14. Η ΣΥΜΒΑΣΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ – ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ & Ο ΝΕΟΣ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ: Λεγεων δαιμονιων υποκρυπτεται εις την ανωτερω διαταξι του νεου Καταστατικου – O καισαρ (το κρατος) αντινομοθετει τω αιωνιω νομοθετη Χριστω – Η Ελληνικη Πολιτεια κατωρθωνει ως αγριος μονιος εισπηδα & καταλυει αιωνιους φραγμους & ορια της θεοφυτευτου αμπελου της Εκκλησιας – Επʼ ουδενι λογω δεχομαι την εσπευσμενη & εξ υφαρπαγης ληψιν αποφασεως
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«ΣΥΝΟΔΙΚΑ» Μέρος Α΄, Περιέχει ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ – ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ
του Μητροπολιτου Φλωρίνης Αυγουστίνου, στὴν Ἱερά Σύνοδο, σελ. 91-100
14. Η ΣΥΜΒΑΣΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ – ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
(Συνεδρία τῆς 8-2-1989)
ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΡΟΣΧΕΔΙΩΝ α΄)Συμφωνίας Ἐκκλησίας-πολιτείας, καὶ β΄) νέου Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τὰ ὁποῖα ἐστάλησαν εἰς τοὺς κατὰ τόπους μητροπολίτας ἵνα ἀπαντήσουν σχετικῶς καὶ ἐπὶ τῶν ὁποίας καλούμεθα νὰ ἀποφανθῶμεν καὶ ὡς σῶμα (Δ.Ι.Σ.), ἔχω νὰ εἴπω τὰ ἐξῆς.
1. Ἐνῶ ἡ ἀνωτέρω έγκύκλιος ἄπτεται σοβαρωτάτου θέματος, ὁποῖον εἶνε αἱ σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ πολιτείας, καὶ ὡς ἐκ τούτου, λόγω τῆς φύσεώς του, θὰ ἔπρεπεν ἀναντιρρήτως νὰ θεωρεῖται ὡς μεῖζον θέμα, ἐν τούτοις ἡ περὶ τῆς ἐκδόσεως τῆς ἐγκυκλίου ταύτης ἀπόφασις ἐλήφθη κατὰ τὸν χρόνον τῆς Συνοδικῆς ἐξουσιοδοτήσεως τοῦ ἀρχιεπισκόπου, χωρὶς αὕτη νὰ συζητηθῆ ἐνώπιον τῆς Διαρκοῦς ἱ. Συνόδου, ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νὰ συνεδριάση μετὰ 5 μόνον ἡμέρας ἀπὸ τῆς ἡμερομηνίας ἐκδόσεως τῆς ἐγκυκλίου. Ἐρωτῶμεν˙ Πρὸς τὶ ἡ ἐσπευσμένη αὕτη ἐνέργεια;
Εἶνε προφανὲς ὅτι ὁ μακ. πρόεδρος, ἐνεργήσας οὕτω, ἀπέβλεπεν εἰς τὴν ἀποφυγὴν πάσης συζητήσεως ἐνώπιον τῆς ἱ. Συνόδου ἐπὶ τοῦ σπουδαιοτάτου τούτου θέματος.
Μετὰ λύπης ὅθεν καταγγέλω τὸ γεγονὸς τοῦτο ὡς κατάχρησιν δικαιωμάτων τοῦ ἀρχιεπισκόπου ὡς προέδρου τῆς ἱ. Συνόδου.
