Αυγουστίνος Καντιώτης



Π Ε Ρ Ι Π Ρ Ο Σ Ε Υ Χ Η Σ – «Μνημονευτεον μαλλον του Θεου και Προσευχητεον Αυτω, ή αναπνευστεον» (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)

date Νοέ 5th, 2021 | filed Filed under: ΣYNEΡΓATΗΣ MAΣ π. Ι. Ν.

ΠΕΡΙ  ΠΡΟΣΕΥΧHΣ

(Πατηστε τον τίτλο ειναι το άρθρο σε pdf)

«Μνημονευτέον μᾶλλον τοῦ Θεοῦ καί Προσευχητέον Αὐτῷ,
ἤ ἀναπνευστέον»

(Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
***

Εἰσαγωγικά τινα: Ἄν δέν ἀγαποῦμε τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, καλύτερα νά μήν τολμοῦμε νά προσευχώμεθα. Ὁ Μακαριστός καί Ἅγιος Ἀμφιλόχιος Μακρῆς, νουθετώντας με ἕνα βράδυ στό Ἐρημητήριο τοῦ Κουβαριοῦ τῆς Πάτμου μοῦ ὑπέμνησεν ὅτι, ἡ Προσευχή χωρίς ἀγάπη εἶναι ἕνα πουλάκι χωρίς φτερά, πῶς θά μπορέσῃ νά πετάξῃ ψηλά;
Ἐξ ἄλλου, «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔρχεται μετά παρατηρήσεως» (Λουκ.17,20) -ἐδῶ, ἐκεῖ, παραπέρα, μέ κάμερες βιντεοληψίες, θορυβωδῶς μέ ἐπαγγελματικές σκάλες -σέ φρικωδέστατες, μάλιστα, στιγμές-, μέ ἐντυπωσιασμούς, φρού φρού, γιρλάντες, περικοκλάδες, μπλά μπλά, μπάντες, τυμπανοκρουσίες, ἐπαίνους, ἐξάρσεις, ἐπιδείξεις, αὐτοπροβολές, ἀλληλοφιλοφρονήσεις, δευτερολογίες, ἀνταλλαγές δώρων, -θέλεις; «σιμωνιακές» ἀναρριχήσεις, ἀνθρώπινες (ἀναρμόδιες) ἀξιολογήσεις, ἀνάξιες προωθήσεις, κουφότητες, ρηχότητες, ὑψαυχενότητες καί ἀλαζονικές ἐπάρσεις-, ἀλλά «ἐντός ἡμῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ» (Λουκ.17,20-21). Καί, «ἐν τοῖς ταμιείοις» (Ματθ.6,6), «ἐν τῷ κρυπτῷ», «ἐν τῇ λεπτῇ αὖρᾳ αὐξάνει»(Γ΄Βας.19,12:Ιώβ.4,16:Ψαλ.106,29:Ίεζ.8,2). Καί «ἐν τῇ ταπεινώσει καί πτωχείᾳ τοῦ πνεύματος»(Ματθ.5,3) διατηρεῖται-ἀναπαύεται. Καί κάποια λεπτομέρεια, πού μᾶς διαφεύγει τελείως. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐγγίζουσα «οὐκ ἐρίσει οὐδέ κραυγάσει» μέν (Ματθ.12,19), ἀλλά …κατ’ ἀντιδιαστολήν «εἰκῆ»(=ἀναιτίως) δέν θά ὀργισθῇς (σύ ἄνθρωπε) κατά τοῦ πλησίον(Παροιμ.28,25 : Ματθ.5,22 : Ρωμ.13,4 : Γαλ.3,4 : Κολ.2,18). Ἄν ὑπάρξῃ ἀποχρών καί ἐπιβαλλόμενος λόγος, ΤΟΤΕ καί «οὐαί» (Ματθ.23,14-29 : Λουκ.11,42-52), καί «μίσος» (Μαλαχ.2,13) «τέλειον» (μίσος) (Ψαλμός 138,22) μάλιστα, καί «μάχαιρα»(Ματθ.10,34 : Δευτ.20,13 :, καί «πύρ» (Λουκ.12,49)… καί «διχάσαι»(Ματθ.10,34)!! / Αὐτά δέ, ὄχι μόνον ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ, ἀλλά καί ἐν τῇ Καινῇ -ὡς διά χωρίων τῆς Βίβλου ἐν τοῖς προσημειουμένοις- στηρίζω καί ἐπιδιαβεβαιῶ τόν λόγον.

Αὐθαιρέτως καί αὐτοδυνάμως ὁ Προφήτης Ἠλίας κατέκαυσε διά πυρός ἐξ οὐρανοῦ καταβάντος τούς δύο Πεντηκοντάρχους (51+51=102) (Δ΄Βασ.1,9-12), καί κατέσφαξεν «διά μαχαίρας ἐντολῇ Θεού»(Γ΄Βασ.18,40) τούς 400 «Ἀρσενοκοίτας Ἱερεῖς(προφήτας) τῶν Ἀλσῶν»(Γ΄Βασιλ.18,19) καί ἄλλους 450 «τοιούτους Ἱερεῖς τοῦ Βάαλ»(αὐτόθι) στό Ὄρος Κάρμηλο, ἤτοι σύνολον φονευθέντων 952(;!!), καί οὗτος συμπεριλαμβάνεται εἰς τάς τάξεις τῶν κορυφαίων Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας;! Ἄν δέν τό ἔκανε, τί ἐπίχειρα θά εἶχεν ὁ ἴδιος; Τί λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στόν 105ον Ψαλμό, στίχοι 34 ἕως 43: «ἐπειδή ἐφείσθης(τούς λυπήθηκες) καί πάντρεψες τά ἀγόρια καί τίς θυγατέρες τοῦ Ἰσραήλ μέ τά ἀντίστοιχα (τέκνα) τῶν εἰδωλολατρῶν… τά ἐπίχειρα σέ σένα Ἠλία καί σέ καθένα, θάνατος διά μαχαίρας!».
Σήμερον; Ναί, καί σήμερον! Δέν εἶναι παραμύθια αὐτά στό Λόγο τοῦ Θεοῦ! «Ὥρισε τάς ὁροθεσίας (σύνορα) τῶν ἐθνῶν, κατοικεῖν ἐπί πᾶν τό πρόσωπον τῆς γῆς» (Πράξ.17,26). «Μή μέταιρε ὅρια(σύνορα) αἰώνια προγόνων σου» (Παροιμ.22,28). «Πολεμήσῃς ἕως θανάτου … καί Κύριος συμπολεμήσῃ σοι» (Σοφ.Σειρ.4,28). «Ὡσεί πετροβόλου θυμοῦ πλήρεις ριφήσονται χάλαζαι=συμπολεμώντας θά ρίχνει χαλάζι σάν μεγάλες πέτρες κατά τού ἐχθροῦ»(Σοφ.Σολ.5,22 : Ίεζεκ.13,11-13).
Μᾶς «παραμυθιάζουν» οἱ ἀγωνισταί τοῦ 1940 στήν Πίνδο; Τά «εὐχαριστήρια στήν Ὑπέρμαχο Στρατηγό» (Ἀκολ.Ἀκαθίστου Ὕμνου) νά παύσουν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῶν Ὀρθοδόξων; Κι’ αὐτό ἴσως τό δοῦμε μέ τίς «Παπο-Λυκοφιλίες», ἐννοεῖτε ποίου; «Οἱ ἄρχοντες οὐχ εἰκῆ (ματαίως-χωρίς λόγο-ἀναιτίως) φέρουσι τήν μάχαιραν»(Ρωμ.13,4). Ὁ Κύριος, ἀνακόλουθος εὑρίσκεται, μή στρέψας καί τήν ἄλλην σιαγόνα, στόν ἀχάριστο, θεραπευθέντα ὑπ’ Αὐτοῦ, δοῦλο; (Ίωάν18,23).
Μήπως μελετᾶμε τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ ἀνάποδα καί ἔξω (ἀπ’ τά ἐξώφυλλα), καί πρέπει νά συμφωνήσουμε μέ τούς Ψευδομάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, νά μή παίρνουμε ὅπλο καί νά μή στρατευώμεθα, ἀλλά «διά τῆς πλαγίας καί παρακαμπτηρίου ὁδοῦ», (π.χ.) νά γραφώμαστε στά Μοναχολόγια (παλιά ἁμαρτία αὐτή) τῶν Ἱερῶν Μονῶν, ἐν πολλῇ ὁσιότητι(!) «ἀνοσιουργοῦντες»· / «συστρατευόμενοι…» μετά τῶν Μοναχικῶν Τάξεων ὡς δῆθεν «Ζηλωταί ἀκόλουθοι τοῦ Χριστοῦ»(!!!), κι’ ἄς ἀντέχει ἡ ἔλλειψις φιλοτίμου καί τό ἐνδιαφέρον καί ἡ ἔννοια μόνο γιά τό τομαράκι μας, / νά σκοτώνωνται διά τήν «ἀφρατοσύνη» καί «Κοινοβιακή ἀβροδιαιτητότητά» μας (Εὐχή ἑπτά Παίδων, εἰς μή ὑπνοῦντα)… τά κορόϊδα;!!! Ἐπιχειρηματολογοῦντες ὡς «φιλειρηνισταί», γιατί νά κάνουμε πολέμους; «Σφάξεμε, Ἀγάμ, ν’ ἁγιάσω»!
Ἡ «Πνευματική κεφαλή», δυστυχέστατα καθημερινά ἐνδιατρίβει καί συγχρωτίζεται στά/καί μέ τά «Κέντρα» ὅθεν ἐκπορεύονται αἱ φρικώδεις αὗται τοποθετήσεις, φαντάσματα Γενοκτονιῶν τοῦ παρελθόντος, στή μνήμη τῶν ὁποίων, χθές ἀκόμη, καταθέταμε «δαφνοστέφανα»!! / Παγκοσμιοποίησις, Ἀγαπουλιαρίσματα μέ τούς πάντας, προδίδοντας καί ἐκπίπτοντας εἰς πάντα! Πανθρησκεία, Ἀγαθομαρουλισμός, καταφυγή στά ἄπειρα Ἀποβλακωτήρια, Καρπαζοεισπρακτοράδικα, Ἀμοραλιστικά στέκια, Παιδαγωγικά Συστήματα καί ἤθη τά ἀπό Σκανδιναβικῶν χωρῶν, Λός Ἄντελες καί Χόλυ Γούντ Ἀμερικῆς καί βάλε καί βάλε. / Ποῦ πᾶμε; Κατά βαράθρου!!
