Αυγουστίνος Καντιώτης



Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ (Ματθ. κεφ. ΙΗ΄, 23-35) ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΑ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ 2) ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (ομιλια Μητροπολιτου Φλωρινης Αυγουστινου)

date Σεπ 4th, 2021 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΑ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Κατα Ματθαιον, κεφ. ΙΗ΄, εδαφια 23-35

  • 23 Διὰ τοῦΠαντοκρ. Πλατ.το ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. 24 ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. 25 μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. 26 πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. 27 σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. 28 ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. 29 πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι. 30 ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον.
    31 ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. 32 τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με. 33 οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα; 34 καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. 35 Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Ματθ. 18, 23-35
Toυ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου

ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

«Μακροθύμησον ἐπʼ ἐμοί…» (Ματθ. 18, 29)

ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Εἶνε ἡ παραβολὴ τοῦ ὀφειλέτου μυρίων ταλάντων.
Στὴν παραβολὴ εἴδαμε ἕνα ἀξιοθρήνητο θέαμα. Εἴδαμε ἕνα δοῦλο τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς νὰ ὁδηγῆται μπροστὰ στὸν κύριό του. Εἴδαμε νʼ ἀνοίγουν τὰ διαχειριστικὰ βιβλία, στὰ ὁποῖα ἦταν καταχωρισμένα τὰ διάφορα ποσά, ποὺ ὁ δοῦλος κατὰ καιροὺς πῆρε σὰν δάνειο ἀπὸ τὸν κύριο, ποτὲ ὅμως δὲν φιλοτημήθηκε νὰ δώση κάτι ἀπέναντι τοῦ χρέους του. Καὶ τὸ χρέος βρέθηκε ὅτι ἀνερχόταν στὸ τεράστιο ποσὸ τῶν 10.000 ταλάντων. Ἄν λάβουμε ὑπʼ ὄψι ὅτι τὸ κάθε τάλαντο ἦταν ἀξίας 6.000 χρυσῶν δραχμῶν καὶ ἡ χρυσὴ δραχμὴ στὴν ἀρχαιότητα ἰσοδυναμοῦσε μὲ μιὰ χρυσῆ λίρα τῆς ἐποχῆς μας, τότε θὰ δοῦμε ὅτι τὸ τάλαντο ἰσοδυναμοῦσε μὲ 60.000 χρυσὲς δραχμές. Καὶ τὸ ποσὸ τῶν 10.000 ταλάντων ἰσοσυναμοῦσε μὲ ἑξακόσια δισεκατομμύρια δραχμές, ποσὸ ποὺ προκαλεῖ ἴλιγγο. Ὁ δοῦλος, ὅταν ἄκουσε τί χρωστοῦσε στὸν κύριό του, τὸν ἔπιασε φόβος καὶ τρόμος. Ἦταν ἀδύνατο μόνος του νὰ ἐξοφλήση τὸ ὑπέρογκο αὐτὸ ποσό, καὶ σὰν χρεώστης θὰ περίμενε νὰ κλειστῆ ἰσόβια στὴν φυλακὴ σὰν καταχραστής.

Γιʼ αὐτὸ ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ κυρίου του καὶ θερμὰ τὸν παρακαλοῦσε νὰ μὴν τὸν ρίξη στὴ φυλακή. Ἔδινε ὑπόσχεσι, πὼς θὰ τοῦ ἐπέστρεφε τὰ χρήματα, ὑπόσχεσι ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ ἐκπληρωθῆ. Ἀξιοθρήνητο τὸ θέαμα τοῦ δούλου ἐκείνου.
Ἀλλʼ ἄς δοῦμε τί ἔκανε ὁ κύριος. Διέταξε νὰ τὸν ρίξουν στὴ φυλακή; Ὄχι. Ὄχι μόνο δὲν διέταξε νὰ τὸν ρίξουν στὴ φυλακή, ἀλλὰ καὶ τοῦ χάρισε ὅλο τὸ χρέος. Ὁ δοῦλος, ποὺ δὲν περίμενε μιὰ τέτοια δωρεά, ἔμεινε κατάπληκτος καὶ δὲν εὕρισκε λόγια νὰ εὐχαριστήση τὸν κύριό του.
Ἀλλὰ περίεργο! Αὐτὸς ὁ δοῦλος, στὸν ὁποῖο ὁ κύριός του τοῦ χάρισε δισεκατομμύρια, δὲν χάρισε σὲ κάποιο σύνδουλό του οὔτε… ἑκατὸ δραχμές!