2. Ἡ σκανδαλώδης νομοθετικὴ ἀρχή, ἐπὶ τῆ βάσει τῆς ὁποίας ἐπὶ αἰῶνα καὶ πλέον ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία κατώρθωνεν ὡς ἄγριος μονιὸς νὰ εἰσπηδᾶ καὶ νὰ καταλύη αἰωνίους φραγμοὺς καὶ ὅρια τῆς θεοφυτεύτου ἀμπέλου τῆς Ἐκκλησίας, ἐξακολουθεῖ δυστυχῶς νὰ ἰσχύη μέχρι στιγμῆς˙ διότι ὡς εἶνε διατυπωμένον τὸ 4ον ἄρθρον τοῦ σχεδίου τοῦ νέου Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, προκειμένου περὶ ψηφίσεως νέου νόμου ἀφορῶντος εἰς τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα, ὄχι ἡ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας, ἀλλʼ ἡ μικρὰ (Διαρκὴς) Σύνοδος – ὡς δυνάμενη εὐχερῶς νὰ ὑποκύπτη εἰς τὴν θέλησιν τοῦ ἑκάστοτε ἀρχιεπισκόπου – «θὰ γνωμοδοτῆ» διὰ κάθε νομοσχέδιον, τὸ ὁποῖον ἔχει σχέσιν μὲ τὴν Ἐκκλησίαν, πρὶν τοῦτο ὑποβληθῆ εἰς τὴν Βουλήν. Ἡ ἱστορία δὲ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀφʼ ὅτου ἡ χώρα μας κατέστη ἐλεύθερον κράτος, ἰδίως δὲ κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη, ἀπέδειξεν ὅτι ἡ γνωμοδότησις τῆς Διαρκοῦς ἱ. Συνόδου ἐπὶ σχεδίων νόμου, ὅσον κανονικῶς καὶ ἐμβριθῶς ὑπὸ ὀξυτάτου καλάμου καὶ ἄν ἔχη διατυπωθῆ, οὐδόλως λαμβάνεται ὑπʼ ὄψιν, ἀλλὰ γράφεται – ἄς ἐπιτραπῆ ἡ ἔκφρασις – «εἰς τὰ παλαιὰ ὑποδήματα» τῶν κ.κ. Κυβερνητικῶν καὶ κοινοβουλευτικῶν ἐκπροσώπων. Οὗτοι δέ, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐλαυνόμενοι ὑπὸ τοῦ πονηροῦ πνεύματος, ἀφοῦ ἐν συνεδριάσει ὑβρίσουν καὶ ἐξευτελίσουν τὸ κῦρος τῆς διοικούσης Ἐκκλησίας, τέλος ψηφίζουν τοιαύτας διατάξεις, μὲ τὰς ὁποίας – διὰ νὰ ὁμιλήσωμεν μὲ τὴν γλῶσσαν τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου –
ὁ καῖσαρ (τὸ κράτος) ἀντινομοθετεῖ τῶ αἰωνίω νομοθέτη Χριστῶ. Καὶ κινδυνεύουν οἱ ἱεράρχαι, ἐν περιπτώσει ἀντιστάσεώς των κατὰ τοιούτων ἀντιχριστιανικῶν νόμων, νὰ ἐκθρονισθοῦν, ὡς διαταράσσοντες τὰς ἁρμονικὰς σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ κράτους!!
Λεγεὼν λοιπὸν δαιμονίων ὑποκρύπτεται εἰς τὴν ἀνωτέρω διάταξιν τοῦ νέου Καταστατικοῦ.