Καί «τῶν οἰκιῶν ἡμῶν ἐμπιμπραμένων, πάντες ἄδομεν!» καί ψάλλομεν, πηδώντας ἀκροβατικά 1,30μ. ἀπό παλκοσένικα Δημοτικῶν Θεάτρων(!) ἀδιαντρόπως -α λα Ἰουστῖνος Μπαρδάκας-, ἀντί νά πᾶμε νά πνιγοῦμε (Ματθ.18,6) νά γλιτώσῃ ὁ κόσμάκης ἀπό μᾶς, τούς δῆθεν σωτῆρες-διδασκάλους-καθοδηγητές, παύοντας νά «ἀνεβάζωμεν» πλέον, σέ ἀκροατήρια Θρησκευτικά-Κατηχούμενα(!), Κουγιουμτζῆδες (γιά νά ἐπιδείξουμε δημοκρατισμό καί φιλολαϊκισμό!) καί Βέμπο μέ Ἐρίτιμο κ. Μπωτέλη (γιά πατριωτισμό!) – ὑπ’ ἄλλων φρονημάτων-«πιστεύω» κατ’ οὐσίαν τῇ οὐσίᾳ καί τῇ ὑποστάσει ἐμπεποτισμένοι ὄντες (νόει ἅ λέγω, καί ὁ νοῶν νοήτω). Ἐν τοῖς Δέλτοις τῆς Ἱστορίας, εἶναι πλέον καταγεγραμμένα, δεν ἀπαλείφονται ταῦτα.
Ἀκούσατε τοῦ Παύλου λαλοῦντος, ὅσοι «τσαλαβουτᾶτε» σ’ αὐτή καί σέ παρόμοιες κοσμικές θολοῦρες καί βοθρίλες, τί παραγγέλλει στόν μαθητή του Τιμόθεο στό 4ο Κεφάλαιο στίχοι 6 ἕως 9, ἐν μεταφράσει:
(6)Ἐάν αὐτά (πού σοῦ γράφω) διδάσκῃς τούς ἀδελφούς, θά εἶσαι ἕνας καλός ὑπηρέτης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἀνατρέφεσαι μέ τούς λόγους τῆς Πίστεως καί τῆς καλῆς διδασκαλίας, τήν ὁποίαν ἔχεις παρακολουθήσει. (7)Μέ τούς ἀνιέρους δέ μύθους, πού εἶναι γιά γραΐδια, νά μήν ἀσχολῆσαι καθόλου. Νά γυμνάζῃς δέ τόν ἑαυτό σου, γιά νά προοδεύῃς σέ εὐσέβεια. (8)Ἡ ἐκγύμνασις τοῦ σώματος εἶναι βεβαίως ὠφέλιμη γιά λίγο, ἐνῶ ἡ εὐσέβεια εἶναι ὠφέλιμη γιά πάντοτε, ἐπειδή ὑπόσχεται ἀγαθά γιά τήν παροῦσα καί τήν μέλλουσα ζωή. (9)Ὁ λόγος εἶναι ἀληθινός καί τελείως ἄξιος ἀποδοχῆς» (Α΄Τιμ.4,6-9).
Καί ταῦτα πάντα(;) ἐν Μακαριότητι! Παναγιότητι! Πανοσιολογιότητι! Ἐλλογιμότητι! Σοφιολογιότητι! … Ἐν ἀναισχυντίᾳ πολλῇ, κοιλιοδουλίᾳ (Φιλιπ.3,19), αἰσχρότητι, ὁμοφυλοφιλίᾳ Σοδομο-Γομορικῇ, … Καί συλλήβδην πάντα, Χριστοκαπήλως, Θεομπαικτικῶς! Καί τό ἐξοργιστικόν; στανικῶς, ἐριστικῶς, προκλητικώτατα καί θρασύτατα, καλυπτόμενοι καί (δῆθεν) ἐξασφαλιζόμενοι ὄπισθεν τῆς ἀσυλίας πού τούς παρέχει ἡ Ἰδιότης των, τό ἐκ τῶν Ἱερῶν Κανόνων συγκεχυμένον «ἀδιάβλητον» καί ἡ ἐξαντλουμένη «οἰκονομία», -σἄν ἡ «ἀκρίβεια» παραγκωνίζεται-, / καί ὁ πρότερον (ἀπών) ἔντιμος (!!!) αὐτῶν βίος.
Βρέ, Κοινωνία Στρουθοκαμήλων, ἕως πότε θά ὑποκρινώμεθα καί θά ἐθελοτυφθοῦμεν ἀπό Πατριάρχου, μέχρις ἐμοῦ τοῦ Παναθλίου;
Οὐχί «πάντες ἐσμέν ψεῦσται»; (Ρωμ.3,4). Οὐχί «εἰς πολλά πταίομεν ἅπαντες»; (Ἰακ.3,2) Ποιός εἶσαι πού μένεις ἀπ’ ἔξω καί ἐξαιρεῖσαι; Ἀποτελεῖς ἐξαίρεσιν, τοῦ «οὐδείς τῶν ἀνθρώπων δύναται δαμάσαι τήν γλῶσσαν, ὁπότε κατορθώνεις νά δαμάσῃς καί ὅλον τό σῶμα, καί οὕτω ἀναδεικνύεσαι ἄρτιος, ἐν μηδενί λειπόμενος;» (Ἰακ.3,8 & 3,2) Εὖγε Ὑπεράνθρωπε τοῦ Νίτσε!
Τέτοιους, δέν ἔχει νά προβάλῃ τό Εὐαγγέλιον. Ὑπομιμνήσκει στόν καθένα ὅτι «καί ἄν ὅλον τόν Νόμον ἤ τούς Προφήτας κατορθώσῃ, δοῦλος ἀχρεῖός ἐστι καί ὅ ὤφειλε ποιῆσαι πεποίηκε» (Λουκ.17,10). Πρέπει διαρκῶς «νά ἔχῃ ταπεινό πνεῦμα, διερχόμενος διά τῆς στενῆς πύλης καί πορευόμενος διά τῆς τεθλιμμένην ὁδοῦ, ἕως τήν τελευταίαν πνοήν» (Ματ.7,14) , ὅπως ἔπραξε ὁ Μέγας Ἀντώνιος, πού γνώριζε τίς παγίδες τοῦ διαβόλου. Καί «μή θαρίσῃς εἰς τό πνεῦμα τῆς πορνείας ἕως θανάτου» (Πατερικόν). Καί τό ἁπτόμενον ὅλων, τό καί τελολογικόν, νά ἔχῃ ξεκαθαρισμένο ἀπόλυτα μέσα του ὅτι «δωρεάν θά σωθῇ», δέν θά εἶναι «κατόρθωμά του». «Τῇ γάρ χάριτί ἐσμεν σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· καί τοῦτο οὐκ ἐξ ἡμῶν, Θεοῦ τό δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται» (Ἐφεσ.2,8-9). «Δικαιωθέντες τῇ ἐκείνου χάριτι» (Τίτ.3,7). «Δικαιούμενοι δωρεάν τῇ αὐτοῦ χάριτι διά τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Ρωμ.3,24).
Ὤ! τῆς ἀφροσύνης! Ὤ! τῆς ἀθλιότητος! / Ἐρωτῶ εὐθέως πάντας καί πανταχοῖ (=κατά πᾶσαν κατεύθυνσιν). Ὁ καλύτερος «Ποιμήν» (Ἰάν10,11) ἐξ ἡμῶν πάντων, μηδενός ἐξαιρουμένου. Ποιό «πρόβατο», καί τό πιό συμπαθές καί ἀγαπητό, μετά τήν – ἐπ’ ὀλίγα ἤ κάτι ἀκόμα ἔτη – ἄμελξιν (ἄρμεγμα κανονικό, μέχρι ὁ ἀμελκτῆρας-θήλαστρο νά ρουφᾶ πύον καί αἷμα ἐκ τοῦ μαστοῦ τοῦ δυστήνου … «ζωντανοῦ»-πιστοῦ, καταλαβαινόμαστε πολύ καλά νομίζω τό τί ὑπονοῶ, -ἀπό τήν πλεονεξία, τήν ἀπανθρωπιά, τήν σκληροκαρδία καί τήν τόση βαναυσότητα), ἀφοῦ «τό κείρωμεν ἄφωνον» (Πραξ.8,32) κατ’ ἔτος, καί ποιήσωμεν ἐνδύματα, σκεπάσματα. Ἀφοῦ κάνουμε χνουδοτό-δερμάτινο στρωματάκι(*) στήν κούνια τού μωροῦ μας, τσάντες καί χειρόκτια (γάντια) διά τάς Ἐριτίμους Κυρίας, ὑποδήματα, γκράν κάσες, τύμπανα, ντέφια, τουμπερλέκια, ἀσκούς γιά γκάϊντες καί πίπιζες. Κουμπιά, καί Ἀκρόπρωρα Καϊκιῶν καί Κοτέρων, φυγαδευτήρια εἰς τάς εἰσόδους τῶν οἰκιῶν μας μέ τά κέρατά τους (κέρας). Ἀφοῦ ἡ κουδούνα (τό κυπρί)(*) τους στολίζει εἰς αἰώνιον μνημόσυνον(!) τό μπαλκόνι μας. Ἀφοῦ, μέ τό πάμφθηνο ἀχυράκι καί τήν ἀπέριττη «ταή» του (βρώμη,καλαμπόκι,βίκο,κριθάρι,τριφύλλι κ.λ.π.), ἀπολαύσωμεν ἐπί ἔτη τῶν τόσων παραγώγων-εὐεργετημάτων του, ἅτινα ἡ Σοφία καί Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, μεταποιοῦσα, / προσφέρει τόσο πλουσιοπάροχα σ’ ἐμᾶς τά ἀχάριστα πλάσματά Του. Ἀφοῦ, Ἀφοῦ. // Ἀφοῦ καί τήν διά βίου κοπρίαν αὐτοῦ, ἀκόμη, δέν ἐξαιρέσωμεν τῆς ἐκμεταλλεύσεως διά λίπανσιν τῶν ἀγρῶν ἡμῶν, ἀλλά καί διά θεραπευτικάς εἰσπνοάς πνευμόνων φυματιώντων ἀτόμων (ὅσο καί ἄν τοῦτο ἠχεῖ παράξενα καί ἀναχρονιστικά-ξεπερασμένα). // Ποιό, λέγω, ἐξ αὐτῶν θά ἐξαιρεθῇ τῆς σφαγῆς (μέ πόση «ἀγάπη καί τρυφερότητα(!)» δεχόμενο τό ἄσπλαχνο μαχαίρι!!!