Του αγιου Ιωαννου του Δαμασκηνου – Υψος ταπεινωσεως
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΗ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2427
Τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ
Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2021
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Υψος ταπεινωσεως
Ἡ ζωὴ μέσα στὶς πόλεις γίνεται, ἀγαπητοί μου, ὅλο καὶ πιὸ κουραστική. Γι᾽ αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι, μόλις βροῦν εὐκαιρία, σπεύδουν ν᾽ «ἀποδράσουν» πρὸς τὰ ἔξω, στὴν ὕπαιθρο. Τὴν ἀνάγκη αὐτὴ ἐκμεταλλεύονται καὶ γραφεῖα ποὺ ὀργανώνουν ταξίδια ἀναψυχῆς. Αὐτὰ βέβαια ἀπαιτοῦν χρήματα ποὺ δὲν διαθέτει ὁ καθένας. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἕνας τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο μπορεῖ καὶ ὁ φτωχότερος ἀκόμη νὰ ταξιδέψῃ. Πῶς; Μὲ τὴ σκέψι! Καὶ νά· σᾶς καλῶ τώρα, νὰ κάνουμε κ᾽ ἐμεῖς ἕνα τέτοιο νοερὸ ταξίδι· νὰ ἐπισκεφθοῦμε ἕνα σπουδαῖο ἑλληνορθόδοξο προσκύνημα.
«Ἀπογειωνόμαστε» λοιπὸν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, διατρέχουμε τὸ Αἰγαῖο πάνω ἀπ᾽ τὶς Κυκλάδες καὶ τὰ Δωδεκάνησα, πετᾶμε πάνω καὶ ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ φτάνουμε στὴν Παλαιστίνη. Προσγειωνόμαστε στὰ Ἰεροσόλυμα, ἀλλὰ δὲν μένουμε στὴν πόλι. Διαβαίνουμε τὸν Ἰορδάνη καὶ σταματοῦμε κοντὰ στὸ μέρος ποὺ ἦταν κάποτε τὰ Σόδομα. Ἐκεῖ βρίσκεται τὸ σπουδαῖο μοναστήρι, ἡ λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα.
Γιατί λέγεται λαύρα; Ἡ λέξι γράφεται μὲ ἄλφα-ὕψιλον. Ἀλλὰ ἐδῶ ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ, κάνοντας βῆτα τὸ ὕψιλον, νὰ τὴν χαρακτηρίσω καὶ λάβρα (μὲ βῆτα), λέξι ποὺ ἔχει σχέσι μὲ τὴ φωτιά. Καὶ ἐξηγῶ ἀμέσως τὸ γιατί.
Στὸ μοναστήρι αὐτό, ἀδελφοί μου, ἔκαιγε ἡ θερμὴ ἀγάπη ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἐκεῖνος εἶπε· «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη!» (Λουκ. 12,49)· φωτιὰ ἦρθα νὰ βάλω πάνω στὴ γῆ, καὶ τί ἄλλο θέλω τώρα ποὺ ἄναψε κιόλας; Καὶ φωτιά, ποὺ ὁ Χριστὸς ἦρθε καὶ ἄναψε, εἶνε ἡ ἀγάπη· ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ φωτιὰ ἔκαιγε καὶ στὸ μοναστήρι αὐτό· ζοῦσαν ἐκεῖ ἄνθρωποι ποὺ ἀγαποῦσαν τὸ Θεό, φλέγονταν ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα, ποθοῦσαν νὰ ὑψωθοῦν στὰ ἐπουράνια.
Λαύρα, μοναστήρι ἁγίων, ἦταν πράγματι αὐτὸ ποὺ ἵδρυσε ἐκεῖ τὸν 5ο αἰῶνα, πρὶν ἀπὸ χίλια πεντακόσα χρόνια, ἡ πίστι τοῦ ἁγίου Σάββα τοῦ ἡγιασμένου. Στὸ μοναστήρι αὐτὸ ἔζησαν σπουδαῖοι ἄνθρωποι. Ὅπως στὸ δάσος κελαϊδοῦν ἀηδόνια, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἄλλα ἀηδόνια, ποὺ λένε τὰ ὡραιότερα τραγούδια· εἶνε οἱ ὑμνῳδοί, ἐκεῖνοι ποὺ ἔκαναν τὰ τροπάρια τῆς Ὀκτωήχου, τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καὶ τῶν ἄλλων ἑορτῶν τοῦ ἔτους.
