Αυγουστίνος Καντιώτης



Θαυμαστος προφητης ο Ηλιας ο Θεσβτης. Ηταν ψυχη ατρομητη, στομα ελευθερο που δεν κανει διακρισει. Ο προφητης Ηλιας θα ξα­ναρθη στη γη & θα ελεγξη τους βασιλιαδες, τους πλουτοκρατες, τον κοσμο ολο. Προ παν­τος θα τιμωρηση τους θρησκευτικους ηγετες

date Ιούλ 20th, 2021 | filed Filed under: εορτολογιο

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΒ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1899

Τοῦ προφήτου Ἠλιοὺ τοῦ Θεσβίτου
Tοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Ο θαυμαστος προφητης

Εὐχαριστῶ, ἀγαπητοί μου, τὸν Κύριο ποὺ μὲ ἀξιώνει νὰ κηρύξω ἐδῶ στὴ μνήμη τοῦ προ­φήτου Ἠλιού. Λίγοι ἅγιοι τιμῶνται στὴν πατρί­δα μας ὅσο αὐτός. Ἀλλὰ ἡ τιμὴ στὸ πρόσωπό του ἐπιβάλλει νὰ γνωρίσουμε ποιός ἦταν καὶ νὰ προσπαθήσουμε νὰ τὸν μιμηθοῦμε.
Θὰ προσπαθήσω νὰ δώσω μία σκια­γραφία του.

* * *

Ὁ προφήτης Ἠλίας, ἀγαπητοί μου, εἶ­νε ἅγι­ος τῆς παλαιᾶς διαθήκης, μεγά­λη προσωπικό­τητα, «ψυχὴ οὐ­ρανομήκης», ὅ­πως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἕνα πνευματικὸ φῶς (βλ. Ματθ. 5,14), ἕνας φάρος ποὺ ἄναψε ὁ Θεὸς νὰ φωτίζῃ τοὺς ἀν­θρώπους μέσα στὸ πέλαγος τῆς ζωῆς.
Δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ παρουσιάσουμε ἐδῶ ὅλη τὴ ζωή του. Ἀνοῖξτε τὴν Παλαιά Δι­αθήκη στὰ βιβλία Τρίτο (Γ΄, κεφ. 17ο-20ό) καὶ Τέταρτο (Δ΄, κεφ. 2ο) Βα­σιλειῶν, ποὺ ἱστοροῦν τὸν βίο του, καὶ θὰ θαυ­μάσετε·