…), καί τῆς ἐν συνεχείᾳ ἐκδορᾶς (γδαρσίματος), καί δέν θά ἐπέλθῃ-συντελεσθῇ ἐπ’ αὐτῷ τό τῆς θυμοσοφίας τού λαοῦ προδιαγεγραμμένον τέλος-κατάληξις, τοῦ ἐσαεί ἐπαναλαμβανομένου ρεφραίν, ὅτι (ἐν τέλει) «κάθε ἀρνάκι ἀπ’ τό ποδαράκι του κρέμεται»; Κρεμάμενον ἐπ’ ὀλιγον στό «τσιγκέλι»,… γιά νά τεμαχιστῇ κατόπιν στό κούτσουρο, μέ τόση σκληρότητα καί βαναυσότητα ἀπό τόν μπαλτᾶ τοῦ Χασάπη, πού, ἀκονίζοντας τό χασαπομάχαιρο μέ τό μασάτι, θά τόν ἀκοῦς νά φωνάζῃ: Γιά περάστε, γιά περάστε, … ἀρνάκι τοῦ γάλακτος, ἀρνάκι καλοθρεμμένο παχουλό χρονιάρικο, παϊδάκια, πριζόλες, σβέρκο, μποῦτι, νουά, συκῶτι καθαρό, νεφραμιά, ψαρονέφρι, ἀντεράκια γιά κοκορέτσι καί μαγειρίτσα, ὅλα φρέσκα καί σέ καλή τιμή;! Γιά νά ἀκοῦμε ἐμεῖς ἀπάνθρωπα καί ἀνελέητα τήν «τιμή» τους … σέ εὐρώ! Καί προδίδοντες τήν ἀποστολή καί τόν ὅρκο μας (ὡς βαφτισμένοι Χριστιανοί, Κληρικοί καί Λαϊκοί), ἐκμεταλλευόμενοι καί θυσιάζοντες «πρόβατα καί ἐρίφια» (Ματθ.25,33), πού μέλλουν νά σταθοῦν μιά μέρα «ἐκ δεξιῶν ἤ ἐξ εὐωνύμων» Τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ (Ματθ.25,33), συνειρμικά ἐνορῶντες, παραλληλίζοντες, ἀντιπαραβάλλοντες, ἀντι-καί-ἀλληλοπεριχωροῦντες καί συγκρίνοντες ποίμνιον-πιστῶν (μάνδρας Ἐκκλησίας=συνάξεως λογικῶν προβάτων), καί ποίμνιον-προβάτων (στανικοῦ αὐλισμοῦ ἀλόγων ἀμνῶν), νά ἐντρεπώμεθα γιά τήν πνευματική μας (!) σκληρότητα καί ἀπανθρωπία, μέσα στήν ἀτέρμονα χοάνη τῆς πλεονεξίας μας, κάνοντας (πώ, πώ μέ τί ἐνδιαφέρον!), δυό Θ. Λειτουργίες(!), τρεῖς Χαιρετισμούς(!) καί τόσες ἄλλες – ἄς μοῦ ἀπιτραπῇ ἐπί τέλους ὁ χαρακτηρισμός – διαολιές βδελυκτές ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ, καταντήσαντες τόν Χριστιανισμόν «τέχνη τεχνῶν καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν» κατά τόν Ἱερόν Χρυσόστομος, ἀλλά … ἀπ’ τήν ἀνάποδη(!), «κοπτόμενοι» μή μείνῃ (δῆθεν) κανένα «πράϊτο» νηστικό(!). Δικαιολογοῦντες ἔτσι καί συγκαλύπτοντες ἄλλους, ἀθεμίτους σκοπούς, πού, χαρακτηρίζοντάς τους ὡς ἱερούς καί θεοφιλεῖς(!), μέ μπαϊράκι τό: «Ὁ σκοπός ἁγιάζει τά μέσα», ἐπιτυγχάνομε μέν νά ἀμέλγωμεν ἐξαντλητικά τούς πιστούς, ἀποδεικνυόμεθα ὅμως τόσο ἀσπλαγχνοι, ἄπληστοι, ἀκόρεστοι καί μισότεκνοι Πατέρες «Πνευματικοί!». Οἱ πιστοί ἐκλαμβάνονται ὡς «οἱ πάντοτε ἔχοντες – ὀφειλέτες», καί πρωτίστως πρέπει νά προσφέρουν «εὐγνώμονα θυσίαν» τῷ τά πάντα χορηγοῦντι καί παρέχοντι αὐτοῖς, Δωρεοδότῃ καί προνοητῇ Θεῷ!!
Ἀλητήριοι, πλάνητες, οἱ -τῷ ὄντι καταντήσαντες- μή ἔχειν μόνιμον διαμονήν, οἱ κλείνοντες ἐντός ὑμῶν «τόν ἐλαύνοντα» (Λουκ.8,29), οἱ εἰς τούς λόγους τοῦ Κυρίου μή πειθόμενοι καί μηδέποτε ὑπακούοντες καί πειθαρχοῦντες· πού σᾶς ἐπιτάσσει: «Μή μεταβαίνετε ἐξ οἰκίας εἰς οἰκίαν» (Λουκ.10,7). «Ὅπου ἐάν εἰσέλθητε εἰς οἰκίαν, ἐκεῖ μένετε ἕως ἄν ἐξέλθητε ἐκεῖθεν» (Μάρκ.6,10). «Μηδένα κατά τήν ὁδόν ἀσπάσησθε» (Λουκ.10,4), βάλε κάτω τό κεφάλι καί τράβα στή δουλειά σου, ὄχι νά φτάσῃς τό ἀπόγευμα, ἀπό τίς χαιρετοῦρες καί τά κοντοστασήματα!!
Ζηλώσατε φαίνεται τήν ζωήν τοῦ Ἠλεί, τοῦ «προκομμένου» Πατρός τῶν υἱῶν (αὐτοῦ) Ὀφνεί καί Φινεές, καθώς καί τοῦ πιό «προκομμένου» Πατέρα, τοῦ Ἑλιάβ μέ τά δυό κακομαθημένα καί κακοαναθρεμμένα του τόν Δαθάν καί τόν Ἀβειρών, καί τό σνάφι τους τόν Κορέ (Λευίτης, καί ν’ ἀντισταθῇ στόν Μωυσῆ καί τόν Ἀαρών;)· πού «ἤνοιξεν ἡ γῆ τό στόμα αὐτῆς καί κατέπιεν αὐτούς, τούς οἴκους καί τάς σκηνάς αὐτῶν τάς γυναῖκας καί τά τέκνα αὐτῶν, τάς ἀποσκευάς καί τά κτήνη αὐτῶν, καί πάντα ὅσα ἦσαν αὐτοῖς κατέβησαν ζῶντα εἰς τόν ἅδην, καί ἐκάλυψεν αὐτούς ἡ γῆ, καί ἀπώλοντο ἐκ μέσου τῆς συναγωγῆς» (Ἀριθμοί 16,25-33). Δέν ἐντρέπεσθε; Δέν τρομάζετε μέ τά τέλη τους;
Διετάξατο τό Πνεῦμα «οὐκ ὀφθήσῃ ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου κενός· ἕκαστος κατά δύναμιν τῶν χειρῶν ὑμῶν, κατά την εὐλογίαν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ἥν ἔδωκέ σοι» (Δευτερ.16,16-17). / Γιά νά φουλάρῃς βενζίνη τό ρεζερβουάρ τοῦ PASSAT ἤ τοῦ Πολυμορφικοῦ καί νά χάνεσαι(;) ἐσύ σήμερα, τό νομοθέτησε;;!! Νά μή γνωρίζουμε ποῦ σουρτουκεύεις, ποιόν τραπεζώνεις καί ποῦ τραπεζώνεσαι; Σέ ποιόν κάνεις δῶρα καί ἀπό ποιόν δέχεσαι, καί για ποιόν σκοπό και λόγο γίνονται αὐτές οἱ ἀλληλοφιλοφρονήσεις -καί πανάκριβες, πολλές φορές- ἀνταλλαγές; Γιά νά μήν ἐπεκταθῶ σέ ἄλλες φάσεις, καταστάσεις, σκηνές, δράσεις, ἐνέργειες καί ἀποκαλύψεις … «Οὐδέν κρυπτόν ὑπό τόν ἥλιον» (Ἀρχαϊκόν), καί δύο Εὐαγγελικά ρηξικέλυθα γιά πάντα· «οὐδέν δέ συγκεκαλυμμένον ἐστίν ὅ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται, καί κρυπτόν ὁ οὐ γνωσθήσεται· ἀνθ’ ὧν ὅσα ἐν τῇ σκοτίᾳ εἴπατε, ἐν τῷ φωτί ἀκουσθήσεται, καί ὅ πρός τό οὖς ἐλαλήσατε ἐν τοῖς ταμείοις,/ /κηρυχθήσεται ἐπί τῶν δωμάτων» (Λουκ.12,2-3). «Οὐ γάρ ἐστι κρυπτόν ὅ οὐ φανερόν γενήσεται, οὐδέ ἀπόκρυφον ὅ οὐ γνωσθήσεται καί εἰς φανερόν ἔλθῃ» (Λουκ.8,17). Τί Χαϊβανέ Ζουλάπια μᾶς νομίζουν ὅλοι, ἕνα γύρω -ἐπί τέλους;! Μάου Μάου καί Μουζίκοι καταντήσαμε; / Τί λές, ρέ Ἀρκουδιάρη τοῦ «Ἀρκτούρου» ἀπό τό Ἀμύνταιο, πού ἔμαθες ἀπ’ τίς Ἀρκοῦδες ν’ ἀγαπᾶς τό «μέλι» (τόν παρά);!