* * *
Ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα ἀηδόνια, ἀγαπητοί μου, ποὺ ἔψαλλε ἐκεῖ στὸν Ἅγιο Σάββα, ἀλλὰ ἐξακολουθεῖ νὰ ψάλλῃ καὶ θὰ ψάλλῃ πάντα μέσα στὴν Ἐκκλησία μας, εἶνε ὁ ἅγιος ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα, ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Εἶνε ὁ μεγαλύτερος δογματικὸς ἀλλὰ καὶ ὁ μεγαλύτερος μουσικὸς τῆς Ἐκκλησίας μας· τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ γράψῃ τοὺς ὡραιότερους ὕμνους ποὺ ἔχουμε στὴ λατρεία μας.
Καταγόταν ἀπὸ εὐγενῆ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια τῆς Δαμασκοῦ. Οἱ πλούσιοι γονεῖς του τοῦ ἔδωσαν μεγάλη μόρφωσι στὰ χριστιανικὰ καὶ τὰ ἑλληνικὰ γράμματα. Μὲ τὰ προσόντα ποὺ διέθετε ἀνέβηκε σὲ μεγάλα κοσμικὰ ἀξιώματα. Γνώρισε τότε τὴ μαύρη κακία τοῦ κόσμου ἀλλὰ καὶ τὴ θαυμαστὴ προστασία τῆς Παναγίας· γι᾽ αὐτὸ ἀποφάσισε νὰ ἀρνηθῇ ὅλα τὰ ἐγκόσμια, τὴ ματαιότητα τῆς κοσμικῆς δόξης, καὶ νὰ καταφύγῃ στὸ ἁγιασμένο αὐτὸ μοναστήρι.
Ἐκεῖ ὁ ἡγούμενος τὸν παρέδωσε σ᾽ ἕνα σοφὸ καὶ αὐστηρὸ γέροντα, νὰ τοῦ διδάξῃ τὴν ὑπακοή. Αὐτός, καθὼς τὸν εἶδε νέο, μὲ χαρίσματα καὶ μὲ ἰδιαίτερο τάλαντο στὴ μουσική, φοβήθηκε μήπως ὑπερηφανευτῇ. Τοῦ ᾿βαλε λοιπὸν ἕνα κανόνα. –Δὲν θ᾽ ἀνοίξῃς τὸ στόμα σου, εἶπε, δὲν θὰ ψάλῃς τίποτε ἀπολύτως· ὅταν ἔρθῃ ἡ ὥρα θὰ σοῦ πῶ ἐγώ· τώρα σιωπή, αὐτὸς εἶνε ὁ κανόνας σου. –Νά ᾽νε εὐλογημένο, εἶπε ὁ Ἰωάννης. Καὶ πράγματι τηροῦσε τὸν κανόνα, ὑπήκουε στὸν γέροντά του.
Ἀλλὰ μιὰ μέρα τί συνέβη. Ἡ λαύρα ἦταν μεγάλη, μὲ πολλὰ κελλιά. Περνώντας λοιπὸν ὁ Ἰωάννης ἀπὸ ἕνα κελλὶ εἶδε τὸν καλόγερο ποὺ ἔμενε σ᾽ αὐτὸ λυπημένον· ἦταν θλιμμένος γιὰ τὸ θάνατο ἑνὸς ἀδελφοῦ του. Τὸν πλησίασε νὰ τὸν παρηγορήσῃ στὸ πένθος του καὶ πάνω στὴ συνομιλία ἄνοιξε τὸ στόμα καὶ τοῦ ἔψαλε κάτι – τὸ ἔλεγε τότε γιὰ πρώτη φορά· ἦταν αὐτὸ ποὺ ἀκοῦμε τώρα στὶς κηδεῖες· «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον· οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα· ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται…» (Νεκρ. ἀκολ. ἦχ. γ΄). Τί κλαῖς τώρα ἐσὺ τὸν ἄνθρωπό σου; τοῦ λέει· καλόγεροι ἐμεῖς, τ᾽ ἀρνηθήκαμε αὐτὰ κ᾽ ἔχουμε τὴν ἐλπίδα μας στὸ Θεό… Παρηγορήθηκε μ᾽ αὐτὰ ὁ θλιμμένος.
