Αυγουστίνος Καντιώτης



Απ. Ανδρεου πρωτοκλητου (Ιω. 1,35-52)- Η αλησμονητη ωρα: «Ωρα ην ως δεκατη» (Ἰω. 1,40). Μακαρι, αγαπητε μου, να γραφτη & στο δικο σου ημερολογιο μια παρομοια ωρα.

date Νοέ 30th, 2021 | filed Filed under: εορτολογιο

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΘ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2426

ἀπ. Ἀνδρέου πρωτοκλήτου (Ἰω. 1,35-52)
Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021
Toυ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Η αλησμονητη ωρα

«Ὥρα ἦν ὡς δεκάτη» (Ἰω. 1,40)

Αποστολος ΑνδρεαςΓύρω ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, ὅ­πως ἔ­χουμε πεῖ, ὑπῆρχε ἕνας κύκλος μαθητῶν. Ποιοί ἀπ᾽ αὐτοὺς ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ὁ Ἰωάννης δείχνον­­τας τὸν Ἰησοῦ τοὺς εἶπε «Ἴ­δε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ…» (Ἰω. 1,29); Ἦταν ὁ Ἀν­δρέας καὶ κάποιος ἄλλος ἀνώνυ­μος· κατὰ τοὺς ἑρμηνευτὰς αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἀπὸ ταπείνωσι συνηθίζει νὰ κρύβῃ τὸ ὄνομά του.
Κι αὐτοὶ οἱ δύο τί ἔκαναν; Ἡ μαρτυρία τοῦ διδασκάλου τους βάρυνε πολὺ μέσα τους. Τὰ λίγα ἐ­κεῖνα λόγια του ἔρριξαν στὶς καρδιές τους ἕνα μι­κρὸ σπινθῆρα, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱ. Χρυσόστομος, καὶ ἄναψαν φωτιὰ ποὺ δὲν ἐπρόκειτο πιὰ νὰ σβή­σῃ. Δημιουργήθηκε περιέργεια νὰ μάθουν περισσότερα γιὰ τὸν Ἰησοῦ (βλ. Ἑ.Π. Migne 59,113-120).