Οἱ, ὡς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου ἤ Ἰδιωτικοῦ (κατά περίπτωσιν) Δικαίου, «βεβαπτισμένοι» Εὐκτήριοι Οἶκοι κ.τ.λ.,κ.τ.λ., θά παύσουν ποτέ νά τεκταίνωνται μεθόδους καί τρόπους οἰκονομικῆς ἀφαιμάξεως τοῦ «Ποιμνίου»-Πιστῶν; Πότε θά ἀπομακρύνωμεν εἰλικρινά ἑαυτούς, ἀποστασιοποιούμενοι (ἐπί τέλους), κατῃσχημμένοι (ντροπιασμένοι), παραδεχόμενοι καί ἀναγνωρίζοντες τήν ἐγκρυπτομένην ἀλήθειαν στόν ἀψευδῆ ὁρισμό-διαπίστωση, τόν βγαλμένο ἀπό τό στόμα τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ, τοῦ Μόνου Καλοῦ Ποιμένος, πού δέν ἔστειλε στό χασαποπουλιό-μακελειό κανένα «πρόβατό Του», ἀλλά θυσιάστηκε Αὐτός «Ὁ Ἀμνός» ὑπέρ τῶν Προβάτων Του, «Ὑπέρ τῆς κοινῆς τοῦ κόσμου σωτηρίας»;!(Ἰούδα 3 / Θ.Λειτουργία). Ναί, ἀψευδῶς, εὐθέως, ἀταλαντεύτως καί ἄνευ περιστροφῶν εἶπε, πώς «ρίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία» (Α΄Τιμ.6,10). Ἄς προβάλλει, ὅστις τολμᾶ νά ἀντείπῃ πρός τοῦτο καί ταῦτα, τήν ὅποια του ἀντίρρησιν. Καί ἄς προσποιηθῇ, ἀποποιούμενος τ’ ἀνωτέρω, πώς δέν ἔχει διαπιστώσει ποτέ, πόσοι Λαϊκοί δέν ἔχουν γίνει θύματα ἐκμεταλλεύσεως ὑπό Κληρικῶν ὅλων τῶν βαθμίδων, καί πόσοι Ἐπίσκοποι δέν ἔχουν στύψει σά λεμονόκουπα τόσους Κληρικούς καί Λαϊκούς, (περισσότερον Κληρικούς), πού τούς ἔχουν, ἔτι ἐπιζῶντας, ποικιλοτρόπως πεταμένους καί παραθεωρημένους, ἄν καί θυσίασαν ὅλη τή ζωή τους, ὄχι τόσο γιά τήν Ἐκκλησία ἐν εὐρυτέρᾳ ἐννοίᾳ, ἀλλά, ἐκ φιλοτίμου πλανηθέντες, γιά τήν ἀφεντιά τους(!), διατελοῦντες ἔναντι αὐτῶν ἐν ἀναντιρρήτω διαρκῇ καί ἀδιαπτώτῳ «ἁγίᾳ» ὑπακοῇ!!! Οἵτινες (Ἐπίσκοποι), πάντοτε καί ἐν πᾶσιν ἐν ἀνυπακοῇ συλλαμβανόμενοι, ὡς «μή Θεόν φοβούμενοι καί ἄνθρωπον μή ἐντρεπόμενοι» (Λουκ.18,4), ἐπέδειξαν καί ἐπιδεικνύουν ἐξακολουθητικῶς, τοσαύτην σκληρότητα, ἀσπλαγχνίαν, ἀγνωμοσύνην καί ἀπανθρωπίαν, ἀλλά καί πού, δυστυχῶς, προκαλοῦν καί ἀπηλοῦν ἀσυστόλως καί ἀδιαντρόπως, πάντα τόν μή ἀντιλέγοντα καί μή ἀνθιστάμενον;! Δι’ αὐτό, ἐν πικρίᾳ μέν, ἀλλά καί ἐν ὡρίμῳ κρίσει καί γεγηρακυίᾳ-κεκμη(κ)υίᾳ ἀγάπῃ, «μή βουλήσει θέλοντες τόν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τό ἐπιστρέψαι καί ζῆν αὐτόν» (Ἰεζ.33,11), ἀναφωνοῦμεν μετά τοῦ, πεῖραν μεγίστην κτησαμένου ἐκ τῶν παθημάτων του, Δαυίδ: «Πρόσθες αὐτοῖς κακά. Πρόσθες αὐτοῖς κακά, Κύριε, τοῖς ἐνδόξοις τῆς γῆς» (Ής.26,15), μήποτε, μετανοήσαντες, εὕρωσι που καί οὗτοι, ὁδόν σωτηρίας. Ἀλλά, ἐν τοῖς οἴκοις τῆς χλιδῆς καί εὐμαρείας «τῶν βασιλέων»(!) (Ματθ.11,8) ἐγκαταβιοῦντες – τύφλα νἄχουν τά παλάτια τά τότε μέ τά σημερινά τά δικά τους, ἔχω προσωπικήν, ἰδίαν πεῖραν «βασιλικοῦ οἴκου Τατοΐου…» καί κάνω τήν σύγκρισιν -, καί «μή μακρύνοντες ἑαυτούς τῆς ὁδοῦ τῆς ἀπωλείας» (Ψαλμ.72,27), «οἴμοι» (ἀλίμονο)!!, δέν θέλουσι ποτέ (μᾶλλον) ἐπιστρέψει. «Δυσκόλως οἱ τά χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται …». «Κάμιλος ἤ Κάμηλος… εὐκοπώτερον!» (Ματθ.19,24 : Λουκ.18,26).
Δέν ἔχουν «μπέσα»! Δέν ἔχουν ἴχνος πίστεως! Εἶναι ἀναίσχυντοι Θεομπαῖκται, δικαιολογοῦντες τά πάντα, μέσα στόν φτηνό καί εὐτελιστικό ἰσχυρισμό τους, ὅτι ἐκπροσωποῦν τήν ἐκλαμπρότητα τοῦ Παμβασιλέως Χριστοῦ!!, τήν μέσῳ τῶν Αὐτοκρατόρων τοῦ Βυζαντίου παραδοθεῖσαν-μεταβιβασθεῖσαν αὐτοῖς (τρομάρα τους), ἥν (αούτοι…κατά τό πόντιον!) μετά τοσαύτης προθυμίας παρέλαβον, διατηροῦν καί ἐπαυξάνουν προκλητικότατα, μή ἐξαντλουμένης τῆς ἐτέρμονος καί μᾶλλον αὐξανομένης ἀλαζονείας καί τρέλας των, ὡς «Βλακείας» ἀναφανδόν-ἀνεπιφυλάκτως ἐξ ὑπαρχῆς χαρακτηρισθείσης, καί διαμενούσης ἀπαρασαλεύτως χαρακτηριζομένης οὕτω (ὡς βλακείας) – ὠμότατα – τῆς κοσμήσεως καί τῶν συμπαρομαρτούντων ταῖς συνηθείαις αὐτῶν, ὑπό τοῦ ΙΣΤ΄Κανόνος τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀλλά ποῦ ντροπή, ποῦ Κανών μπρός στά «κάλλη καί τήν ἐπίδειξη», εἰς τούς Κούφους Οἰηματίες!!!
Ἐρωτῶ, Καταργεῖ καί κατονομάζει ΣΥΝΟΔΟΣ «Β λ α κ ε ί α», κάτι τό ὁποῖον πρέπει νά ἰσχύῃ, νά ὑπάρχῃ, καί νά εἶναι περίφανοι, καί τότε νά καμαρώνουν σάν ἑβρέϊκα σκεπάρνια οἱ ἐπίσκοποι γι’αὐτό; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἔ, τότε τί ἄλλο ἀποδεικνύουν; Κι’ ἄς τά πασαλείβουν μέ ὅσες ἄλλες σάλτσες θέλουν, κρέμες καί σαντιγί, μέ κερασάκι τή «Βυζαντινοπληξιακή Λαμπρότητα»! / Χόρτασα καί ἀηδίασα τήν ἀδιαντροπία τους. Τά στιγματίζω καθηκόντως καί εὐόρκως, διότι τό πετραχήλι μου ἔχει δυό σειρές σειρήτια. «Μολοῦντες λαβέτωσαν»!! Εἰ καί γέρων κεκμη(κ)ώς, παριππεύων τό ὀγδοηκοστόν πέμπτον τῆς, τήν «Ἐξόδιον Ἀκολουθίαν» ἀναμενούσης, ἡλικίας μου, τρεμαμέναις χερσί ξιφουλκῶ, διασταυρώνων τό ξίφος τῆς πίστεώς μου μεθ’ οἱουδήποτε ἀντιφρονοῦντος τοῖς ὡς ἄνω, τοῖς ἐχομένοις Ὀρθοδόξως· στηριζόμενος ἐπακριβῶς καί ὀρθοτομῶν αὐτόν τοῦτον τόν Λόγον Του. Τοῦτο δέ, ἡρέμῳ συνειδήσει «μή προμελετῶν -ἄν τοῦτο μοῦ ἀπαιτηθῇ ποτε- ἀπολογηθῆναι», πεποιθώς ὅτι, «δώη μοι Κύριος δύναμιν καί σοφίαν, ᾗ οὐ δυνήσονται ἀντιστῆναι καί ἀντιπεῖν, πάντες οἱ ἀντικείμενοι ἐμοί»(Λουκ.21,14), τῷ «ἐξαισίῳ πτώματι»! (Ἰώβ.18,12:Ἡσα.30,14). Τῷ, ἄλλωστε, μή τι ἄλλο ποιήσαντι, ἀλλά ἁπλῶς, ὁμολογήσαντι εὐθέως Ἐκεῖνον καί τάς Αὑτοῦ ἀληθείας καί ἐντολάς.
«Ζῆ Κύριος ὁ Θεός» (Γ΄Βας.17,1 & 18,10 αὐτόθι)! Καί «Τῶν δικαιωμάτων αὐτοῦ οὐκ ἐπελάθετω» ποτέ (Ψαλ.118). Κοντός Ψαλμός «Ἀλληλούϊα»! Τό γνωρίζουν καλύτερα ἀπό τούς λαϊκούς. «Στανικότης καί Αὐθαιρεσία», «Καμουτσίκι Ὀθωμανικό» καί Τουρκιά, ἕως πότε;! Οὐτοπία τά 200 χρόνια ἀπό τό 1821; Πλάκα κάνετε; Μᾶς «δουλεύετε» κατάφορα τόσο ἀναίσχυντα καί ἀνόσια; / Ὑπάρχουν ἀκόμη «σφενδόνες τοῦ Πνεύματος» (Α΄Βασ.17,40.17,50.25,29 : Β΄Παραλ.26,14 : Παρ.26,8) καί «ποταμίσια βότσαλα»(ἔ.ἀ). Πόοοσοι Γολιάθ καί Ἀμαλίκ «καταβάλλονται» καθ’ ἡμέραν; Καί ἀνά τούς αἰῶνας θέλει καταβάλει Κύριος πάντα ἐπαίροντα ἑαυτόν, καί «πᾶσαν ἐπηρμένην ὀφρύν» δύναται ταπεινῶσαι. «Φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος» (Ἑβρ.10,31)! Εἴη Τό Ὄνομα Κυρίου εὐλογμένον καί δεδοξασμένη ἡ ἰσχύς Αὐτοῦ!
Πόσο ἔχουμε ἀποκλείνει τῆς πορείας μας! Πόσο ἔχουμε διαστρέψει τά πράγματα! Πόσο ἔχουμε ἀλλοιώσει τά κελεύσματα τοῦ Θεοῦ! Ἄκου πλάνη καί ἰσχυρισμό. «Τό πρόσωπόν σου λιτανεύσουσιν οἱ πλούσιοι τοῦ λαοῦ»(Ψαλ.44,12).Οἱ πτωχοί ἀποκλείονται; Ἀποβάλλονται; Αὐτό ὑπονοεῖ καί διδάσκει τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ; Τί μικρόνοες καί κοντόφθαλμοι ἀποδεικνυόμεθα! Καί διδάσκονται ἀπ’ ἄμβωνος, ὄχι μόνον τοιαῦται, ἀλλά καί αἱρετικαί, ἀντιδογματικαί ἀκόμη διδασκαλίαι.
«Αἰνεῖτε αὐτόν ἐν τυμπάνῳ καί χορῷ, ἐν χορδαῖς καί ὀργάνῳ, ἐν κυμβάλοις εὐήχοις, ἐν κυμβάλοις ἀλλαλαγμοῦ»(Ψαλ.149,3:150,4), «ἐν φωναῖς ἐλαταῖς» (φυσαρμόνικα καί ἀκορντεόν Σοφ.Σειρ.50,16) καί πάει λέγοντας. Κατά κόρον ἐπαναλαμβάνονται ταῦτα. Εἶναι δυνατόν νά τεθοῦν σέ ἐφαρμογή; Καί ἐν τούτοις, τά πάντα συγκεραννύονται, τροποποιοῦνται, ἐπιτελοῦνται, ξεφυτρώνουν καί ἀναβιώνουν ἤ ἀποβάλλονται καί καταργοῦνται, κατά τό δοκοῦν τῶν Προεστώτων, «ὅπως δόξῃ – ἤ λόξῃ(!) αὐτοῖς». Πόθεν Καινοφανῆ «Τίμια Αἵματα» Νεοφανῶν ἅγίων (ὡς Πορφυρίου Καλυβίτου περιφέρονται) σέ φιαλίδια μέ βουλοκέρι σφραγισμένα;
Πόθεν ἡ ἔναρξις ἑορτασμοῦ «Γενεθλίων» καί ἄλλων Ἁγίων, ἐκτός τῶν ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ἀνά τούς αἰῶνας Καθιερωμένων καί Παραδεδομένων «ἑορτάζεσθαι» Τριῶν· ἤτοι τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (Χριστουγέννων), τοῦ Γενεθλίου τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας, καί τοῦ Γενεθλίου τοῦ τιμίου, ἐνδόξου, προφήτου, Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάνου; Μήπως καί ἐδῶ ὁ «ἐν τῷ ἄρχεσθαι» εὑρισκόμενος καί τά Παραδεδομένα τῆς Ἐκκλησίας αὐθαιρέτως «ὑπερβαίνων ζῆλος», ἔχει ρίζαν πονηράν, βάσιν, σκοπόν καί ἐπιδίωξιν «τό ἀργυρολόγημα» καί ὄχι την εὐσέβεια, τήν ὁποίαν -ἄλλωστε- δέν τήν ἀπήτησεν οὐδείς; Ἄς μήν ποφασιζώμεθα «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις». Φτάνει πιά!
Στόν Ἅγιο Παντελεήμονα Ἀχαρνῶν-Ἀθηνῶν, ἐντός τοῦ Ναοῦ, Γιώργος Νταλάρας, Ἀρετή Κετιμέ καί ὀρχήστρα! Στόν Ἅγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης, Χορωδία «Φωνῆς τῶν Μακεδόνων» μέ «Μανέστρο» τόν κ. Νότα, «ντουετάκια» καί «σόλο» μέ τήν Ρωσίδα Ἀνίλα Τραγουδίτριαν, ἄρτι ἀφιχθεῖσαν, καί πιάνο μεγάλο μέ οὐρά, παρακαλῶ, δίπλα στό ἀριστερό Ἀναλόγιο, ἐνώπιον τοῦ Παναγιωτάτου Ἀνθίμου! Πότε; Ἀμφότερα τῇ 9η Ἰουνίου ἔτους 2009, ἡμέρα Τετάρτη, Ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς! Οὕτω, «Ἔρευσαν ποταμοί (ἀφθόνου) ὕδατος ζῶντος»!!!
Ὤρε, Χριστιανοί! Αὐτό εἶναι τό νόημα καί τό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου; Τά παραδώσαμε ὅλα στούς ἐνθουσιαστές Προτεστάντες καί τούς Παπικούς; Δέν τούς ἀφήσαμε τίποτε πού νά μή τό ἀντιγράψουμε; Ὅταν λέει ὁ Μ. Βασίλειος – ὑπείκων τῷ λόγῳ τοῦ Θεοῦ – τό καλύτερο καί τό λαμπρότερο τό πολυτιμότερο τό ἀρτιμελές (Παλαιά Διαθήκη) κ.λ.π., ὅλα πρῶτα γιά τό Θεό … Αὐτά, τά σημερινά μας χάλια καί τήν κατάντια παρώτρυνε νά «ἐπιτύχουμε»; Ἔτσι, μέ τέτοιες φωνές ἐντάσεως ἤχου 126 ντεσιμπέλ (dB), πρέπει νά καλῇ ὁ Ἱερεύς τούς μεταληψομένους «τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Ἐσφαγμένου Ἀρνίου», διά τοῦ: «Μετά φόβου Θεοῦ..προσέλθετε»; Ἔτσι ἐκλαμβάνεται, μέ αὐτή τή συναίσθηση τό «ἐν φόβῳ καί τρόμῳ» τῆς (Α΄Κορ.2,3), τό «λάβετε φάγετε», καί «πίετε ἐξ αὐτοῦ» … ὄχι «πάντες»(!!), ἀλλ’ οἱ ὑποκριταί(sic) (=ἠθοποιοί, οἱ τήν ὑποκριτικήν τέχνην ἐνδυόμενοι Ἱερεῖς, Ψάλται καί Ἐπίσκοποι, τά «Μοντελάκια!!!»); Τήν «Βυζαντινοπληξίαν» τῆς δῆθεν ἑλληνοπρεποῦς – Ρωμέϊκης συνεχείας(!); / Οἱ, Χρυσόστομος, Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολογος καί Νύσσης πού ἐλειτούργουν ἔμπροσθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης μέ τά ἐνδύματα τά ὁποῖα ἦσαν ἐνδεδυμένοι καί οἱ λοιποί λαϊκοί πολίται τῆς πόλεως, δέν προσέφερον λατρείαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;
Μέχρι τό 1880 πού Καλυμαύχι πρωτοφόρεσε ὁ Πρωθυπουργός Βούλγαρης, (ὄχι ὁ Λόγιος Εὐγένιος Βούλγαρης) οἱ Προύχοντες, καί σἄν Προύχοντας φόρεσε Καλυμαύχι σιγά σιγά καί ὁ Ἱερεύς, δέν ἦταν Κληρικός, δέν ἦταν Παπᾶς μέχρι τότε; Καί Ράσα πρωτόβαλαν οἱ Ἱερεῖς ἀπό τό 800 μέ 1000 μ.Χ. καί ἔπειτα ὅλοι γενικά καί καθιερωμένα, πού τά πῆραν σιγά σιγά ἀπό τά ἑξῆς Μοναστήρια.
Τά ἀρχαιότερα εἶναι τά τῆς Νιτρίας καί Θηβαΐδος ἔξω ἀπό τήν Αἴγυπτο. Ἄλλα δύο ὑπῆρχαν στίς ἀκτές τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης, τά καλούμενα τῆς Ραϊθώ-οῦς. Μεγάλη καί ὀνομαστή εἶναι Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Σάββα στά Ἱεροσόλυμα, ἔνθα ὁ Δογματολόγος καί Ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας Ἱερός Δαμασκηνός (Ἰωάννης). Κάτι ὄχι σημαντικά ὑπῆρχαν στίς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνου. Ἀλλά ἐκεῖνα (τά Μοναστήρια) πού ἄνθισαν κατά σειράν, ἀπό τῶν ἀρχῶν τοῦ 500 ἕως τοῦ 600 (μ.Χ) εἶναι 1) Τό Ἅγιον Ὄρος τοῦ Σινᾶ, 2) Ὁ Ὄλυμπος τῆς Προύσης, 3) Τό Γαλήσιον Ὄρος τῆς Ἐφέσου, καί 4) Ὁ Ἄθω (τοῦ Ἄθω). Ἀπ’ αὐτά τά Μοναστήρια, χωρίς νά μπορῇ νά βρῇ κανείς τήν ἀρχή καί τό ξεκίνημα, βγῆκε τό Ράσο καί φορέθηκε στούς Κληρικούς σιγά σιγά, ἀπό τό 500 μ.Χ. κι’ ἔπειτα.
Αὐτά δύναται ὅστις ἐνδιαφέρεται νά εὕρῃ καί τά μελετήσῃ εἰς τό Τρίτομο ἔργο τοῦ Συγραφέως κ. Κωνσταντίνου Σάθα «Ἱστορία τῶν Λογίων τῆς Τουρκοκρατίας», τό ὁποῖον ὑπάρχει μόνον εἰς τήν Βιβλιοθήκην τοῦ Α.Π.Θ. Ἐκεῖ θά μελετήσῃ καί θά βρῇ, καί τί φοροῦσαν οἱ Παπάδες στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. / Μᾶς κρατᾶνε ἀνιστόρητους, ἀκατήχητους, ἀχριστιάνιστους, καί χορεύουν ὅ,τι χορό θέλουν, παίζοντας μπιλιάρδο στήν πλάτη μας. Ἀφοῦ δέν ἀνοίγουμε μόνοι τά μάτια μας, καλά νά μᾶς κάνουν, πλάϊ στούς Πολιτικούς.