* * *

Παραβολὴ εἶνε τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Ποιός εἶνε ὁ δοῦλος, ποὺ βρέθηκε νὰ χρωστάη τὸ ἰλιγγιῶδες ποσὸ τῶν μυρίων ταλάντων; Εἶνε ὁ ἄνθρωπος, κάθε ἄνθρωπος. Εἶνε ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος. Τὸ χρέος τὸ μεγάλο εἶνε τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρωπίνων ἁμαρτιῶν. Αὐτὸ βέβαια προκαλεῖ κατάπληξι σὲ ἕναν ποὺ ἀγνοεῖ τὸν ἑαυτό του ἠθικῶς καὶ θρησκευτικῶς. Ἀλλὰ ἕνας ποὺ ἔχει τὸ «Γνῶθι σαυτόν», ἕνας δηλαδὴ ποὺ ἐξετάζει τὸν ἑαυτό του καὶ καθρεφτίζεται μέσα στὸν κρυστάλλινο καθρέφτη ποὺ λέγεται νόμος τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς βλέπει ὅτι οἱ ἁμαρτίες του δὲν εἶνε λίγες, ἀλλὰ πολλές, ὅπως τὸ χρέος τοῦ δούλου τῆς παραβολῆς. Εἶνε ὅση καὶ ἡ ἄμμος τῆς θάλασσας.
Δὲν εἶνε μόνο οἱ ἐξωτερικὲς ἁμαρτίες, ὅπως ἡ κλοπή, ὁ φόνος, ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, καὶ κάθε ἄλλο κακὸ ποὺ φαίνεται. Εἶνε καὶ οἱ ἐσωτερικὲς ἁμαρτίες. Ἁμαρτίες ποὺ γίνονται μέσα στὰ βάθη τῆς ψυχῆς καὶ δὲν φαίνονται ἐξωτερικά. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν κάνει ἐξωτερικὲς ἁμαρτίες φαίνεται στὰ μάτια τῶν ἄλλων σὰν ἅγιος. Ἀλλʼ ἀλλοίμονο! Τί κακία κρύβεται στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τῶν ἀνθρώπων! Κρύβεται ἕνας ὁλόκληρος κόσμος πονηρῶν διαλογισμῶν, αἰσχρῶν σκέψεων, ἁμαρτωλῶν ἐπιθυμιῶν. Αὐτὸ κάνει τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο, ποὺ βλέπει καὶ αἰσθάνεται τὴν ἁμαρτωλότητά του, νὰ λέη μαζὶ μὲ τὸ Δαυΐδ˙ «Αἱ ἀνομίαι μου ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν μου, ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπʼ ἐμέ» (Ψαλμ. 37, 5).
Ὁ χρεώστης δοῦλος εἶνε εἰκόνα κάθε ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὅπως ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, παρʼ ὅλες τὶς ὑποσχέσεις του, ἦταν ἀδύνατο νὰ ξοφλήση τὸ χρέος του, ἔστω κι ἄν ζοῦσε χίλια χρόνια πάνω στὴ γῆ, ἔτσι κι ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος. Παρʼ ὅλες τὶς τυχὸν ὑποσχέσεις ποὺ δίνει στὸ Θεό, δὲν μπορεῖ μόνος του, μὲ τὶς δικές του δυνάμεις, νὰ ξοφλήση τὸ τεράστιο χρέος τῶν ἁμαρτιῶν του. Τὸ εἴπαμε καὶ ἄλλοτε, τὸ ἐπαναλαμβάνουμε καὶ τώρα˙ Χίλια χρόνια νὰ ἀσκητεύη κανεὶς μέσα σὲ μιὰ σπηλιά, μόνος του δὲν μπορεῖ νὰ σωθῆ. Δὲν μπορεῖ νὰ ξεχρεώση τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν του. Τὸ χρέος ξωφλήθηκε πάνω στὸ Γολγοθᾶ. Τὸ ξώφλησε ἐκεῖνος ποὺ σήκωσε τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Κι αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός. «Τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰωάν. 1, 7).

