴ ἤ μεγάλη; Ἔχετε δεῖ παιδί, ποὺ ἔκαμε κάποια ἀταξία, πῶς γυρίζει στὸ πατρικό του σπίτι; Εἶνε στενοχωρημένο καὶ ἀνήσυχο. Ὁ πατέρας καταλαβαίνει πὼς κάτι ἔκαμε τὸ παιδὶ καὶ γιʼ αὐτὸ ἡ λύπη εἶνε ζηγραφισμένη στὸ πρόσωπό του. Καὶ μόνο ἐὰν τὸ παιδὶ πεῖ τὴν ἀταξία ποὺ ἔκαμε καὶ ὁ πατέρας τὸ συγχωρ΄σεη καὶ τοῦ δείξη πάλι ἀγάπη καὶ συμπάθεια, τὸ παιδὶ ξαναβρίσκει τὴ χαρά. Ἀντιθέτως, ὅταν τὸ παιδὶ κάμη μιὰ καλὴ πρᾶξι, ὤ τότε μὲ πόση χαρὰ τρέχει στὸ σπίτι γιὰ νʼ ἀκούση ἀπὸ τὸν πατέρα του νὰ τὸ συγχαίρη καὶ νὰ τὸ ἐπαινῆ;
Παιδιὰ κιʼ ἐμεῖς τοῦ Οὐράνιου Πατέρα μας, ὅταν ἐκτελοῦμε τὸ θέλημά του τὸ ἅγιο καὶ κάνουμε τὸ καλό, ὤ τότε τί χαρά, τί εἰρήνη καὶ εὐτυχία εἶνε αὐτὴ ποὺ δοκιμάζουμε στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας! Ἀλλʼ ὅταν, ἀντιθέτως, πᾶμε ἐνάντια πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Οὐρανίου Πατέρα καὶ ζοῦμε μιὰ ζωὴ ἁμαρτωλή, τότε ἀνάπαυσι δὲν δοκιμάζει ἡ καρδιά μας. Εἴμαστε θλιμμένοι καὶ στενοχωρημένοι καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἐξηγήσουμε τὴν αἰτία τῆς λύπης μας, ποὺ δὲν εἶνε ἄλλος παρὰ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μὲ τὶς ἁμαρτίες ποὺ διαπράττουμε. Ἔφυγε ἡ χαρὰ ἀπὸ μᾶς, γιατὶ ἁμαρτήσαμε πολύ. Καὶ ἔτσι στὸν αἰῶνα μας γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ἀποδεικνύεται πόσο ἀληθινὸς εἶνε ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου ποὺ ἀκούστηκε σήμερα: «Θλῖψις καὶ στενοχωρία ἐπὶ πᾶσαν ψυχὴν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τὸ κακόν, Ἰουδαίου τε πρῶτον καὶ Ἕλληνος˙ δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῶ ἐργαζομένω τὸ ἀγαθόν, Ἰουδαίω τε πρῶτον καὶ Ἕλληνι».
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ», σελ. 76-82 (ἕκδοσις Γ΄ 2001).
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.