Τήν, πατροπαράδοτον ὀρθόδοξον, κατανυκτικήν καί μεταρσιοῦσαν τόν προσευχόμενον ἄνθρωπον μουσικήν, χρησιμοποιοῦντες μέ ἔνρηνον «τουρκοεκτέλεσιν» ὡς «Κούρκοι» (ἀρσενικά Γαλιά) καί Χοτζάδες;! Μ’ αὐτόν τόν τρόπο ἁρμόζει νά ἀποδίδωμεν ἐμμελῶς τά κείμενα, ὑμνοῦντες καί δοξολογοῦντες καί καθικετεύοντες τόν Θεόν; Αὐτό ὑπονοεῖ καί ἐγκλείει τό «ἄδοντες καί ψάλλοντες ἐν τῇ καρδία ἡμῶν (ἀφώνως, ἐν σιωπῇ) τῷ Κυρίω»; / Ναί, οἱ ὑποκριταί-ἠθοποιοί(=οἱ (δῆθεν) ἦθος ποιοῦντες-προάγοντες), σολίστ, τενόροι, μεσόφωνοι, βαρύτονοι καί ἀρτίσται, βιρτουόζοι (τό χάλι μας!) τοῦ προσευχητικοῦ, Ὀρθοδόξου Ἱεροψελίζοντός ποτε (ὀρθῶς), Ἀναλογίου (μέμνησω Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη, Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη -ἀμφοτέρων Σκιαθιτῶν-, Παπα-Νικόλα Πλανᾶ)· οἱ σήμερον (λέγω) Ἄρχοντες Πρωτοψάλται, Λαμπαδάριοι, Δομέστικοι, Μαΐστορες, Καλοφωνάριοι καί … (τά ξέρετε δά, ὅλο τό κακό συναπάντημα, πού -τό «ὀλίγον(!)» βρίσκει τό «ἴσον(!)» κατά τήν Βυζαντινήν Παρασημαντικήν, καθώς συνηθίζω χαριεντιζόμενος προσωπικῶς νά λέγω- καί δέ συμμαζεύεται), αὐτοί(!!!) πρέπει νά ἐκπροσωποῦν «τόν λαόν», εἰς τό ἀναπέμπειν ἀντ’ αὐτοῦ (μετά τοῦ Κλήρου) εὐχάς καί δεήσεις; Ὁ «μελοθάνατος» Ἰησοῦς (ἄς μοῦ συγχωρήσῃ πρός στιγμήν ὁ «ἀνενδεής, ἀπείραστος κακῶν, ἄχραντος καί πανακήρατος Κύριος» τήν τοιαύτην ἔκφρασιν διά τήν περίστασιν) τέτοια «κέφια» καί «τουρκοχαβάδες» ξεστόμιζε καί ἄρθρωνε βογκώντας, ἀνεβαίνοντας ἀγκομαχητά, μή δυνάμενος «ἆραι τόν Σταυρόν αὐτοῦ, βοηθούμενος ὑπό Σίμωνος Κυρηναίου» (Μαρκ.15,21), στήν Ὁδόν τοῦ Μαρτυρίου, τήν “Via Dolorose” , κάνοντας Kanto-Καντάδα στήν ὁλοφυρομένη Μάνα Του μέ τό “Ave Maria” τοῦ Ντονιζέττι ἤ τό “Allelouya” τοῦ Χέντελ;
Τρομάρα μας! Ποῦ καταντήσαμε! Θά ἀφήσουμε ἄραγε τίποτε καί στούς Τούρκους, τούς Φράγγους, τούς Πεντηκοστιανούς καί τούς τόσους ἄλλους «Βλαμενοπουλέους»; Ἐδῶ Πριγγίτιδα, ἐκεῖ Στανίτιδα, πιό ’κεῖ Πετριδίτιδα, Καραμανίτιδα, Χρυσανθίτιδα, Ταλιαδωρωσύνη κ.ο.κ., γωνίες ἐφεξῆς καί παραπληρωματικές! Πυθαγόρας Σάμιος δέν ὑπῆρξε;! Ἑλληνική μουσική, ὡς προτεῦον μάθημα μάλιστα, μέ τίς ἀντίστοιχες ὀνομασίες τῶν ὀκτώ ἤχων, ἤτοι Δώριος, Λύδιος, Φρύγιος, Μιξολύδιος, Ὑποδώριος, Ὑπολύδιος, Ὑποφρύγιος, Ὑπομιξολύδιος μέ τά ξέχωρα-θεσπισθέτα αὐτῶν διαστήματα διά τῶν ὁποίων διαφέρουν ἀλλήλοις, δέν ὑπῆρξαν ποτέ;! Ὑπάρχουν μόνο Τουρκόηχοι, ὅπως Ράστ, Νικρίζ, Χι τζάζ, Χι τζάζκάρ, Νιχαβέντ(Ναιβέντ), Νεβεσέρ, Σαμπά ἤ Σαμπάχ, Οὐσάκ, Κιουρντί, Καρσιγιάρ ἤ Χουρί, Σουζινάκ, Χουζάμ, Σεγκιάχ, Μουσταάρ, Γεγκιάχ, Ἀσιράν, Ἰράκ, Δουγκιάχ, Τσαργκιάχ, Νεβά, Χουσεϊνί, Ἐβίτζ, Κιρντάν ἤ Γκερντανιέ, Μουχαγιέρ καί δέ συμμαζεύεται;! Καί πρέπει νά τά ἐκτελῇς σάν νά στριφογυρίζῃς στόν οὐρανίσκο «καυτά σουτζουκάκια(!)» γιά νά εἶναι πετυχημένη, ἀκριβής (τότε) στήν ἐκτέλεση-ἀπόδοση «Βυζαντινή» ἐκκλησιαστική μουσική (μωρέ μέθοδος), πού γλιτώνεις ὅταν ἀποβάλῃς τό κάψιμο ἀπό τήν «Ἱεροψαλτική Καρταλομύτη σου», μέ τεριρέμια, ἀνανέδες καί ἀμανέδες, τά ὁποῖα μέσα στό μεράκλωμα ἀντιγράφουν (δῆθεν) «τά φτερουγίσματα τῶν ἀγγέλων» ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ;!!
Γελᾶτε; Μετά λόγου γνώσεως ὁμιλῶ. Εἴμαστε γιά κλάματα, ὡς τελείως ἀνιστόρητοι δυστυχῶς, καί -ἐν γνώσει ἀποκρύπτοντές τινες τήν ἀλήθειαν-, ἀδαεῖς εἰς τά περί τήν…δῆθεν «Βυζαντινήν Ἐκκλησιατικήν Μουσικήν»! Ἄς μή θίξωμε τά Ἑπτανησιακά Κανταδόρικα Ἐνετικά κατάλοιπα, τίς Μαντολινατοειδεῖς Τετραφωνίες κ.λ.π.
Ποιός ὁ ἐπαΐων περί ταῦτα; Ἄμα εἶσαι Πατριάρχης καί «παρλάρεις» ὡς κατέχων «ἀποτεταμειευμένην ἀποτεθαυρισμένην» καί ἀποθηκευμένην (δῆθεν) πᾶσαν τήν μουσικήν παιδείαν(!) καί ἀποφαίνεσαι ὡς ὁ Πρύτανης περί τοῦ θέματος, ἡ γνωμοδότησίς σου πρέπει νά γίνεται σεβαστή ὡς ἐνέχουσα καί τήν ἀλήθειαν, εἰς τήν ὁποίαν οἱ πάντες πρέπει νά ὑποκλίνωνται, ἀσπαζόμενοι τοῦτο ὡς καί τήν οὐσιαστικήν καί ἀντικειμενικήν κρίσιν διεκδικῶν; Ἤ – τῷ πράγματι – πρέπει νά θλίβωνται καί θρηνοῦν, γιά τό στανικῶς ἄνωθεν ἐτσιθελικά ὑποστηριζόμενον καί ἐπιβαλλόμενον λάθος, τήν διαστρέβλωσιν τήν παραποίησιν, τήν ἀπεμπόλησιν καί μετάλλαξιν τοῦ ὀρθοῦ· ἵνα μή εἴπω, τήν προδοσίαν ἑνός μέρους-τομέα ἐκ τῶν λαμπροτέρων τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ μας πολιτισμοῦ, διά τήν ὁποίαν, ἀντί νά ἐγκαυχώμεθα, πρέπει νά ἐντρεπώμεθα, μέ αὐτές τίς ἐπιπολαιότητες καί ἀνευθυνότητες πού διαπράττονται, αἵτινες -ἐν πολλοῖς (ἐπαναλαμβάνω)- ἐξικνοῦνται-ἐκπηγάζουν ἀπό τοῦ Φαναρίου, καί ἀφικνοῦνται-καταλήγουν πάλιν εἰς αὐτό, καί συγκεκριμένα τόν Ξερόλα Πατριάρχη! Τοσαύτη ἀνευθυνότης καί ἀναισθησία πιά; «Ὄλβιός ἐστι ὅς ἱστορίης ἔσχε μάθησιν» ΚΑΙ εἰς τά περί τήν «Θείαν Μουσική», τήν «ἀπό τῶν ἀγγέλων τά στόματα κλεμμένην»! Δέν νομίζω νά ἀπαντᾶται τέτοιο χάλι παρ’ ἀγγέλοις ἐνώπιον τοῦ Θρόνου τῆς Ἁγίας Τριάδος;! Ὡς ποῦ ἐπί τέλους θά φτάσῃ ἡ τρέλα, ὁ ἐγωϊσμός καί ἡ ἀμορφωσιά περί τήν, Γνησίαν Πατροπαράδοτον Ἑλληνικήν μας Μουσικήν, τῇ ὁποίᾳ συγγενεύει ὡς ἀδελφή μέ τέκνα καί ἔκγονα, ἐξελισσομένη καί προοδεύουσα, ὅπως (ἀκριβῶς) παράλληλα καί ἡ ἑλληνική (μας) γλῶσσα, διαρκῶς ἀναπτυσσόμεναι· καί δέν εἶναι Τουρκογενεῖς; Οἱ Τούρκοι καί οἱ Κινέζοι μᾶς φταῖνε, ἤ τά ἀνιστόριτα καί ἀπαίδευτα μυαλά μας, πού ταυτόχρονα διατείνονται ὅτι σκορπᾶνε παντοῦ τόν ἑλληνοχριστιανικό μας πολιτισμό (!), καί εἰς τοῦτον τόν χῶρον;
Καί ἀπό μιά ἄλλη ἄποψη ἄς ἐξετάσωμε τό θέμα. Ὁ Δαυίδ μέ τά, ἐνταλθέντα παρά Θεοῦ, μεγαλεῖα του, τά ὁποῖα ἐπακριβῶς ἐφήρμοσε εἰς τά τῆς λατρείας τοῦ Νόμου ἐν τῷ Ναῷ, ἔζησε τό 1050 π.Χ. Καί πολύ καλά ἔκανε πειθαρχώντας τότε. Ἐμεῖς, σήμερον, μετά τόν Προφήτη Ἀμώς πού ἔζησε τό 750 π.Χ. – ἆρα πολύ μετά τόν Δαυίδ καί κοντύτερα σέ μᾶς – τί κάνουμε; Τί ἰσχύει ἀπό κεῖνον καί μετά μέχρι τίς μέρες μας; Τό ἔλαβε ποτέ ὑπ’ ὄψιν αὐτό κανείς, σάν ἀπόλυτο λόγο καί ἐντολή τοῦ Θεοῦ; Ποιός ἐφήρμοσε καί ποῦ πᾶνε τά ὑπό τοῦ Θεοῦ ἐνταλθέντα καί διά τοῦ Ἀμώς μέχρις ἡμῶν ἀφιχθέντα καί παραδοθέντα πρός ὑπακοήν, ἐφαρμογήν καί ἐκτέλεσιν; Λέγει: «Μεμίσηκα, ἀπώσμαι ἑορτάς ὑμών καί οὐ μή ὀσφρανθῶ θυσίας ἐν ταῖς πανηγύρεσιν ὑμῶν. Διότι ἐάν ἐνέγκητέ μοι ὁλοκαυτώματα καί θυσίας ὑμῶν, οὐ προσδέξομαι αὐτά, καί σωτηρίου ἐπιφανείας ὑμῶν οὐκ ἐπιβλέψομαι. Μετάστησον ἀπ’ ἐμοῦ ἦχον ὠδῶν σου, καί ψαλμόν ὀργάνων σου οὐκ ἀκούσομαι» (Ἀμώς 5,21-24). Ἑρμηνεύω: «Λέει ό Κύριος. Μισῶ, ἀηδιάζω τίς γιορτές σας! Δέ μέ ἀγγίζουν πιά τά πανηγύρια σας. Ναί! Ὅταν μοῦ προσφέρετε τά ὁλοκαυτώματα καί τίς ἀναίμακτες (προσοχή, ἀναίμακτες ὄχι αἱματηρές, τυχέα;) προσφορές σας, μέ ἐξοργίζετε. Ἀποτροπιασμό μοῦ προκαλοῦνε τά θρεφτάρια, πού τά προσφέρετε θυσία κοινωνίας. Πάψτε πιά νά μέ ξεκουφαίνετε μέ τούς ὕμνους σας. Τόν ἦχο ἀπό τίς ἄρπες σας δέν θέλω πιά νά τόν ἀκούω. Ἀντί γι’ αὐτά, ἄς ρεύσει σάν νερό τό δίκαιο ἄφθονο, καί ἡ δικαιοσύνη σάν χείμαρος ἀστείρευτος».