πράγματι εἶνε ἀξιοθαύμαστος.
⃝ Τὸν θαυμάζει κανεὶς πρῶτα – πρῶτα γιὰ τὴν ἀσκητική του ζωή. Ὁ προφήτης Ἠλίας δὲν εἶ­χε περιουσία, ἦταν φτωχός. Δὲν εἶχε ἰδιοκτησία, γῆ· γιά σκέψου το, ἐσὺ ποὺ μαλώνεις μὲ τὸν ἀδερφό σου καὶ φτάνεις μέχρι Ἄρειο Πάγο γιὰ μιὰ λου­ρίδα γῆς. Δὲν εἶχε μόνιμη κατοικία, σπίτι νὰ μεί­νῃ· ἦ­ταν μετανάστης, πρόσ­φυγας, σὰν τὰ που­λιὰ ποὺ πετοῦν ἀπὸ κλαρὶ σὲ κλαρί· ἄλλοτε στὰ Ἰεροσόλυμα, ἄλ­λο­τε στὴν ὕπαιθρο, ἄλ­λοτε κοντὰ στὸν Ἰ­ορ­δά­νη, ἄλλοτε στὴν ἔρημο, ἄλ­λοτε στὶς κορυ­φὲς τῶν βουνῶν, ἄλλοτε μέσ᾽ στὰ σπήλαια καὶ τὶς ὀπὲς τῆς γῆς, μόνος – κατά­μονος, καταδι­ω­κόμενος ἀπὸ βασιλιᾶ­δες. Μό­νη περιουσία του ἡ μηλωτή, μιὰ κάππα ἀπὸ τρίχες γίδας ἢ καμή­λας, μὰ ποὺ κάθε τρίχα της ἄ­ξιζε περισσότερο ἀπὸ μεταξωτὰ κι ἀραχνοΰ­φαν­τα καὶ πορφύρες βασιλικές· ὅπου ἄγγιζε αὐτὴ –ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι– ἔκανε θαύματα· ἔ­σχισε τὸν Ἰ­ορδάνη, καὶ νεκρὸ ἀκόμη ἀνέστησε!
Ὁ προφήτης Ἠλίας ἔμεινε ξακουστὸς ἀκόμη γιὰ τὰ θαύματά του. Ποῦ νὰ τὰ διηγηθῇ κανείς!
◊ Στὴν ἐποχή του, λόγῳ τῆς ἀσεβείας τοῦ βα­σιλιᾶ Ἀχαάβ, ὁ προφήτης Ἠλίας εἶπε· Ὁ Κύρι­­ος ποὺ ὑπηρετῶ δὲν θὰ ξαναστείλῃ βροχὴ πα­­­ρὰ μόνο ἂν τὸ ζητήσω ἐγώ. Κ᾽ ἔπεσε ἀν­ομβρία· σταγόνα δὲν ἔπεφτε στὴ γῆ ἐπὶ 3,5 χρό­νια. Τὸ θεωρεῖτε μικρό; Ἂν γί­νῃ ἀνομβρία, θ᾽ ἀδειάσουν οἱ πολιτεῖες· θὰ γυρίζῃς τὴ στρόφιγγα στὸ σπίτι καὶ νερὸ δὲν θά ᾽ρ­χεται. Γιατὶ ἐνῷ ἡ κόττα πίνει μιὰ στα­λιὰ νερὸ καὶ σηκώνει τὸ κεφαλάκι της ἐπάνω σὰ νὰ λέῃ «Θεέ μου, σ᾽ εὐχαριστῶ», ἐμεῖς εἴμαστε ἀχάριστοι· καὶ ὄχι εὐχαριστῶ δὲ λέμε, ἀλλὰ καὶ βλαστημᾶμε. Στὶς Ἰνδίες ἡ Βομβάη, μὲ 4,5 ἑκατομμύρια πληθυσμό, λόγῳ ἀν­ομβρί­ας ἦταν ἕτοιμη ν᾽ ἀδειάσῃ, κι ὅταν ἔπεσε βροχὴ βγῆκαν ὅλοι ἔξω καὶ χόρευαν ἀπ᾽ τὴ χα­ρά τους. Ἄντε, ἄν­θρωπε, νὰ κάνῃς ἐσὺ ἐπι­στημονικὴ βροχὴ ποὺ λές. Μὰ ἂν τὴν κάνῃς, ἕ­να ποτήρι νερὸ θά ᾽χῃ μιὰ λίρα, ἐνῷ ὁ Θεὸς τὸ δίνει δωρεάν· ἐκεῖ καταντήσαμε, τ᾽ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ νὰ γίνουν ἀντικείμενο ἐκμεταλλεύσεως.