Ὁ ἀείμνηστος ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Δωρόθεος (Κοτταρᾶς), ὁ διακρινόμενος διὰ τὰς νομοκανονικὰς γνώσεις του, εἰς βιβλίον του περὶ τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ πολιτείας, παρατηρεῖ ὅτι εἰς ἄλλα χριστιανικὰ κράτη τῆς Εὐρώπης, ὡς εἰς μίαν ἐκ τῶν Σκανδιναυϊκῶν χωρῶν, ὑπάρχει θελεμιώδης διάταξις, καθʼ ἥν οὐδεὶς ἐκκλησιαστικὸς νόμος ψηφίζεται ἄνευ ἐγκρίσεως τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀκούετε, Μακαριώτατε καὶ Σεβασμιώτατοι σύνεδροι; Τὸ ἄρθρον τοῦτο, ὡς κατʼ ἐξοχὴν διασφαλίζον συνταγματικῶς τὴν ἐλευθερίαν τῆς Ἐκκλησίας, θὰ ἔπρεπε νὰ ἰσχύη κατʼ ἐξοχὴν διὰ τὴν ἡμετέραν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία εἰς δυσκόλους στιγμὰς ἐφάνη ἡ κιβωτὸς τοῦ ἔθνους. Ὄχι! ἀπαντοῦν οἱ κύριοι ἐκπρόσωποι τῆς κρατικῆς ἐξουσίας. Τοιαύτην ἐλευθερίαν δὲν ἀναγνωρίζομεν εἰς σᾶς. Ἀκόμη δὲ ἠχεῖ εἰς τὰ ὦτά μας ἰταμὸς λόγος ὑπουργοῦ τῆς κυβερνήσεως τοῦ κρατοῦντος κόμματος, ὁ ὁποῖος, ἀπαντῶν εἰς διαμαρτυρίαν βουλευτοῦ διὰ τὴν ἀντικανονικὴν μεταχείρισιν τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ νόμου τινός, εἶπεν˙ «Ἡμεῖς, κ. Βουλευτά, νομοθετοῦμεν ἐν τῆ Ἐκκλησία». Αὐθαδέστερος λόγος δὲν ἠκούσθη. Ἀπορῶ λοιπὸν πῶς ἡ ἐξ ἀρχιερέων ἐπιτροπὴ ἐδέχθη μίαν τοιαύτην διατύπωσιν. Καὶ ἐφʼ ὅσον θὰ ἐξακολουθῆ νὰ ἰσχύη ἡ ἀντιχριστιανικὴ αὐτὴ ἀρχή, καθʼ ἥν ἡ μὲν Ἐκκλησία ἀπλῶς θὰ γνωμοδοτῆ, ἡ δὲ πολιτεία θὰ νομοθετῆ, οὐδὲν ἐπετεύχθη ἐκ τῶν διαπραγματεύσεων. Διότι, καὶ ἄν ὐποθέσωμεν ὅτι ὁ νέος Καταστατικὸς περιέχει εὐεργετικάς τινας διατάξεις περὶ τῆς Ἐκκλησίας, αὗται εὐκόλως δύνανται νʼ ἀνατραποῦν ὑπὸ τῆς πολιτείας, διαρκῶς κατολισθαινούσης πρὸς ἀντιχριστιανικὰς καὶ ὑλιστικὰς ἀντιλήψεις.
3. Διὰ τῆς τετάρτης παραγράφου τοῦ σχεδίου νόμου περὶ Καταστατικοῦ Χάρτου καὶ εἰς τὸ ἄρθρον 4 τούτου, ὁ ἐπίσκοπος, ὁ ὑπεύθυνος διὰ τὴν διοίκησιν τοπικῆς τινος ἐκκλησίας, ἐπὶ τῆ βάσει τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοπλίζεται δυστυχῶς ἀπὸ τὸ ὅπλον ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων εἶχε, νὰ ἀφορίζη, νʼ ἀποκόπτη δηλαδή, ἐκ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, πρόσωπα, τὰ ὁποῖα δημοσίως παραβαίνουν καὶ καταπατοῦν δογματικὰς καὶ ἠθικὰς διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας.
4. Τὸ μεταθετὸν τῶν ἐπισκόπων, τὸ ὁποῖον εἰς τὸ ἐγγὺς παρελθὸν προεκάλεσε μεγάλον σκανδαλισμὸν καὶ διαταραχὴν ἐν τῆ ἡμετέρα Ἐκκλησία καὶ ἐναντίον τοῦ ὁποίου ὁ ὑποφαινόμενος διεξήγαγε σκληροὺς ἀγῶνας μετὰ τοῦ πιστοῦ λαοῦ καὶ ἄλλων κληρικῶν διὰ τὴν κατάργησίν του, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἑβδόμου ἄρθρου τοῦ νέου Καταστατικοῦ Χάρτου, ἐπανέρχεται πρὸς ἐπανεξέτασιν καὶ δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ στενὴ πύλη, τὴν ὁποίαν ὤριζεν ὁ νῦν ἰσχύων Καταστατικὸς Χάρτης, θὰ διαπλατυνθῆ, ὥστε εὐκόλως νὰ διέρχωνται διʼ αὐτῆς οἱ διαποιμαίνοντες μικρὰς ἐπαρχίας.