Ἀλλ’ ἄς εἰσερχώμεθα κατ’ ὀλίγον στόν πυρῆνα τοῦ θέματός μας.
Ἵσταμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ = Προσεύχομαι σημαίνει, ὅτι ἀνακαλύπτω ἐκείνη τή στιγμή μέσα μου, τή ζωή σέ όλο της τό μεγαλεῖο, καί ζῶ τήν ἀνάσταση, πρίν τήν κοινήν ἀνάσταση, μέ τό νά θρώσκω ἄνω (ἀναβατική διάθεση), συναισθανόμενος τήν ὑποστατική μου ὕπαρξη-ὀντότητα ὡς ἄν-θρωπος, κατανοῶν τό κάθετον τμῆμα τοῦ ξύλου τοῦ Σταυροῦ – Θεός Οὐρανός, καί ἄνθρωπος γῆ -, καί τό ὁριζόντιον τμῆμα αὐτοῦ … ὁ πλησίον μου!
Ἵσταμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ=Προσεύχομαι, σημαίνει, ὅτι περισσότερο αἰσθάνομαι καί βιώνω ὑπερβατικά τήν παρουσία Του, παρά τήν βλέπω μέ τά μάτια τοῦ σώματος. Ὅλο αὐτό, ὁ μέν Ἱερός Δαμασκηνός τό συνώψισε στόν ὁρισμόν του περί Προσευχῆς, ὅτι «Προσευχή ἐστι ἀνάβασις νοῦ προς Θεόν· ὁ δέ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος «Συνεύρεσις καί ἕνωσις ἀνθρώπου καί Θεοῦ». Διαρκής μνήμη. Τό τοῦ Ψαλμωδοῦ παράλληλον «ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καί εὐράνθην» (Ψαλ.76,4).
Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ μιά θεία φανέρωση, πού φωτίζει καί ἀνοίγει τά μάτια τῆς ψυχῆς. Ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο, γιά νά μᾶς ἐλευθερώσῃ καί νά μᾶς κάνῃ κατά χάριν θεούς. Ἦλθε, γιά νά μᾶς δώσῃ τήν δυνατότητα νά δοῦμε καί νά βιώσουμε τή θέα «τοῦ ἀπροσίτου φωτός» (φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον) (Α΄Τιμ.6,16), νά τόν γνωρίσουμε θεοπρεπῶς ὑπάρχοντα, καί νά αἰσθανθοῦμε καί νά βιώσουμε τήν παρουσία Του ὡς φῶς καί εἰρήνη. Νά μᾶς χαρίσῃ «τό ἀρχαῖο κάλλος» καί τήν υἱοθεσίαν, «ἵνα τήν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν»(Γαλατ.4,5).
Ἐρίζουν καί κραυγάζουν οἱ ἀδύνατοι καί οἱ φοβούμενοι νά μήν κλονιστῇ ἡ παντοκρατορία τοῦ ἐγώ τους, οἱ κατεξουσιάζοντες καί κατακυριεύοντες (Ματ.20,25 : Μαρ.10,42), ἐν ἐλλείψει αὐτοσυνειδησίας, ὅτι εἶναι δοῦλοι ἀχρεῖοι (Λουκ.17,10), τά πάντα παρά Θεοῦ λαβόντες καί οὐδέν ἐξ ἑαυτῶν ἤ παρ’ αὐτῶν ἔχοντες (Α΄Κορ.4,7). Ποία ἡ Ἔφεσις; Νά ἀποδειχθοῦν εὐεργέται(!), ζητοῦντες ἐν τέλει Βαραβάν καί ὄχι Ἰησοῦν (Ἰωάν.18,40), τοποθετοῦντες ἑαυτούς εἰς τήν θέσιν τοῦ Χριστοῦ, μέ τά «εἰς τόπον καί τύπον Χριστοῦ, ἁγιώτατος, παναγιώτατος, 10ος καί 3ος (13ος) τῶν Ἀποστόλων, Κριταί τῆς Οἰκουμένης(!), μή νοήσαντες ποτέ, ποῖοι «κρινοῦσιν ἀγγέλους» (Α΄Κορ.6,3), καί τήν, κατά χάριν καί ἀπό Θεοῦ Σωτῆρος, παραχώρησιν τοῦ «γενέσθαι τέκνα Θεοῦ καί Θεοί κατά χάριν» (Α΄Ιωάν.3,στίχοι 1,2,10).
Ἵσταμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σημαίνει, ὅτι περισσότερο αἰσθάνομαι καί βιώνω ὑπερβατικά τήν παρουσία Του, μέσῳ τῆς πίστεως ψηλαφῶν, παρά τήν βλέπω μέ τά μάτια τοῦ σώματος.
Ἰσχύει πάντοτε τό «αἰτεῖτε καί δοθήσεται, ζητεῖτε καί εὑρίσετε, κρούετε καί ἀνοιγήσεται ὑμῖν. Πᾶς γάρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει, ὁ ζητῶν εὑρίσκει καί τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται» (Ματθ.7,7-8).
Δέν μπορεῖ κανείς νά πλάσῃ μέσα στή διάνοιά του, πιό χρήσιμο πρόσωπο ἀπό τό Θεό, γιά νά κουβεντιάσῃ (προσευχηθῇ) μαζί Του!
Ἡ πνευματική καρποφορία μέσῳ τῆς προσευχῆς φαίνεται-συντελεῖται, ὅταν προοδευτικά μέ ὑπομονή καλλιεργοῦμε καί ἐπιτυγχάνωμε στήν ἕδρα τῶν συναισθημάτων (τήν καρδίαν), τήν κάθαρσιν καί ἔξαξιν (ἐξαγωγήν) ἐξ αὐτῆς, -καί δή τοῦ ὑποσυνειδήτου, ἐν τῷ ὁποίῳ ἀπορρίπτομεν- πάντα τά αἰσθήματα ἐνοχῆς. Τοῦτο -παράλληλα μέ τήν προσευχήν – καί διά τοῦ φιλανθρώπου Μυστηρίου τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Ὅταν, χωρίς ἀργοπορίαν καί χρονοτριβήν, τό καθαρθέν ἄγγος, τήν «σεσαρωμένην οἰκίαν» (Ματ.12,44 : Λουκ.11,25) τῆς ὑπάρξεώς μας τό/τήν γεμίσωμεν μέ Χριστόν διά τῆς Θείας Κοινωνίας, πρίν ἤ, τό ἐξελθόν δαιμόνιον (διότι περί αὐτοῦ πρόκειται) μεταβῇ εἰς τά ὄρη καί εὕρῃ ἑπτά δαιμόνια ἱκανότερα τοῦ ἑαυτοῦ του (τό δαιμόνιον) (ἔ.ἀ.)· διότι, ἄν προλάβη, ἡ ὀκτάδα (πλέον αὐτή) ἐπανερχομένη, νά εὕρη κενήν (ἄδεια) καί σεσαρωμένη τήν οἰκίαν, χωρίς ἐνοικοῦντα- κατοικοῦντα τόν Χριστόν ἐν αὐτῇ· τότε εἰσερχομένη (ἡ ὀκτάδα), ἐπιτυγχάνει τό νά προσγίνουν στόν ἀμελήσαντα καί μή γρηγορήσαντα ἐμβαλεῖν – θέσαι Χριστόν Κυρίαρχον καί Οἰκοδεσπότην ἐν ἑαυτῷ, δικαιωματικά ἀντιποιεῖται τήν ἀρχήν οὗτος (ὁ διάβολος) ἀντί τοῦ Παντοκράτορος, Δημιουργοῦ, καί φυσικοῦ Κυριάρχου Χριστοῦ, καί τότε γίνονται ἐν τῷ (ἀμελήσαντι καί ραθυμήσαντι) ἀνθρώπῳ «τά ἔσχατα χείρονα τῶν πρώτων» (Β΄ Πέτρ.2,20). «Συνείδησιν καθαράν, πόνοι ποιοῦσιν ἀσκήσεως» (Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύμπῳ).
Προοδευτικά – ὡς οἴδαμε(γνωρίσαμε) -, προσπαθοῦντες, ἀγωνιζόμενοι, γρηγοροῦντες, χρώμενοι τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων, καί μηδόλως ἐν ἀκηδίᾳ διατελοῦντες, μεταβαίνομεν «ψυχῇ τε καί σώματι» εἰς μίαν ἄλλην κατάστασιν.