◊ Μὲ μιὰ προσευχή, λοιπόν, τοῦ Ἠλία ὁ οὐ­ρα­νὸς ἔκλεισε κ᾽ ἡ γῆ ξεράθηκε. Ὁ ἴδιος κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ πῆγε στὸ χείμαρρο Χορράθ. Ἔ­πινε νερὸ μὲ τὶς φοῦχτες καὶ γιὰ φαῒ φρόν­­τιζε Ἐκεῖνος ποὺ τρέφει τὰ πουλιὰ τ᾽ οὐρανοῦ. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, τὸ λέει ἡ Βίβλος· κοράκια τοῦ ἔφερναν ψωμὶ τὸ πρωὶ καὶ τὸ βράδυ κρέας. Ἄκου μυστήριο· ὁ κόρακας, ποὺ ὅλο ἁρ­πάζει, ἐδῶ νὰ δίνῃ! Συμβολικὸ αὐτό· ἡ δύνα­μι τοῦ Θεοῦ μπορεῖ καὶ μερικὰ γαμψώνυχα «κοράκια» τῆς κοινωνί­ας νὰ τὰ κάνῃ νὰ δίνουν.
◊ Στέρεψε ὅμως κάποτε τὸ ποτάμι καὶ ὁ Κύ­ριος διέταξε τὸν Ἠλία νὰ μετακινηθῇ ἀπὸ ᾽κεῖ. Πῆγε στὰ Σαρεπτὰ τῆς Σιδωνίας. Πεινοῦσε, ὅ­­πως πεινοῦσαν ὅλοι· γιατὶ πεινοῦν καὶ οἱ ἅγιοι, ὄχι μόνο οἱ ἁμαρτωλοί. Ἐκεῖ βρῆκε μιὰ γυναῖκα χήρα μ᾽ ἕνα παιδὶ μονάκριβο καὶ τῆς λέει· –Πε­θαίνω, δός μου κάτι νὰ φάω. –Ἄν­θρω­πε τοῦ Θε­οῦ, λέει αὐτή, δὲν ἔχω τίποτε ἄλλο· δυὸ φοῦ­χτες ἀλεύρι μοῦ ᾽μειναν καὶ λίγο λάδι· ἀλλ᾽ ἀφοῦ χτύπησες τὴν πόρτα μου, θὰ σοῦ κάνω μιὰ πίττα. Μεγάλη ἡ πίστι καὶ ἡ ἐλεημοσύνη της. Ὅταν ὁ προφήτης ἔφαγε, εὐλόγη­σε· κι ἀπ᾽ τὴν ὥρα ἐκείνη τὸ ἀλεύρι καὶ τὸ λάδι δὲν ἔλειψαν ἀπ᾽ τὸ σπίτι της μέχρι ποὺ σταμάτησε ἡ ἀνομβρία, γιὰ νὰ ἐπαληθεύουν πάν­τοτε τὰ λόγια «Πλούσι­οι ἐπτώχευσαν καὶ ἐ­πείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦν­τες τὸν Κύριον οὐκ ἐ­λαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11). Μεγάλο πρᾶγμα ἡ εὐλογία. Ἅ­μα εὐλογή­σῃ ὁ Θεός, μιὰ γλάστρα τρέ­φει μιὰ οἰκογένεια· διαφορετικά, κι ὁ κάμ­πος τῆς Θεσ­σαλίας ἕναν ἄνθρωπο δὲν τὸν τρέφει.
◊ Ἐνῷ ὅμως ὁ Ἠλίας φιλοξενεῖτο στὸ σπίτι τῆς χήρας, τὸ μονάκριβο παιδί της ἀρρώστησε καὶ πέθανε, καὶ ἡ χήρα ἔκλαιγε. Τότε αὐτὸς προσευχήθηκε καὶ ἀνέστησε τὸ νεκρὸ παιδί!
◊ Τέλος ἔλυσε ἕνα μεγάλο πρόβλημα. Ποιό; Ἡ πίστι τοῦ λαοῦ εἶχε κλονιστῆ· ἄ­­φησαν τὸν ἀ­ληθινὸ Θεὸ καὶ μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸ βασιλιᾶ Ἀ­χα­ὰβ καὶ τὴ βασί­λισ­σα Ἰεζάβελ λάτρευαν ἕνα εἴδωλο, τὸ Βάαλ· γιατὶ «τὸ ψάρι βρω­μάει ἀπ᾽ τὸ κεφάλι». Τότε ὁ προφήτης Ἠλίας εἶ­πε· –Ἐλᾶ­­τε βασιλιᾶ καὶ βασίλισσα, ἱερεῖς τοῦ εἰδώλου κ᾽ ἐσεῖς ὁ λαὸς ποὺ τὸ προσ­κυ­νᾶ­τε· ἐλᾶτε στὴν κορυφὴ τοῦ Καρμήλου. Θὰ χτίσουμε δύο θυσι­αστήρια, ἕνα ἐσεῖς γιὰ τὸ Βάαλ καὶ ἕνα ἐγὼ γιὰ τὸν Κύριο. Θὰ βάλουμε πάνω τὰ ξύλα καὶ τὸ μο­σχάρι, ἀλλὰ φωτιὰ δὲν θ᾽ ἀνάψουμε. Θὰ προσ­ευχηθοῦμε ν᾽ ἀνάψῃ ἡ φωτιὰ μόνη της. Κι ὅ­που ἀνάψῃ, ἐκεῖ θὰ εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός. Συμφώ­νησαν. Κι