Σπορα – «Ο σπειρων φειδομενως φειδομενως και θερισει, και ο σπειρων επʼ ευλογιαις επʼ ευλογιαις και θερισει» (Β Κορ. 9, 6)
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΗ΄
Β΄ Κορ. 9, 6-11
Σπορα
«Ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως
καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπʼ εὐλογίαις
ἐπʼ εὐλογίαις καὶ θερίσει»
(Β΄ Κορ. 9, 6)
ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ, ἀγαπητοί μου, στὸ φθινόπωρο. Εἶνε ἡ ἐποχὴ τῆς σπορᾶς. Ἐὰν πᾶτε σʼ ἕνα γεωργικὸ χωριό, θὰ δῆτε ὅτι ὅλοι βρίσκονται σὲ κίνησι. Ἕνα τέτοιο χωριὸ στὴν περιφέρειά μας εἶνε ἡ Κέλλη, ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ παλαιὰ χωριὰ τῆς Μακεδονίας μας. Κάποτε ἦταν καὶ ἕδρα ἐπισκόπου. Γεωργοὶ καὶ βοσκοὶ εἶνε οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ. Ὀρεινὸ τὸ χωριό. Τεχνικὴ καλλιέργεια μηδέν (*). Τρακτὲρ καὶ ἀλωνιστικὲς μηχανὲς δὲν ἔχουν κάνει ἀκόμη τὴν ἐμφάνισί τους στὸ χωριὸ αὐτό. Τὰ χωράφια καλλιεργοῦνται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ τὰ καλλιεργοῦσαν στὴν ἀρχαία ἐποχή. Καλλιεργοῦνται μὲ ξύλινα ἀλέτρια, ποὺ σέρνουν τὰ καματερὰ βόδια.
(*) Ὑπενθυμίζεται ὅτι ἡ ὁμιλία ἐγράφη τὸ 1972. Σήμερα οἱ συνθῆκες ἔχουν βεβαίως ἀλλάξει.
Οἱ γεωργοὶ τώρα τὸ φθινόπωρο μὲ τὰ πρωτοβρόχια σηκώνονται πολὺ πρωΐ, πηγαίνουν στὰ χωράφια καὶ κάνουν ζευγάρι. Εἶνε ὡραῖο τὸ θέαμα ὁ γεωργὸς νὰ κεντᾷ τὰ βόδια. Τὸ ὑνὶ χώνεται βαθειὰ στὸ χῶμα, ἀνοίγει αὐλάκια καὶ προχωρεῖ. Κι ὅταν ὅλο τὸ χωρὰφι ὀργωθῇ καὶ εἶνε κατάλληλο γιὰ σπορά, τότε ὁ γεωργὸς παίρνει τὸ δισάκκι του, ποὺ εἶνε γεμᾶτο σπόρο, καὶ σκορπίζει τὸ σπόρο σʼ ὅλο τὸ χωράφι. Δὲν ἀφήνει κανένα κομμάτι τοῦ χωραφιοῦ χωρὶς σπόρο. Ὁ γεωργός, ὁ πιστὸς στὸ Θεό, πρὶν ἀρχίσῃ νὰ σπέρνῃ, κάνει τὸ σταυρό του καὶ ζητάει τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γιατὶ πιστεύει ὅτι χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὅσο κι ἄν κοπιάσῃ, οἱ κόποι του θὰ πᾶνε χαμένοι. Ἐὰν ὁ οὐρανὸς δὲν βρέξῃ, ἐὰν ὁ ἥλιος δὲν βγῇ, ἐὰν ἀεράκι δροσερὸ δὲν φυσήξῃ τὰ στάχυα πῶς θὰ γίνουν καρπός;