Ἱεροκήρυκες καὶ κατηχηταὶ καὶ δάσκαλοι, πάνω στὸ ζῆλο σας λέτε πολλὰ γιὰ τὸν Κύριο, ἀλλὰ οἱ ψυχὲς τῶν ἀκροατῶν σας μπορεῖ νὰ μένουν ἀ­διάφορες. Καὶ ἴσως ἕνας ἄλλος νὰ πῇ λίγα, πέντε λόγια, κι αὐτὰ ν᾽ ἀνάψουν μεγάλο ἐνδιαφέρον. Αὐτὸς ποὺ τ᾽ ἄκουσε δὲν ἡσυχάζει πιά. Ἡ ἐπιθυμία του νὰ μάθῃ περισσότερα τὸν κάνει ν᾽ ἀνοίξῃ τὴ Γραφή, νὰ πιά­σῃ πνευ­ματικὰ βιβλία, νὰ τρέξῃ σὲ ὁμιλίες καὶ σὲ κήρυκες, νὰ κάνῃ ἐρωτήσεις σὲ πνευματικούς· ἔτσι ἡ οὐράνια φωτιὰ θὰ αὐξηθῇ.
Ἀπὸ τὰ λίγα ἐκεῖνα λόγια τοῦ Προδρόμου γεννήθηκε στὶς ψυχὲς τῶν δύο μαθητῶν ἡ ἐ­πιθυμία νὰ γνωρίσουν τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ κοντά. Ἀπὸ τότε τὰ μάτια τους δὲν ξεκόλλησαν ἀπὸ πάνω του. Τὸν βλέπουν τώρα ξαφνικὰ ν᾽ ἀπομακρύ­νεται καὶ ρωτοῦν· Ποῦ πηγαίνει; μὴν τὸν χάσουμε, ἂς τὸν ἀ­κ­ολουθήσουμε. Καὶ τὸν ἀκολουθοῦν.
Ὁ Ἰησοῦς γυρίζει, τοὺς βλέπει καὶ τοὺς ρωτάει· «Τί ζητεῖτε;». Μὰ τί, αὐτὸς ὁ καρδι­ογνώστης δὲν ξέρει τί θέλουν; Ὄχι βέβαια· ἀλ­λὰ ρωτάει, γιὰ νὰ δώσῃ ἀφορμὴ συζητήσεως. Ξέρει καλὰ τὴν ἐπιθυμία τους καὶ θέλει νὰ τοὺς βοηθήσῃ.
Πόσο ἀγαθὸς εἶνε ὁ Κύριος! Ποθεῖ νὰ σώ­σῃ τὸν ἁμαρτωλό, ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ τὸν πι­έσῃ, θέλει ἐλεύθερα ὁ ἄνθρωπος ν᾽ ἀποφασίσῃ νὰ τὸν πλησιάσῃ· καὶ τότε!…
Ἔρχεται ὁ ἁμαρτωλὸς πρὸς τὸν Ἰησοῦ; Ἂν κάνῃ αὐτὸς ἕνα βῆμα, ἑκατὸ βήματα θὰ κάνῃ ὁ Κύρι­ος. Ἡ Καινὴ Διαθήκη λέει γιὰ τὸν μετανοημέ­νο ἄσωτο υἱό· «Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πα­τέρα αὐ­τοῦ. Ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχον­τος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐ­πέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν» (Λουκ. 15,20).
–«Τί ζητεῖτε;» ρώτησε τοὺς δύο μαθητὰς τοῦ Ἰωάννου. Τί θὰ ταίριαζε ν᾽ ἀπαντήσουν· Ἐσένα, Κύριε!… Ἀλλὰ γιά σκεφθῆτε, ἂν ἔκανε τὴν ἴδια ἐ­ρώτησι σ᾽ ἐμᾶς, τί θὰ τοῦ ἀπαν­τούσαμε; Θὰ μπορούσαμε νὰ τοῦ ποῦμε «Ἐ­σένα ζητοῦμε, Κύριε»; εἶνε ὁ Κύριος ὁ μεγάλος πόθος μας; εἶνε ἡ σωτη­ρία τῆς ψυχῆς ἡ ζω­ηρὴ ἀνησυχία μας; εἶνε ἡ βασιλεία του τὸ πρῶτο ποὺ θερμὰ ζητοῦμε; Ἐλάχιστοι θ᾽ ἀπαν­τοῦσαν ἔτσι. Οἱ ἄλλοι; Ὤ, ἂν ἀπαν­τοῦ­σαν εἰλικρινά, θὰ ἔδειχναν τὶς ἀβυσσαλέες ἐ­πιθυ­­μίες τοῦ κόσμου τούτου· Θέλουμε λεφτά, δό­ξες καὶ τιμές, ἔρωτες καὶ ἡδονὲς καὶ διασκεδάσεις· θέλουμε νὰ ἐκδικηθοῦμε τοὺς ἐχθρούς μας, θέλουμε… Τὸ νὰ ζητάῃ κανεὶς τὸν «πολύτιμον μαργαρίτην» (Ματθ. 13,46) εἶνε ἀπὸ τὸ πιὸ σπάνια σήμερα.