ἄρχισαν πρῶτοι οἱ 450 ἱερεῖς τῆς αἰ­σχύνης νὰ παρακαλοῦν ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ. –Κοιμᾶται ὁ θεός σας, τοὺς λέει ὁ Ἠλίας, δὲν ἀκούει, φωνάξτε πιὸ δυνατά. Ἀποτέλεσμα; Τίπο­τα. «Οὐκ ἦν φωνὴ καὶ οὐκ ἦν ἀ­κρόασις» (Γ΄ Βασ. 18,26)· ποιός θεὸς ν᾽ ἀκούσῃ καὶ ν᾽ ἀπαν­τή­σῃ; Ὅταν ἦρθε ἡ σειρά του, ὁ Ἠλίας τοὺς λέει· –῾Ρίξτε ἄ­φθονο νερό, μουσκέψτε τα ὅ­λα· πέτρες, μοσχά­ρι, ξύλα. Καὶ μόλις προσευχήθηκε, φωτιὰ ἔπεσε ἀ­π᾽ τὸν οὐρανὸ κ᾽ ἔκαψε τὰ πάντα. Τότε ὅ­λος ὁ λαὸς ἔπεσε προσ­κύνησε καὶ εἶπε· Ὁ μό­νος ἀ­ληθινὸς Θεὸς εἶνε ὁ Θεὸς τοῦ Ἠλία (βλ. ἔ.ἀ. 18,39).
⃝ Θαυμάζω τὸν Ἠλία γιὰ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ τὰ θαύματά του, τὸν θαυμάζω ὅμως καὶ γιὰ μία ἀρετὴ ποὺ σπανίζει· γιὰ τὸ θάρρος καὶ τὴν παρ­ρησία του. Ἦταν ψυχὴ ἀτρόμητη, στόμα ἐλεύ­θερο ποὺ δὲν κάνει διακρίσεις. Στὰ χρόνια ἐκεῖ­να ὁ βασιλιᾶς Ἀχαὰβ μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔκανε τὸ ἑξῆς. Κοντὰ στὰ κτήματά του ἦταν τὸ ἀμ­πέλι ἑνὸς φτωχοῦ, τοῦ Ναβουθαί, καὶ ζήτησε νὰ τὸ ἐξαγοράσῃ. Ὁ φτωχὸς ἀρνήθηκε. –Ὄχι, λέει, εἶνε πατρικὴ κληρονομιά, δὲν τὸ δίνω. Ἡ Ἰε­ζάβελ ὅμως σκηνοθέτησε συκοφαντία, ὁ Ναβουθαὶ καταδικάστηκε καὶ λιθοβολήθηκε, καὶ ὁ βασιλιᾶς ἅρπαξε τὸ κτῆμα. Ποιός νὰ μιλήσῃ, ποιός νὰ ἐλέγξῃ; Οἱ πληρωμένοι ἱερεῖς; Σιωποῦσαν. Ὁ ἀκτήμων, ὁ ἀπένταρος, ποὺ εἶχε μό­νο μιὰ μηλωτή, ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ λέει· –Βασιλιᾶ, ἀδίκησες καὶ θὰ τιμωρη­θῇς· δὲν θά ᾽χῃ καλὸ τέλος ἡ βασιλεία σου, θὰ σκοτω­θῇς, σκυλιὰ θὰ φᾶνε ἐσένα καὶ τὴν Ἰεζάβελ καὶ θὰ γλείψουν τὸ αἷμα σας… Ἔτσι καὶ ἔγινε.
⃝ Τὸν θαυμάζω γιὰ ὅλα αὐτὰ τὸν προφήτη Ἠ­λία, τὸν θαυμάζω καὶ γιὰ τὸ τέλος του. Δὲν πέ­θανε ὅπως ἐμεῖς ποὺ πᾶμε μέσ᾽ στὴ γῆ. Εἶνε ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ἀνθρώπους τῆς παλαιᾶς δι­αθήκης ποὺ δὲν εἶχαν φυσικὸ θάνατο. Ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσε κοντὰ στὸν Ἰορδάνη καὶ κουβέν­τιαζε μὲ τὸ μαθητή του τὸν Ἐλισσαῖο, ἕνα ἅρμα πύρινο τὸν πῆρε καὶ τὸν ὕψωσε στὸν οὐρανό. Κ᾽ εἶνε ἐκεῖ. Παρουσιάστηκε πάλι, ὅπως θὰ τὸν δοῦμε στὴν ἑ­ορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως, κοντὰ στὸ Χριστὸ νὰ κουβεντιάζῃ μαζί του.