Τὸ θέαμα τῆς σπορᾶς στὸ χωριὸ τῆς Κέλλης καὶ σʼ ἄλλα ἀκόμη χωριά, ὅπου δὲν ἔφτασε τὸ τρακτέρ, εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ὡραῖα θεάματα ποὺ παρουσιάζει ἡ ἀγροτικὴ ζωή. Μʼ αὐτὸ δὲν θέλουμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀποδικιμάζουμε καὶ τὸ νέο τρόπο τῆς καλλιεργείας τῶν χωραφιῶν, τὴ μηχανικὴ ὅπως λένε καλλιέργεια. Ὄχι. Γιατὶ μὲ τὰ μηχανήματα ἡ δουλειὰ τῶν χωρικῶν μας ἔγινε πιὸ ἐλαφριὰ καὶ πιὸ ἀποδοτική. Ἄν καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ σκοτώνονται κάθε χρόνο μὲ τὰ γεωργικὰ μηχανήματα δὲν εἶνε λίγοι, καὶ κοντὰ στὸν ἱδρῶτα, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ γεωργοί μας ποτίζουν τὸ χῶμα, τώρα μὲ τὰ δυστυχήματα ποὺ συμβαίνουν μὲ τὰ μηχανήματα τῆς μηχανικῆς καλλιεργείας οἱ γεωργοὶ ποτίζουν καὶ μὲ τὸ αἷμα τους τὸ χῶμα. Γεωργοὶ – μάρτυρες! Ὦ ἐσεῖς ποὺ κατοικεῖτε στὶς πόλεις καὶ κάθεστε στὸ τραπέζι καὶ τρῶτε τὸ ἄσπρο καθαρὸ σιταρένιο ψωμὶ καὶ τὰ ἄλλα γεωργικὰ προϊόντα, σκεφτήκατε ποτὲ τὸν γεωργό, ποὺ τόσο κοπιάζει; Καὶ παραπάνω ἀπὸ τὸ γεωργὸ φέρνετε τὴ σκέψι στὸ Θεό, ποὺ δίνει δύναμι στοὺς γεωργοὺς νὰ καλλιεργοῦν τῆ γῆ καὶ εὐλογεῖ τὰ σπαρτὰ καὶ γεμίζει τὶς ἀποθῆκες μὲ σιτάρι καὶ κάνει τὴ μικρὴ αὐτὴ χώρα τοῦ κόσμου νὰ εἶνε αὐτάρκης σὲ σιτάρι, ἐνῷ ἄλλες μεγάλες χῶρες, ποὺ ἔχουν κάμπους ἀπέραντους, περνοῦν δύσκολες μέρες ἀπὸ ἔλλειψι ψωμιοῦ, καὶ κάνουν οἱ ἄνθρωποι οὐρὰ ἔξω ἀπὸ τοὺς φούρνους; Ὦ ἄνθρωποι, δοξάστε τὸ Θεό. Καὶ κάθε κομματάκι ψωμὶ μὴν τὸ περιφρονεῖτε. Εἶνε ἁμαρτία, εἶνε ἔγκλημα νὰ τὸ πετᾶτε, ἐνῷ ἑκατομμύρια ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ ὑποφέρουν ἀπὸ τὴν πεῖνα.
* * *
Ἀλλὰ θὰ μοῦ π κανεὶς ἀπὸ σᾶς˙
– Τί ἔπαθες; Ἐμεῖς περιμένουμε νὰ μᾶς ἐξηγήσῃς τὸν Ἀπόστολο, κʼ ἐσὺ μᾶς μιλᾷς γιὰ γεωργούς, γιὰ σπορά, γιὰ σιτάρια καὶ γιὰ αὐτάρκεια;
Ναί, σᾶς μιλάω γιʼ αὐτὰ τὰ πράγματα, γιατὶ αὐτὰ τὰ πράγματα εἶνε πολὺ κοντά σας, τὰ βλέπετε καὶ τὰ αἰσθάνεσθε. Ἀκόμα σᾶς μιλάω καὶ ἐπειδὴ γιʼ αὐτὰ τὰ πράγματα μιλάει καὶ ὁ σημερινὸς Ἀπόστολος. Δὲν τὸν ἀκούσατε τί εἶπε; Δὲν πιστεύω τὴν ὥρα ποὺ διαβάζεται ὁ Ἀπόστολος ἐσεῖς νὰ μὴν προσέχετε. Ἀλλοίμονο!