«Τί ζητεῖτε;». Ἂς ἀπευθύνουμε συχνὰ – πυκνὰ τὴν ἐρώτησι αὐτὴ στὸν ἑαυτό μας. Κάποιος μεγάλος ἀσκητής, ποὺ εἶχε βγῆ στὴν ἔ­ρη­­μο, κάθε μέρα ἔλεγε στὸν ἑαυτό του· «Πρὸς τί ἐξῆλθες;», γιατί βγῆκες; Ν᾽ ἀναζητοῦμε διαρκῶς τὸν Ἰησοῦ, νὰ μὴν ἀπομακρυνώμαστε ἀπὸ κοντά του, νὰ μὴ χάνουμε τὴν ἐπαφὴ μαζί του, ἀλλὰ βλέποντας τὰ ματωμένα ἴχνη του νὰ τὸν ἀκολουθοῦμε ὅπου κι ἂν πάῃ· νά τὸ ἰδανικὸ μιᾶς ἁγίας ζωῆς.
Πολλὲς φορὲς ἡ ἀναζήτησι τοῦ Ἰησοῦ δὲν εἶνε καθαρή. Οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ εἶχαν βγῆ μέχρι τὴ Βηθανία, πήγαν ὄχι μόνο ἀπὸ θαυμασμὸ ἀλλὰ καὶ μὲ κάποια περιέργεια· «οὐ διὰ τὸν Ἰ­ησοῦν μόνον, ἀλλ᾽ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴ­δωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν» (Ἰω. 12,9). Καὶ σὲ ἄλ­λη περίπτωσι ζητοῦσαν τὸν Ἰησοῦ γιὰ μιὰ εὔκολη καὶ ἄκοπη ἐξασφάλισι τῶν ἀναγ­καίων τῆς ζωῆς. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Κύριος τοὺς εἶπε· «Ἀ­μὴν ἀ­μὴν λέγω ὑμῖν, ζητεῖτέ με, οὐχ ὅτι εἴ­δετε ση­μεῖα, ἀλλ᾽ ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐ­χορ­τάσθητε» (ἔ.ἀ. 6,26). Πόσο λίγοι εἶνε αὐτοὶ ποὺ ἀναζητοῦν τὸν Ἰησοῦ γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ μόνο! Ὁ ἀπολο­γητὴς Αὔγουστος Νικόλαος κλείνει τὸ σύγγραμμά του μὲ τὴν ἀ­πάντησι παλαιοτέρου συγγραφέως· στὴν ἐ­ρώ­τησι τοῦ Κυρίου «τί ἀμοιβὴ ζητᾷς γιὰ τοὺς κόπους σου;» λέει κι αὐτός· «Ἐσένα μόνο, Κύριε».
Στὰ Εὐαγγέλια βλέπουμε ὅτι καὶ κάποιος ἄλ­λος, ὄχι ἀπὸ τοὺς ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς διανοουμένους τῶν γραμματέων, θέλη­σε ν᾽ ἀκολουθήσῃ τὸν Ἰησοῦ. «Διδάσκαλε», τοῦ λέει, «ἀκολουθήσω σοι ὅπου ἂν ὑπάγῃς». Καὶ ὁ Ἰ­ησοῦς, θέλοντας νὰ τὸν διδάξῃ ὅτι ἡ ἀποστολικὴ ζωὴ ἔχει φτώχεια καὶ θέλει αὐταπάρνησι, τοῦ ἀ­παν­τᾷ· «Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀν­θρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20. Λουκ. 9,58). Ἐδῶ ὅμως, στοὺς μαθητὰς τοῦ Ἰωάννου, δὲν δίνει αὐτὴ τὴν ἀπάντησι. –«῾Ραβ­βί, ποῦ μένεις;» ρωτοῦν αὐτοί. Κ᾽ ἐκεῖ­νος ἀπαντᾷ· –«Ἔρχεσθε καὶ ἴδετε» ἐλᾶτε νὰ δῆτε (Ἰω. 1,39-40).