* * *

Τελείωσα, ἀγαπητοί μου. Ἀλλὰ θέλω νὰ ξέρετε ὅτι, σύμφωνα μὲ τὶς προφητεῖες τῆς Γρα­φῆς καὶ τὴν ἑρμηνεία τῶν πατέ­ρων τῆς Ἐκκλη­σίας, ὁ προφήτης Ἠλίας θὰ ξα­νάρθῃ στὴ γῆ. Δὲν τρέμετε; Ἐγὼ εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ τρέμω. Θὰ ξανάρθῃ καὶ θὰ βρῇ τὴ γῆ χίλιες φορὲς χειρότερη ἀπ᾽ ὅ,τι ἦταν στὴν ἐποχή του. Θὰ δῇ ὅ­λα τὰ κακά. Καὶ ὁ Ἠλίας δὲν εἶνε σὰν ἐμᾶς· κρα­τάει ἀστροπελέκι καὶ μαχαίρι καὶ τσεκούρι.
Θὰ ξανάρθῃ. Θὰ ἐ­λέγξῃ τοὺς βασιλιᾶδες, τοὺς πλουτοκράτες, τὸν κόσμο ὅλο. Πρὸ παν­τὸς θὰ τιμωρήσῃ τοὺς θρησκευτικοὺς ἡγέτες. Γιατὶ δὲν σᾶς εἶ­πα τί ἔκανε τότε στὸν Κάρμηλο. Ἔκανε κάτι φο­βερό. Μόλις ἀποδείχθηκε ποιός εἶνε ὁ ἀληθι­νὸς Θεός, ὁ Ἠλίας ἅρπαξε ἀπ᾽ τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ γένια τοὺς ἱερεῖς τῆς αἰ­σχύνης τοὺς «ἐσθίοντας τράπεζαν Ἰεζάβελ» (Γ΄ Βασ. 18,19), τοὺς κατέβασε στὸ χείμαρρο Κισσῶν, κ᾽ ἐκεῖ τοὺς ἔσφαξε ὅ­λους ἐν χειρὶ Θεοῦ καὶ κοκκίνισε τὸ ποτάμι. Ἄχ, Χριστὲ καὶ Παναγιά! Ὅταν ἔλθῃ ὁ Ἠλίας, δὲν θὰ χαριστῇ σὲ κανένα· οὔ­τε σ᾽ ἐμᾶς τοὺς παπᾶδες οὔτε σ᾽ ἐσᾶς τὸ λαό.
Θὰ κατέβῃ. Πῶς θὰ κατεβῇ μὴ μὲ ρωτᾶτε, εἶ­νε μεγάλο θέμα. Θὰ κατεβῇ κατὰ διάφορα σχήματα. Θὰ ξανάρθῃ ἐν πυρὶ καὶ ἀστραπαῖς καὶ βρονταῖς· θὰ πέσῃ ἠλεκτρικὴ σκούπα σ᾽ αὐτὴ τὴ βρωμερὴ κοινωνία τῆς πορνείας καὶ τῶν διαζυγίων, τὴ μοιχαλίδα καὶ ἁμαρτωλό, ποὺ οὔτε Θεὸ οὔτε Παναγιά, κανένα δὲν σέβεται.
Ἀλλ᾽ ἕως ὅτου ἔρθῃ ἡ ἡμέρα ἐκείνη, ἂς πέ­σουμε, ἀγαπητοί μου, στὰ πόδια τοῦ Ἐσταυρω­μένου νὰ δείξουμε μετάνοια εἰλικρινῆ. Κι ὅ­ταν ὁ Θεὸς δῇ μετάνοια, τότε θὰ μᾶς ἐλεήσῃ, διὰ πρεσβειῶν τοῦ προφήτου Ἠλιού. Εἴθε νὰ κάνῃ τὸ ἔλεός του σὲ ὅλους μας.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Προφήτου Ἠλιοὺ Ἁγ. Παρασκευῆς [Τσακοῦ] – Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 17-7-1966.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.