Ἐναντίον τῆς τάσεως αὐτῆς διαμαρτύρομαι ἐντονώτατα.
5. Ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ὅλου πνεύματος, μὲ τὸ ὁποῖον εἶνε διαποτισμένον τὸ σχέδιον τοῦ νέου Καταστατικοῦ Χάρτου, ὁ λαός, ὄχι πᾶς ἐν γένει ὁ λαός, ἀλλʼ ὁ πιστὸς λαός, ὁ ὁποῖος εἶνε ὁ φρουρὸς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως συμφώνως πρὸς συνοδικὰς ἀποφάσεις, ὁ λαὸς οὗτος ἀγνοεῖται καὶ οὐδεμία διαφαίνεται ἐλπὶς περὶ συμμετοχῆς καὶ τούτου εἰς βασικὰ ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς εἶνε αἱ ἐκλογαὶ ἐπιτρόπων, ἐφημερίων, ἐπισκόπων καὶ ἀρχιεπισκόπων. Ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου, τὸ ὁποῖον ἔχει μεγάλην σπουδαιότητα καὶ πρέπει νὰ τακτοποιηθῆ ὄχι ἐπὶ τῆ βάσει τῶν λαϊκιστικῶν ἀντιλήψεων, αἱ ὁποῖαι ὁδηγοῦν εἰς ἀναρχίαν καὶ ἀσυδοσίαν, ἀλλʼ ἐπὶ τῆ βάσει καθαρῶς Ὀρθοδόξων ἀπόψεων περὶ ἐνεργοῦ συμμετοχῆς τοῦ πιστοῦ λαοῦ εἰς τὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας, ἐπʼ αὐτοῦ, λέγω, ὁ ὑποφαινόμενος ἔχω ἐκδόσει εἰς β΄ ἔκδοσιν εἰδικὸν βιβλίον ὑπὸ τὸν τίτλον «Ἐλευθέρα καὶ ζῶσα Ἐκκλησία», εἰς τὸ ὁποῖον ἐκτίθενται σαφῶς αἱ ἀπόψεις μου.
6. Διὰ τοῦ ἄρθρου 10 τοῦ σχεδίου νόμου τοῦ νέου Καταστατικοῦ Χάρτου λαμβάνεται πρόνοια διὰ τὴν μισθοδοσίαν κ.λ.π. τῶν ἀρχιερέων ἐκ τοῦ κρατικοῦ προὑπολογισμοῦ. Ἔχω τὴν γνώμην, συμφώνως καὶ πρὸς ὅσα ἐτόνισεν εἰς προηγουμένην συνεδρίασιν τῆς ἱ. Συνόδου ὁ μακ. ἀρχιεπίσκοπος ἐπʼ εὐκαιρία τῆς συμβάσεως μετὰ τῆς πολιτείας περὶ τῆς μοναστηριακῆς περιουσίας (ὅτι δηλαδὴ ἡ διασωζόμενη ἀστικὴ περιουσία εἶνε μεγάλης ἀξίας), ὅτι θὰ ἔπρεπεν ἐκ τοῦ ταμείου τοῦ νέου Ο.Δ.Ε.Π. νὰ ἐμισθοδοτοῦντο ὄχι μόνον οἱ ὑπάλληλοι τοῦ Ο.Δ.Ε.Π., ἀλλὰ πρὸς τούτοις τοὐλάχιστον καὶ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἱεροκήρυκες ἐκ τοῦ συνόλου τοῦ κλήρου. Καὶ τοῦτο, ἵνα οὗτοι, διακονοῦντες εἰς τὸ διοικητικὸν καὶ κηρυκτικὸν ἔργον τῆς Ἐκκλησίας, μὴ φαίνωνται ὅτι μισθοδοτοῦνται ἐκ τοῦ καίσαρος, ἀλλʼ ἐκ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κορβανᾶ. Ἡ δὲ ἐκ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ταμείου μισθοδοσία τῶν ἀνωτέρω κληρικῶν θὰ εἶνε μία ἀπαρχή, ἕνας προάγγελος ὅτι δὲν εἶνε μακρὰν ἡ ἡμέρα, καθʼ ἥν, τακτοποιουμένων τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων κατὰ βάθος καὶ πλάτος, διὰ μιᾶς γενναίας καὶ ῥιζικῆς ἀνανεώσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, ὅλοι οἱ κληρικοὶ θὰ μισθοδοτῶνται ἐκ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ταμείου, τὸ ὁποῖον εἰς μίαν ζῶσαν καὶ ἐλευθέραν Ἐκκλησίαν θὰ δύναται νὰ ἔχη καὶ ἐπάρκειαν χρηματικήν. Διότι τώρα οἱ κληρικοί μας, ὡς μισθοδοτούμενοι ἐκ τοῦ κράτους, στεροῦνται ἐν πολλοῖς τοῦ ἀπαιτουμένου θάρρους νὰ ἐλέγξουν τᾶ κακῶς κείμενα εν τῆ Ἑλληνικῆ πολιτεία καὶ κοινωνία, διότι ἀμέσως θὰ ἀκουσθῆ ἡ ἀπειλὴ τοῦ Καίσαρος˙ Καθῆστε φρόνιμα, διότι θὰ σᾶς κόψω τὸν μισθόν. Αὐτὸς ὁ φόβος εἶνε λίαν ὀλέθριος διὰ τὴν ἐπιθυμητὴν πρόοδον τῶν καθʼ ἡμᾶς πραγμάτων.
7. Διὰ τοῦ ἄρθρου 18 παρ. 1 τοῦ σχεδίου νόμου τοῦ νέου Καταστατικοῦ Χάρτου δὲν προτείνεται δυστυχῶς ἡ κατάργησις, ἀλλʼ ἐπαφίεται εἰς τὴν ἀπόφασιν τῆς Ἱεραρχίας νὰ ῥυθμίση τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἐπαγωγὴν καὶ δόσιν τοῦ ὅρκου.
Ἐπʼ αὐτοῦ θὰ ἔπρεπεν ἡ Ἐκκλησία, στοιχοῦσα τῶ αἰωνίω νομοθέτη Χριστῶ, ὁ ὁποῖος εἰς τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίαν εἶνε ἀπολύτως κατηγορηματικὸς περὶ τῆς ἀπολύτου ἀποχῆς ἀπὸ τοῦ ὅρκου, νὰ ἐπιμένη εἰς ὁλοσχερῆ ἀπαγόρευσιν. Εἶνε φρικτὸν τὸ θέαμα, τὸ ὁποῖον παρατηρεῖται ἐν Ἑλλάδι, ὅπου ἑκατοντάδες χιλιάδες ἄνθρωποι καθημερινῶς παλαμίζουν τὸ ἱ. Εὐαγγέλιον ἐνώπιον τῆς εἰκόνος τοῦ Ἐσταυρωμένου! Δυστυχῶς ἡ κυβέρνησις, ἡ ὁποία ἐνήργησε τόσας ἀλλαγὰς (;) εἰς τὸν κοινωνικὸν βίον τῆς Ἑλλάδος, δὲν ἐπεχείρησε καὶ μίαν ἀλλαγὴν κατὰ πάντα σύμφωνον πρὸς τὸ ἱ. Εὐαγγέλιον, τὴν κατάργησιν δηλαδὴ τοῦ ὅρκου. Οὕτω, κατὰ τὰς ὁρκομωσίας δημόσιοι ὑπάλληλοι, πιστοὶ καὶ ἄπιστοι, ὁρκίζονται ἐπὶ τοῦ ἱ. Εὐαγγελίου. Οἱ δὲ διὰ λόγους συνειδήσεως ἀποφεύγοντες τὸν ὅρκον δὲν διορίζονται! Ἔχομεν δυστυχῶς καὶ τοιαῦτα παραδείγματα.