Ἦρθαν καὶ εἶδαν ποῦ μένει. Δικό του σπίτι δὲν εἶχε· ἔμενε, ὁ μεγάλος Ξένος, φιλοξενού­μενος προσωρινὰ στὸ φτωχικὸ κάποιου πιστοῦ ἀκροατοῦ του. Στὸ ἥσυχο ἐκεῖνο περιβάλλον, μακριὰ ἀ­πὸ θορύβους τοῦ κόσμου, ἔ­μειναν μα­ζί του ὅλη ἐκείνη τὴ μέρα, ἴσως καὶ νὰ διανυκτέρευσαν. Ὁ Ἰωάννης, ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο, δὲν λέει λεπτομέρειες γιὰ τὸ τί συζήτησαν. Σίγουρα θὰ μίλησαν γιὰ ὅ,τι εἶνε ἀ­ληθινό, ὑψηλὸ καὶ ὡραῖο· τὸ θέμα τους θὰ ἦ­ταν –τί ἄλλο– ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Θεϊκὸ συμπόσιο μὲ οὐράνιες ἀλήθειες τοὺς παρέθε­σε ὁ Κύριος, ἀσυγκρίτως ἀνώτερο ἀπὸ τὰ συμπόσια τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων στὴν Ἀθήνα.
Αὐτὸ μᾶς διδάσκει, ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πρέπει ν᾽ ἀκούγεται παντοῦ, «εὐκαίρως ἀκαίρως» ὅ­πως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Β΄ Τιμ. 4,2). Ὁ Κύριος ἔ­δωσε τὸ ἄριστο παράδειγμα· κήρυξε στὸ ναό, σὲ συναγωγές, σὲ σπίτια, σὲ πλοῖα, στὸ γιαλό, σὲ πλα­γιές, σὲ κορυφές, σὲ κάθε τόπο, ἀκόμα καὶ πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρό. Σήμερα οἱ κήρυκες τὸν μιμοῦνται ἆραγε, ἢ περιορίζουν τὴ διδασκαλία μόνο μέσα στοὺς ναούς, καὶ κατηγοροῦν κάθε ἄλλο κήρυ­γμα ποὺ γίνεται ἐκτὸς ναοῦ;
Κηρύττει στὸ σπίτι ὁ Ἰησοῦς. Καὶ πόσοι τὸν ἀ­κοῦνε; Δύο μόνο. Ἀλλ᾽ αὐτοὶ ἀξίζουν περισσότερο ἀπὸ χιλιάδες. Αὐτοὶ ἀργότερα θὰ κηρύξουν σὲ πλήθη μεγάλα. Κ᾽ ἐσὺ ποὺ κηρύττεις τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, μὴν ἀπογοητευθῇς ὅσο κι ἂν εἶνε τὸ ἀκροατήριό σου. Ποιός ξέρει τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ; Μπορεῖ καὶ ὁ ἕνας ἀκροατὴς νὰ γίνῃ ἅγιος, ἐνῷ οἱ χιλιάδες ποὺ σ᾽ ἀκοῦνε ν᾽ ἀποδειχθοῦν ἄκαρποι.
Ποιά ἦταν ἡ ἐντύπωσι τῶν δύο μαθητῶν ἀπὸ αὐ­τὴ τὴ συναναστροφή; Καταπληκτική. Πῶς τὸ ξέρου­με; Ἀπὸ μιὰ λεπτομέρεια ποὺ ὑπάρχει στὸ κείμενο. Γράφει· «Ὥρα ἦν ὡς δεκάτη» (Ἰω. 1,40). Ἡ δεκάτη ὥρα ἀντιστοιχεῖ μὲ τὴ δική μας 4η ἀπογευματινή.