* * *

Ὁ Κύριος τῆς παραβολῆς, ποὺ χάρισε στὸ δοῦλο του τὸ ποσὸ τῶν μυρίων ταλάντων, εἶνε ὁ οὐράνιος Πατέρας. Στὴν εἰκόνα τοῦ κυρίου ἐκείνου φαίνεται ἡ εὐσπλαχνία, ἡ ἀγάπη, ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ.
Πόσο ὁ Θεὸς εἶνε μακρόθυμος! Φαίνεται σὲ πολλὲς σελίδες τῆς ἁγίας Γραφῆς. Νὰ φέρουμε παραδείγματα; Οἱ ἄνθρωποι, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, λησμόνησαν τὸ Θεό. Ἔπεσαν σὲ φοβερὰ ἁμαρτήματα τῆς σάρκας. Κατήντησαν σάρκες. Ἀλλʼ ὁ Θεὸς μακροθυμώντας δὲν τοὺς τιμώρησε ἀμέσως. 120 χρόνια περίμενε τὴ μετάνοιά τους. Κήρυκας μετανοίας ἦταν ὁ Νῶε, ποὺ κατασκευάζοντας τὴν κιβωτὸ δὲν ἔπαυε νὰ καλῆ τοὺς συγχρόνους ἀνθρώπους σὲ μετάνοια. Ἀλλʼ αὐτοί, παρʼ ὅλες τὶς προσκλήσεις, παρέμεναν ἀμετανόητοι. Ἐξαντλήθηκαν πιὰ τὰ ὅρια τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ καὶ ξέσπασε παγκόσμιος κατακλυσμός. Ἀλλὰ καὶ πάλι διέσωσε τὸ Νῶε καὶ τὴν οἰκογένειά του σὰν σπέρμα νέας ἀνθρωπότητος. Τὸ δὲ οὐράνιο τόξο, ποὺ ἐμφανίσθηκε μετὰ τὸν κατακλυσμό, εἶνε μιὰ λαμπρὴ εἰκόνα τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ καὶ στὴν περίπτωσι τῆς πόλεως Νινευὴ δὲν ἐπέφερε ἀμέσως τὴν καταστροφή. Ἔταξε προθεσμία καὶ ὅταν ὁ λαὸς τῆς συναισθάνθηκε τὰ ἁμαρτήματά του ὁ Θεὸς μακροθυμώντας διέσωσε τὴν πόλι ἀπὸ τὴν καταστροφή.
Μακροθυμεῖ γιὰ λαοὺς καὶ ἔθνη. Μακροθυμεῖ γιὰ πόλεις. Μακροθυμεῖ γιὰ οἰκογένειες. Μακροθυμεῖ γιὰ ἄτομα.
Ἔξοχο παράδειγμα τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ εἶνε καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τί ἦταν πρίν. Ἕνας ἁμαρτωλός. Ἦταν σκληρὸς διώκτης τῶν χριστιανῶν. Ἦταν ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. Ἀλλʼ ὁ Θεὸς δὲν τὸν τιμώρησε ἀμέσως. Δὲν ἔστειλε κεραυνὸ νὰ τὸν κάψη ὅταν ἔκανε συλλήψεις καὶ κακοποιήσεις τῶν ὁπαδῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεὸς μακροθυμοῦσε. Ἄν δὲν ὑπῆρχε ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, ἀπόστολος Παῦλος δὲν θὰ ὑπῆρχε. Σώθηκε μὲ τὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ. Γιʼ αὐτὸ θαυμάζοντας τὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ γράφει˙ «Ἐλεήθηκα, γιὰ νὰ φανῇ πρῶτα σʼ ἐμένα ὅλη ἡ μακροθυμία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Τιμ. 1, 16). Ὅπως, δηλαδή, γιὰ μένα μακροθύμησε ὁ Θεὸς καὶ μὲ ἔσωσε, ἔτσι καὶ γιὰ κάθε ἁμαρτωλὸ μακροθυμεῖ ὁ Θεός.