Ἡ προσευχή, δέν εἶναι γιά σήμερα ἤ γιά μιά στιγμή. Εἶναι – πρέπει νά εἶναι – διαρκής καί διά βίου προσγινομένη καί ἀποτεινομένη Θεῷ. «Προσευχητέον, μνημονευτέον μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον» προετεθήκαμεν τῷ πονηματιδίω τούτῳ, ὅπερ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀπεφήνατο.
Κατά τήν προσευχήν «γίνεται μιά περιχώρησις τῆς θείας καί τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς, μέ μιά διπλῆ κίνηση. Ὁ ἄνθρωπος ἀνατείνει, ἀναφέρει, ἀνωθρώσκει τίς ψυχικές του δυνάμεις πρός τόν Θεόν, καί ό Θεός συγκαταβαίνει πρός αὐτόν».
Ὁ προσευχόμενος, σιγά σιγά ἀλλοιούμενος, λαμβάνει, κάποια στιγμή -κατ’ ἀρχάς φευγαλέα- τό δῶρο τῆς προγεύσεως τῆς αἰωνιότητος.
Τό σῶμα περιέρχεται σέ κατάσταση νεκρώσεως ἐν ζωῇ, αἰχμαλωτιζομένου τοῦ νοός ὑπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἡ κατάστασις αὐτή εἶναι, πρόγευσις αἰωνιότητος, διαρκῶς αὐξανομένη, μέχρι τῆς θεώσεως! Ἀν δέν ἐπιτευχθῇ ἡ θέωσις, μένει – τουλάχιστον – ἡ πρόγευσις τῆς αἰωνιότητος, καί ἡ δίψα καί ἔφεσις γιά συνέχιση τοῦ θελκτικοῦ ἀγῶνα τῆς λαχτάρας πρός ἐπίτευξιν, προσοικείωσιν καί κατάκτησιν τοῦ ἐφετοῦ. Καί «τῶν ἐφετῶν ἡ ἀκρότης», εἶναι καί παραμένει αὐτή αὕτη ἡ θέωσις!
Ἐν τῇ προσευχῇ, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου δύναται νά διατρέξῃ ἀχρόνως ἐν τόπῳ ὅλους τούς αἰῶνες, ἀπό κτίσεως κόσμου μέχρι τά βάθη τῆς αἰωνιότητος, χωρίς ὅμως νά διαπεράσῃ ὀπισθοβατικῶς καί ὀπισθοχρονικῶς τό ὅριον τῆς ἐκκινήσεως τῆς ἀπαρχῆς τοῦ ὑλικοῦ κόσμου καί τοῦ ἑαυτοῦ του (ἀνθρώπου), εἰσερχόμενος στήν ἔκτασιν καί τόν χῶρον τῆς πνευματικῆς δημιουργίας τῶν ἀγγέλων, πολλῷ μάλλον νά ἐγγίσῃ, ψαύσῃ, ἐλέγξῃ, ἔστω νοερά διά τῆς ὑποστάσεως τῆς πίστεως, τόν τῆς ἀιδιότητος τῆς Παναγίας Τριάδος χῶρον, χρονικά.
Νοερά ἐν τῇ προσευχῇ δύναται νά διατρέξῃ καί διατρέχῃ καί ψηλαφᾷ διά τῆς πίστεως ὡς ὑπαρκτά, τά ἐπουράνια, τά ἐπίγεια ἀπ’ ἄκρου ἕως ἄκρου καί τά καταχθόνια. Τά τοῦ «τρίτου οὐρανοῦ» (Β΄Κορ.12,2), εἰ καί μή δυνάμενα νά ἐκφρασθοῦν (νά ἀποδοθοῦν διά λεκτικῶν στοιχείων) διά τῆς γλώσσης, ἐρευνῶνται διά τοῦ νοός-διανοίας καί διά τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου, συνοδείᾳ καί φωτισμῷ καί δυνάμει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ Τρίτου Προσώπου τῆς Παναγίας Τριάδος, Τό Ὁποῖο χειραγωγεῖ καί ποδηγετεῖ τόν θεούμενον ἄνθρωπον, εἰς γνῶσιν πάσης τῆς Ἀληθείας.
Σιωπή, δέν εἶναι τόσο τό νά μή μιλῶ, ὅσο τό, σκεπτόμενος, ν’ ἄν(ω)(α)-φέρωμαι καί, ἐξερχόμενος καί ἀπομακρυνόμενος ἀπό τοῦ ἑαυτοῦ μου, νά βυθίζωμαι στήν ταυτόχρονη, ἀποπνευματωμένη κατάσταση-καταξίωση τῆς ὑπάρξεως-ὑποστάσεώς μου, καί τή στιγμιαία ἀνυπαρξία τοῦ ὑλικοῦ μου εἶναι, μέσα στό πέλαγος τοῦ ὑπαρκτοῦ ἐν πνευματικῇ ὑφῇ, καί μόνο διά τῆς πίστεως ψηλαφωμένου ἐλέους καί τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού προσκτίζουν καί κατεργάζονται ἐντός μου τήν θέωσιν, ὡς τελολογικήν, ἐσχάτην ἀπόκτησιν καί κατάκτησιν τῆς ἀκρότητος τῶν ἐφετῶν, πού εἶναι ἡ «αὐτοψεί θέα τοῦ Θεοῦ» (Θ.Λειτουργία), καί ἡ ἀτελεύτητος μετ’ Αὐτοῦ ἕνωσις, συγκατοίκησις καί ἡ ἐξ Αὐτοῦ καί παρ’ Αὐτοῦ πηγάζουσα καί διαχεομένη Εὐφροσύνη!
Ὅσο κανείς ὡριμάζει πνευματικά, τόσο περισσότερο σιωπᾶ, ἀκόμη καί τήν ὥρα τῆς προσευχῆς.
Γιά νά ζήσῃς καί γευθῇς τά ὡς ἄνω, δέν χρειάζεται νά εἶσαι Ἐπίσκοπος, Πατριάρχης, ἤ Μοναχός, ἤ τί ἄλλο, φέρον βαθμόν ἐκκλησιαστικόν. Εἶναι προσιτά, εὔκολα καί προσβάσιμα εἰς πάντας ἀνθρώπους· οἱ ὁποῖοι ὅμως ἀγαποῦν καί ἀναγνωρίζουν Τόν Χριστόν ὡς Σωτῆρα τους, καί ἐπιθυμοῦν νά ἔχουν κοινωνία μαζί Του.

  • Ὑποσημειώσεις:
    α) Θεωρῶ σκόπιμον νά ἀνασύρω καί καταχωρήσω ἐνταῦθα λόγους τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου ἐκ τῆς Β.Ε.Π.Α.Δ., Τόμος 35ος , σελίς 28, σχέσιν ἔχοντας πρός τά ὡς ἄνω.
    «Εἶπεν ὁ Κύριος. Προσέχετε ἀπό τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρός ὑμᾶς ἐν ἐνδύματι προβάτου, ἔνδοθεν (ἔσωθεν) δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες! Ἀπό τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς» (Ματθ.7,15). Ἐάν οὖν τινα ἴδῃς, ἀδελφέ, ὅτι ἔχει σχῆμα σεμνοπρεπές, μή πρόσχῃς, ὅτι ἐνδέδυται κώδιον(*) προβάτου, ὅτι ὄνομα ἔχει πρεσβυτέρου, ἤ ἐπισκόπου, ἤ διακόνου, ἤ ἀσκητοῦ. Ἀλλά τάς πράξεις αὐτοῦ περιέργασαι. Εἴ ἐστι σώφρων, εἴ ἐστι φιλόξενος, ἤ ἐλεήμων, ἤ ἀγαπητικός, ἤ ἐν προσευχαῖς καρτερικός, ἤ ὑπομονητικός. Εἰ ἔχει κοιλίαν θεόν καί φάρυγγα ἄδην, νοσῶν χρήματα, καί καπηλεύων τήν θεοσέβειαν, ἄφες αὐτόν … Εἰ δέ καί ἀπό ἀκανθῶν οὐ συλλέγεις σταφυλάς, ἤ ἀπό τριβόλων σύκα, τί ὑπολαμβάνεις, ὅτι ἀπό παραβατῶν ἔχεις τι ἀγαθόν ἀκοῦσαι, ἤ ἀπό προδοτῶν μαθεῖν τι χρήσιμον;
    (Σέ κατασπάζομαι προσκυνῶν Σε, Μεγάλε Ἀθανάσιε!)
    β) Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι: «Μέ τήν ἀνοχή καί τήν ἀδιαφορία γινόμαστε καθημερινά δολοφόνοι ἀμετρήτων ψυχῶν». Ὑπάρχουν πιό ἠχηρές, πιό σθεναρές καί πιό ἀνυπόφορες στό ἀκουσμά τους; Ἀλίμονο, πού μᾶς εἶναι μόνο ἀνυπόφορες! Τίς ἀφηφοῦμε, κωφεύουμε, καί ἀνεχόμενοι καί ἀδιαφοροῦντες, ἐξακολουθοῦμε καθημερινά νά γινώμεθα δολοφόνοι, ὁλονέν καί περισσοτέρων ψυχῶν!
    γ) Ὅσιος Παΐσιος: «Σ’ αὐτά τά δύσκολα χρόνια ὁ καθένας μας πρέπει νά κάνῃ ὅ,τι γίνεται ἀνθρωπίνως …Ἔτσι θά ἔχουμε ἥσυχη τή συνείδησή μας ὅτι κάναμε ἐκεῖνο πού μπορούσαμε … Νά μή θέλουμε νά βγάλῃ ὁ ἄλλος τό φίδι ἀπό τήν τρύπα, γιά νά ἔχουμε ἐμεῖς τήν ἡσυχία μας. Ἄν δέν ἀντιδράσουμε, θά σηκωθοῦν οἱ Πρόγονοί μας ἀπό τούς τάφους». (Τόμος Β΄)
  • Ὑπ’ ὄψιν:
    * «κώδιον» = ἀκούρευτο δέρμα προβάτου, μέ τό μαλλί του.
    «δορά» (τῆς δορᾶς) = δέρμα προβάτου χωρίς μαλλί, ἤτοι κουρεμένο,
    ἤ καί ξυρισμένο.
    * «κυπρί» = κουδούνι ζώου, κιτρίνου χρώματος.
    Ἄλλαι ὀνομασίαι: τσοκάνι, τροκάνι, καμπάνα.

 

Ἱερεύς Ἰωάννης Νικολόπουλος
ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ
5.11.2021
Προσεύχεσθε πάντοτε για μένα
Εὐχαριστῶ

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.