* * *

«Ὥρα ἦν ὡς δεκάτη». Ἂς προσέξουμε, ἀ­δελφοί μου, αὐτὴ τὴ χρονικὴ σημείωσι. Ὁ χρόνος τρέ­χει συνεχῶς καὶ στὸ πέρασμά του συμβαίνουν πολ­λά. Ἄλλα εἶνε ἀνιαρὴ ἀνακύκλωσι τῶν ἴδιων γε­γονότων (ὕπνος, ξύπνημα, δουλειά, φαγητό, φυ­σικὲς ἀνάγκες) καὶ δὲν ἀφήνουν ἰσχυρὲς ἐντυπώσεις. Συμβαίνουν ὅ­μως κάποτε καὶ μερικὰ ἔκ­τακτα συνταρακτικά, ποὺ ἀφήνουν ἴχνη ἀνεξίτηλα. Οἱ ὧ­ρες καὶ οἱ μέρες ποὺ ἔγιναν δὲν λησμονοῦνται.
Ὁ καθένας ἔχει ὧρες καὶ ἡμέρες ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὶς ξεχάσῃ· ἡ ὥρα π.χ. ποὺ ὁ νέος πῆρε τὸ πτυχίο του, ἡ ὥρα τῶν ἀρραβώνων, ἡ ὥρα τοῦ γά­μου, ἡ ὥρα ποὺ ἀπέκτησε παιδί, ἡ ὥρα ποὺ κέρδι­σε στὸ λαχεῖο κ.λπ.. Ναί· ἀλλὰ οἱ ὧρες αὐτὲς ἢ καὶ κάποιες ἄλλες δὲν συγκρίνονται μὲ μία μονα­δι­κὴ ὥρα (βλ. βιβλίο μας Σαλπίσματα, Ἀθῆναι 1952, σσ. 24-30). Εἶνε ἡ ὥρα ποὺ ἡ ἁμαρτωλὴ ψυχὴ τρέχει καὶ συναν­τᾶται μὲ τὸν Σωτῆρα της. Καὶ τὸν Σωτῆρα Χριστὸ μπορεῖ νὰ τὸν συναντήσῃ καὶ ἀλλοῦ ἀλλὰ πρὸ παντὸς στὸ μυ­στήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Ὤ ἡ ὥ­ρα αὐτή, ποὺ ὁ ἄνθρωπος γονατίζει μετανοημένος μπροστὰ στὸν πνευματικό, ἐξομολογεῖται συν­τετριμμένος τὰ κρίματά του καὶ παίρνει τὴν ἄ­φεσι! εἶνε ἡ σπουδαιότερη ὥρα τῆς ζωῆς του καὶ μένει ἀλησμόνητη. «Ἐξωμολογήθηκα καὶ παράδεισος φύτρωσε μέσα μου», ἔγραφε κάποτε πονεμένη ἡ φιλόσοφη ψυχὴ διασήμου ῾Ρώσου συγγραφέως.
Ὁ Δάντης σὲ ποίημά του λέει, ὅτι τὴν ἡμέρα ποὺ συνάντησε τὴ Βεατρίκη του ἄρχισε γι᾽ αὐτὸν νέα ζωή, χαρᾶς καὶ εὐτυχίας. Ἀλλ᾽ ὦ θνητοί, ἡ εὐ­τυχία ἀρχίζει ἀπὸ τὴ γνωριμία μὲ μιὰ γυναῖκα; Ἡ ἀ­ληθινὴ ζωὴ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἄνθρωπος συναντᾷ τὸν Ἰησοῦ! Γιὰ τὴ συνάντησι αὐτή, μόνο ὅποιος ἦρθε σὲ στενὴ γνωριμία καὶ ἐπαφὴ μαζί του μπορεῖ νὰ πῇ τί αἰσθάνεται· τὴ θεϊκὴ μυστικὴ χαρά, ποὺ εἶνε ἡ ζωή, ὄχι κλάσμα ζωῆς ἀλλὰ ζωὴ ὡ­λοκλη­­ρωμένη, αἰώνια. «Αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή», εἶ­πε ὁ Κύριος, «ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθι­νὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (Ἰω. 17,3).
Ἐπίτρεψέ μου, ἀδελφέ, νὰ σὲ ρωτήσω· στὸ ἡμε­ρολόγιο τῆς ζωῆς σου ὑπάρχει ἡ ὥρα αὐτή; Ἂν ὑ­πάρχῃ, θὰ δοκιμάζῃς ἀσφαλῶς χαρὰ καὶ ἀγαλλί­σι, ποὺ προμηνύει τὴ χαρὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐ­ρα­νῶν. Ἂν ὅμως δὲν ὑπάρχῃ, τότε τί καθυστε­ρεῖς; Δὲν ἔφτασε στ᾽ αὐτιά σου ἡ φωνὴ τοῦ Προδρόμου «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτί­αν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29,36); Μιμήσου κ᾽ ἐσὺ τὸν Ἀνδρέα καὶ τὸν Ἰωάννη, ποὺ ἔτρεξαν καὶ συνάντησαν τὸν Ἰησοῦ· τόσο βαθειὰ χαράχτηκε στὴ μνήμη τους ἡ ἀλησμόνητη ἐκείνη συνομιλία, ὥστε ἔγραψαν καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔγινε· «ὥρα ἦν ὡς δεκάτη»!
Μακάρι, ἀγαπητέ μου, νὰ γραφτῇ καὶ στὸ δικό σου ἡμερολόγιο μιὰ παρόμοια ὥρα.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀκολούθει μοι» (1965)

Περιληπτικὴ μεταγλώττισι σὲ ἁπλούστερη γλῶσσα κεφαλαίου τοῦ βιβλίου «Ἀκολούθει μοι», Ἀθῆναι (1965) 19893, σσ. 41-50. 6-10-2021.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.