* * *

Ὤ ἡ μακροθυμία τοῦ Χριστοῦ! Ἐνῶ ὡς Θεὸς παντοδύναμος μπορεῖ νὰ σείση καὶ νὰ καταστέψη τὸν κόσμο, ἐν τούτοις μακροθυμεῖ καὶ περιμένει τὴ μετάνοια τῶν ἁμαρτωλῶν. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ σείει τὴ γῆ φαίνεται καὶ πάλι ἡ μακροθυμία τοῦ Χριστοῦ. Λίγα δευτερόλεπτα διαρκεῖ ὁ σεισμός. Ἄν διαρκοῦσε μιὰ ὥρα, τί θὰ ἔμενε ὄρθιο; Ποιός θὰ ζοῦσε; Νεκροταφεῖο ἀπέραντο θὰ ἦταν ἡ γῆ. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱ. Χρυσόστομος, ὁ Θεὸς σείει τὴ γῆ λίγα δευτερόλεπτα, ὅπως ἡ μητέρα ταράζει τὴν κούνια γιὰ νὰ ἡσυχάση τὸ παιδί. Ὁ Θεός, κι ὅταν ἀκόμη τιμωρῆ τὴν ἀνθρώπινη κακία, φανερώνει τὴ μακροθυμία του. «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε».
Ἀλλά, χριστιανοί μου, ἄς προσέξουμε νὰ μὴν κάνουμε κατάχρησι τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν», σελ. 206-211 (ἕκδοσις Γ΄, »Ἀδελφότης ΣΤΑΥΡΟΣ», Ἀθῆναι 1990).

 *    *     *

Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα

  • 23 Επειδή στη Βασιλεία των Ουρανών το καθήκον να συγχωρούμε όσους μας έχουν φταίξει είναι απεριόριστο, γι’ αυτό μοιάζει η Βασιλεία των Ουρανών με έναν επίγειο βασιλιά, που θέλησε να του αποδώσουν λογαριασμό οι δούλοι και αυλικοί του, στους οποίους είχε αναθέσει τη διαχείριση των φόρων και των εισπράξεών του. 24 Και όταν αυτός άρχισε να κάνει τον λογαριασμό, του έφεραν έναν χρεώστη, ο οποίος χρωστούσε δέκα χιλιάδες τάλαντα, δηλαδή ένα αμύθητο ποσό. 25 Επειδή όμως αυτός δεν είχε να πληρώσει, διέταξε ο Κύριος να πουληθεί και αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του και όλα όσα είχε, και να πληρωθεί το χρέος. 26 Έπεσε λοιπόν καταγής ο δούλος και τον προσκυνούσε λέγοντας: «Κύριε, δώσε μου λίγο χρόνο ακόμη και όλα όσα χρωστώ θα σου τα πληρώσω». 27 Τότε ο κύριός του τον λυπήθηκε και αισθάνθηκε συμπάθεια γι’ αυτόν, κι έτσι τον άφησε ελεύθερο, του χάρισε μάλιστα και το δάνειο.
    28 Όταν όμως βγήκε έξω ο δούλος εκείνος, βρήκε έναν από τους συνδούλους του που του χρώσταγε εκατό δηνάρια, δηλαδή ένα μικρό ποσό. Κι αφού τον σταμάτησε, τον πίεζε σκληρά λέγοντας: «Εξόφλησέ μου ό,τι μου χρωστάς». 29 Έπεσε λοιπόν στα πόδια του ο σύνδουλός του και τον παρακαλούσε λέγοντας: «Περίμενέ με και δώσε μου μια παράταση χρόνου και θα σε πληρώσω». 30 Αυτός όμως δεν ήθελε, αλλά πήγε στο δικαστήριο και τον έριξε στη φυλακή, μέχρι να πληρώσει ό,τι του χρωστούσε. 31 Όταν όμως είδαν οι άλλοι σύνδουλοί του αυτά που έγιναν, λυπήθηκαν πολύ. Και αφού ήλθαν στον κύριό τους, του διηγήθηκαν όλα όσα συνέβησαν. 32 Τότε ο κύριός του τον προσκάλεσε και του είπε: «Δούλε πονηρέ, όλο το χρέος εκείνο, το τόσο μεγάλο, σου το χάρισα, επειδή με παρακάλεσες. 33 Δεν έπρεπε και εσύ να λυπηθείς και να σπλαχνιστείς τον σύνδουλό σου, όπως κι εγώ σε λυπήθηκα και σου έδειξα έλεος, αν και δεν είμαι σύνδουλός σου αλλά κύριός σου;». 34 Και οργισμένος ο κύριός του τον παρέδωσε σε αυτούς που βασανίζουν τους φυλακισμένους, για να τον τιμωρούν μέχρι να εξοφλήσει όλα όσα χρωστούσε. 35 Έτσι θα κάνει σε σας και ο επουράνιος Πατέρας μου, στον Οποίο λόγω των αναρίθμητων αμαρτιών σας είστε χρεώστες αναρίθμητου χρέους, εάν δεν συγχωρήσετε ο καθένας σας τον αδελφό του όχι με το στόμα σας μόνο, αλλά από την καρδιά σας.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.