8. Διαφωνῶ καὶ πρὸς τὸ ἄρθρον 17 τοῦ νέου Καταστατικοῦ Χάρτου, τὸ ὁποῖον κάνει λόγον περὶ ἐκδόσεως διαζυγίου διὰ τελεσθέντα ἐκκλησιαστικὸν γάμον, δυνάμει ἀποφάσεως πολιτικοῦ δικαστηρίου, ἡ ὁποία θὰ εἶνε ὑποχρεωτικὴ διʼ ἕκαστον ἐπίσκοπον. Εἶνε φοβερόν, ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν ὅρκον ὅτι θὰ τηροῦν τοὺς ἱ. κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ὑπογράφουν συναινετικὰ καὶ αὐτόματα διαζύγια˙ ὅτε δὲ ὁ ὑποφαινόμενος ἠρνήθη νὰ ὑπογράψη, παρεπέμφθη εἰς δίκην, ἀλλὰ λόγω ἐξεγέρσεως τοῦ λαοῦ ἡ δίκη ἐκείνη ἐματαιώθη, τὸ δὲ δικαίωμα τῆς ἐκδόσεως διαζυγίων παρεχωρήθη ὑπὸ τῆς πολιτείας εἰς τὸν ἀρχιεπίσκοπον καὶ τὴν περὶ αὐτὸν ὀλιγομελῆ ἱ. Σύνοδον.
Φρονῶ ὅτι, ἐφʼ ὅσον ἐσχάτως ἐνομοθετήθη καὶ πολιτικὸς «γάμος», ἰσοστάσιος (!) μάλιστα πρὸς τὸν ἐκκλησιαστικόν, θὰ ἔπρεπε νὰ συμπεριληφθῆ εἰς τὸν νέον Καταστατικὸν διάταξις, συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν οἱ μὲν πολιτικοὶ «γάμοι» νὰ λύωνται διʼ ἀποφάσεως τῶν πολιτικῶν δικαστηρίων, οἱ δὲ ἐκκλησιαστικοὶ διʼ ἀποφάσεως πνευματικοῦ δικαστηρίου, προεδρευομένου ὑπὸ τοῦ οἰκείου μητροπολίτου, ὡς συνέβαινε καὶ ἄλλοτε παρʼ ἡμῖν, συμβαίνει δὲ καὶ σήμερον εἴς τινας ὁμοδόξους ἐκκλησίας.
* * *
Ταῦτα τὰ ὀλίγα τόγε νῦν εἶχον νὰ παρατηρήσω καθηκόντως ἐπὶ τῶν σχεδίων τῆς συμφωνίας μετὰ τῆς πολιτείας καὶ τοῦ νέου Καταστατικοῦ Χάρτου.
Γενικῶς κρινόμενα τὰ σχέδια ταῦτα, δίδουν τὴν ἐντύπωσιν ὅτι μικρὰ καὶ ἀσήμαντα εἶνε τὰ βήματα διὰ μίαν ἐλευθέραν καὶ ζῶσαν Ἐκκλησίαν. Ἀλλὰ καὶ ταῦτα εὐκόλως δύνανται νὰ ἐξουδετερωθοῦν, διότι, ἐνῶ κατὰ τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ κ. πρωθυπουργοῦ πρὸς τὸν ἀρχιεπίσκοπον τὸ σχέδιον τῆς συμφωνίας θὰ ἐψηφίζετο ὑπὸ τῆς βουλῆς κατὰ τὴν διαδικασίαν τῶν κωδίκων, ἐν τούτοις, ἐὰν κρίνωμεν ἐξ ὡρισμένων δηλώσεων τοῦ νῦν ὑπουργοῦ ἐπὶ τῆς παιδείας, ἡ ὑπόσχεσις αὕτη δὲν πρόκειται νὰ τηρηθῆ, διότι τὰ προτεινόμενα σχέδια προβλέπεται νὰ ψηφισθοῦν ὡς νόμοι. Ἐὰν τοῦτο συμβῆ, τότε θὰ ἐξέλθουν ταῦτα τρομερῶς ἠκρωτηριασμένα, καὶ δὲν θὰ διασώζουν οὔτε ἴχνη ἐλευθέρας καὶ ζώσης Ἐκκλησίας.