Καὶ τώρα, παίρνοντας ἀφορμὴ γιὰ τὸ σημερινὸ Ἀπόστολο ποὺ μιλάει γιὰ σπορά, πρὶν νὰ σᾶς πῶ γιὰ ποιά σπορὰ μιλάει ὁ Ἀπόστολος, θὰ σᾶς πῶ κάτι παράξενο. Δὲν θὰ τὸ πιστέψετε, κι ὅμως αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ γίνεται. Ἀκοῦστε. Ἕνας γεωργὸς μὲ γεμᾶτο τὸ δισσάκι ἀπὸ σπόρο βγῆκε στὸ χωράφι του γιὰ νὰ σπείρῃ. Ἀλλʼ αὐτὸς λυπήθηκε τὸ σπόρο. Δὲν γέμιζε τὴ χούφτα του, ἀλλʼ ἔπαιρνε ἀπʼ τὸ δισσάκι δύο – τρία σπυριὰ καὶ τά ʼσπερνε τὸ ἕνα μακριὰ ἀπὸ τʼ ἄλλο. Καὶ πάλι ἔπαιρνε δύο – τρεῖς σπόρους καὶ τοὺς ἔσπερνε σὲ ἀραιὰ διαστήματα˙ καὶ τὸ ἴδιο ἔκανε σʼ ὅλο τὸ χωράφι. Καὶ ἐνῷ χρειαζόταν χιλιάδες σπόρους, αὐτὸς ἔσπειρε 50 – 60 μόνο σπόρους. Τὸν ἄλλο σπόρο τὸν λυπήθηκε. Τὸν ἔφερε πίσω καὶ τὸν φύλαξε στὴν ἀποθήκη του. Καὶ φυλάγοντας τὸ σπόρο μονολογοῦσε κʼ ἔλεγε˙ Ἀκοῦς ἐκεῖ νὰ πάω νὰ τὸν ῥίξω ὅλο στὸ χωράφι! Δὲν τὸν ἔχω γιὰ χάσιμο. Δὲν ξέρω τί κάνουν οἱ ἄλλοι, ἀλλʼ ἐγὼ δὲν ἔχω σκοπὸ νὰ θάβω μέσα στὴ γῆ τὸ σπόρο μου… Αὐτὰ ἔκανε κι αὐτὰ ἔλεγε ὁ γεωργὸς αὐτός.
– Ἀλλὰ ὑπάρχει, θὰ ῥωτήσετε, τέτοιος γεωργός; Ἐμεῖς δὲν ξέρουμε τέτοιο γεωργό, θὰ μοῦ πῆτε. Ὅλοι οἱ γεωργοὶ ῥίχνουν μὲ ἁπλοχεριὰ στὰ χωράφια τους τὸ σπόρο καὶ δὲν τὸν λυποῦνται, γιατὶ ξέρουν ὅτι, σπέρνοντας ἕνα σπόρο, ὁ ἕνας σπόρος θὰ πολλαπλασιαστῇ˙ τὸ ἕνα δισσάκι σπόρος θὰ γίνῃ τρία, τέσσερα, πέντε, δέκα. Γιατί λοιπὸν νὰ λυπηθοῦμε τὸ σπόρο; Γιʼ αὐτὸ σοῦ λέμε, ὅτι τέτοιος γεωργὸς ποὺ περιγράφεις δὲν ὑπάρχει. Πρέπει νὰ εἶνε κανένας τρελλός, γιὰ νὰ κάνῃ αὐτὸ ποὺ λές.
Κι ὅμως ἐγὼ ἐπιμένω καὶ λέω, ὅτι ὑπάρχει τέτοιος γεωργός, ποὺ τσιγγουνεύεται τὸ σπόρο. Ποιός εἶνε; Σύμφωνα μʼ αὐτὰ ποὺ λέει ὁ σημερινὸς Ἀπόστολος, ὁ τσιγγούνης γεωργὸς εἶνε ὁ φιλάργυρος. Προσέξτε λίγο καὶ θὰ τὸ καταλάβετε.