Δυστυχῶς, Μακαριώτατε πρόεδρε καὶ Σεβ. σύνεδροι, μία πολύτιμος εὐκαιρία διὰ τὴν ἀνανέωσιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου εἰς τὴν πατρίδα μας ἀπωλέσθη. Ἦτο ἡ ἀντίδρασις τοῦ πιστοῦ λαοῦ μας κατὰ τὸ προπαρελθὸν ἔτος (1987), ὁ ὁποῖος εἰς ἐπανειλημμένα συλλαλητήρια ἐξεδηλώθη κατὰ τὸν ζωηρότερον τρόπον, ζητῶν νʼ ἀφεθῆ ἐλευθέρα ἡ Ἐκκλησία ἐν τῶ οἴκω αὐτῆς. Ἐὰν ἐπεμέναμεν τότε εἰς τὸν ἀγῶνα αὐτόν, τὸ κέρδος θὰ ἦτο μέγα. Δυστυχῶς πνεῦμα ἡττοπαθείας κατέλαβεν ἡμᾶς. Καὶ ἡ σύμβασις, μὲ τὰ τόσα ἐρωτηματικά της, συνήφθη μὲ ἐκπροσώπους δύο μόνον πρόσωπα˙ τὸν πρωθυπουργὸν καὶ τὸν ἀρχιεπίσκοπον, ἀγνοηθείσης τῆς Ἱεραρχίας. Καὶ ἤδη καλούμεθα νὰ δρέψωμεν τοὺς καρποὺς ἤ – διὰ νὰ εἴπωμεν τὴν πικρὰν ἀλήθειαν – νὰ δεχθῶμεν τὰ κεράτια, τὰ ὁποῖα προσφέρει ἡ πολιτεία ὡς ἀμοιβὴν τῆς ὑποχωρήσεώς μας.
Διαφωνῶν πρὸς τὰ προτεινόμενα σχέδια, ἔχω μίαν τελευταίαν ἔκκλησιν νʼ ἀπευθύνω. Εἶνε δὲ αὕτη ἡ ἐξῆς. Πρὸ τῆς λήψεως ἀποφάσες περὶ ἐγκρίσεως ἤ ἀπορρίψεως τούτων, εἶνε ἀνάγκη ὅπως τὸ συντομότερον γίνη ἔκτακτος σύγκλησις τῆς Ἱεραρχίας, εἰς τὴν ὁποίαν κατόπιν ἐπισταμένης συζητήσεως καὶ μελέτης νʼ ἀποφανθῶμεν ἐν πνεύματι ἐλευθερίας. Ἐπʼ οὐδενὶ λόγω δέχομαι τὴν ἐσπευσμένην καὶ ἐξ ὑφαρπαγῆς λῆψιν ἀποφάσεως. Μία τοιαύτη ἀπόφασις ἴσως φαίνεται ὅτι δίδει κάποιο τέρμα εἰς τὰ δεινά, ἀλλὰ κατὰ τὴν γνώμην μου προμηνύονται νέαι συμφοραὶ καὶ θύελλαι εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία δυστυχῶς ἀπεδείχθη διὰ μίαν ἀκόμη φορὰν ἀδύναμος νὰ θραύση τὰ δεσμὰ τοῦ καίσαρος, τὰ δεσμὰ τῆς δουλείας.
Ἡ ἀρετή, ἐν προκειμένω ἡ ἐλευθερία, θέλει τόλμην, καὶ μόνον ἄνδρες τόλμης εἰς τὸ μέλλον, ἀρχιεπίσκοποι καὶ ἐπίσκοποι, θὰ δυνηθοῦν νὰ θραύσουν τὰ ἐπαίσχυντα δεσμὰ καὶ νὰ χαρίσουν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τὴν ἐν Χριστῶ ἐλευθερίαν.
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ: Ἡ ἀνωτέρω ἀγόρευσις ἀποτελεῖ καὶ γραπτὴν ἀπάντησίν μας (ὑπʼ ἀριθμ. Πρωτ. 150/3 – 2 – 1989) πρὸς τὴν Ἱ. Σύνοδον, ὕστερον ἀπὸ τὴν ὐπʼ ἀριθμ. 2.484/1 – 2 – 1989 ἐγκύκλιον ἐπιστολὴν αὐτῆς.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.