Τὸ χρῆμα εἶνε σὰν τὸ σπόρο. Κι ὅπως ὁ σπόρος δὲν κάνει νὰ μένῃ στὶς ἀποθῆκες, ἀλλὰ πρέπει νὰ σπέρνεται στὰ χωράφια γιὰ νʼ αὐξάνῃ, ἔτσι καὶ τὸ χρῆμα δὲν πρέπει νὰ μένῃ κρυμμένο κι ἄχρηστο˙ πρέπει νὰ βγαίνῃ ἔξω καὶ νὰ κυκλοφορῇ, ἕνα δὲ σημαντικὸ μέρος ἀπʼ αὐτὸ νὰ γίνεται ἐλεημοσύνη.
– Τὰ λεφτά μου ἐλεημοσύνη; θὰ φωνάξῃ ὁ φιλάργυρος. Ἐγὼ μὲ τόσο κόπο τὰ μάζεψα, καὶ τώρα νὰ τὰ δώσω ἐλεημοσύνη; Ἐγὼ τεμπέληδες δὲν τρέφω…
Μά, κύριε φιλάργυρε, δὲν πρόκειτα νὰ δοθοῦν λεφτὰ σὲ τεμπέληδες. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι δυστυχισμένοι, φτωχὲς χῆρες κι ὀρφανά, ἀνάπηροι, γέροι καὶ γριὲς ἔρημοι, κορίτσια ἀπροστάτευτα, παιδιὰ ποὺ κινδυνεύουν νὰ πάρουν τὸν κακὸ δρόμο, γυναῖκες ποὺ τὶς ἐγκατέλειψαν οἱ ἄνδρες τους˙ ὑπάρχουν τόσες περιπτώσεις δυστυχίας. Ὑπάρχουν ἀκόμα φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα, ποὺ ἔχουν ἀνάγκη βοηθείας. Ὑπάρχει ὁ Ἐρυθρὸς Σταυρός. Δῶσε λοιπὸν σʼ ὅλους αὐτούς…
Ἀλλʼ ὁ φιλάργυρος ἀρνεῖται νὰ δώσῃ. Καὶ ἄν πιεσθῇ πολύ, τότε θʼ ἀνοίξῃ τὸ πουγγί του καὶ θὰ δώσῃ ἐλάχιστα. Θὰ δώσῃ 5 ἤ 10 δραχμές, αὐτὸς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ δώσῃ χιλιάδες κʼ ἑκατομμύρια.
* * *
Αὐτὸς ὁ φιλάργυρος, ποὺ δὲν κάνει μὲ τὰ λεφτά του ἐλεημοσύνη, αὐτὸς εἶνε ὁ τσιγγούνης ἐκεῖνος γεωργὸς ποὺ εἴδαμε. Ἐνῷ ἀντιθέτως ὁ ἄνθρωπος, ποὺ μὲ προθυμία κάνει ἐλεημοσύνες καὶ σκορπάει τὰ χρήματα στὸ ἀπέραντο χωράφι τῆς ἀνθρωπίνης δυστυχίας καὶ τοῦ πόνου, αὐτὸς ὁ ἐλεήμων ἄνθρωπος εἶνε ὁ γεωργὸς ποὺ σκορπίζει μὲ ἁπλοχεριὰ τὸ σπόρο στὸ χωράφι. Καὶ τοὺς δύο τύπους ἀνθρώπων, τὸν ἐλεήμονα καὶ τὸ φιλάργυρο, ἔχει ὑπʼ ὄψι του ὁ ἀπόστολος ὅταν λέῃ˙ «Ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπʼ εὐλογίαις ἐπʼ εὐλογίαις καὶ θερίσει» (Β΄ Κορ. 9, 6).
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ», σελ. 210-216 (ἕκδοσις Γ΄ 2001).
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.