Κατὰ σύμπτωσι ὅμως ἐκείνη τὴν ὥρα περνοῦσε ἀπ᾽ ἔξω ὁ γέροντάς του. Τεντώνει τ᾿ αὐτί, τὸν ἀκούει νὰ ψάλλῃ. Χτυπάει τὴν πόρτα καὶ τὸν σταματᾷ. –Ἔλα ᾽δῶ, τοῦ λέει. Τί εἴπαμε; αὐτὴ εἶνε ἡ ὑπακοή σου;…
Ἔχουν σημασία αὐτὰ καὶ σήμερα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Πόσα καλὰ παιδιά, πόσοι νεαροὶ φοιτηταί, βιάστηκαν νὰ χειροτονηθοῦν κληρικοί, καὶ μετὰ τὰ ἐγκατέλειψαν καὶ καταστράφηκαν! Δὲν ἦταν ἡ ὥρα τους. Ἔχεις τὸν πόθο σου νὰ γίνῃς διᾶκος, νὰ γίνῃς ἱεροκήρυκας, νὰ γίνῃς δεσπότης; Περίμενε νὰ περάσουν τὰ χρόνια, νὰ ὡριμάσῃς, νὰ βάλῃς μυαλό. Ἀλλὰ δὲν φταῖνε τὰ νεαρὰ παιδιά, φταῖνε οἱ δεσποτάδες. Βλέπεις δεκαοχτώ, εἴκοσι, εἰκοσιδύο χρονῶν, καὶ τὰ χειροτονοῦν.
Ὅταν εἴχαμε ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν τὸν Σπυρίδωνα (Βλάχο 1949-1956), ὑπῆρχε σὲ κάποιους ποὺ ἦταν κοντά του μιὰ τέτοια τάσι· χειροτονοῦσαν νεαρούς· ἔβλεπες μέσα στὴν Ἀθήνα κάτι διακάκια, ποὺ μετὰ οἱ περισσότεροι ἀπ᾽ αὐτοὺς πέταξαν τὰ ῥάσα. Μιὰ μέρα λοιπὸν τοῦ λέω· –Σὲ παρακαλῶ, μακαριώτατε, κάνε μου μιὰ χάρι. –Τί χάρι θέλεις; –Ζητῶ, ὅταν πρόκειται νὰ χειροτονήσετε αὐτούς, νὰ μὲ εἰδοποιήσετε μιὰ μέρα ἐνωρίτερα ποῦ θὰ γίνῃ ἡ χειροτονία… Κατάλαβε ἐκεῖνος ὅτι, ἂν μᾶς εἰδοποιοῦσε, θὰ ἀκούγονταν «ἀνάξιος»· διότι ἔχουμε τὸ δικαίωμα αὐτὸ μέσα στὴν Ἐκκλησία· ὅταν γνωρίζουμε ὅτι κάποιος γιὰ τὸν ἄλφα ἢ τὸν βῆτα λόγο δὲν εἶνε ἄξιος, εἴτε γιὰ ἀνήθικο βίο εἴτε ἀκόμη περισσότερο γιὰ φρονήματα νεωτεριστικὰ εἴτε λόγο ἡλικίας, τότε ἔχουμε δικαίωμα νὰ προβάλουμε ἔνστασι, γιὰ νὰ μὴ εἰσέλθῃ στὸν κλῆρο ἄνθρωπος ποὺ δὲν θὰ τιμήσῃ τὸ θυσιαστήριο. Γι᾽ αὐτὸ εἶπα τὸ λόγο αὐτό. Καὶ τότε ἔλαβαν τὰ μέτρα τους· τοὺς χειροτονοῦσαν αὐτοὺς κρυφά. Ἔμαθα, ὅτι εἶχαν σκοπὸ νὰ χειροτονήσουν ἕναν ἡλικίας 22 – 23 ἐτῶν στὴ μονὴ Πεντέλης, καὶ τὸ ἔκρυβαν, δὲν τὸ ἤξερε οὔτε ὁ ἴδιος. Ὅπως στὶς φυλακὲς πᾶνε στὸ κελλὶ ἀπροειδοποίητα καὶ παίρνουν ἔξω τὸν μελλοθάνατο, ἔτσι κι αὐτοὶ τελευταία ὥρα εἰδοποίησαν τὸν ὑποψήφιο. Τὸν πῆραν νὰ τὸν χειροτονήσουν κάπου μακριά, σ᾿ ἕνα ἐξωκκλήσι, γιατὶ φοβοῦνταν μήπως ἀκουστῇ τὸ «ἀνάξιος».
Μὲ πνεῦμα, λοιπόν, πατρικῆς αὐστηρότητος καὶ ὁ γέροντας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου εἶπε· –Δὲν σοῦ εἶπα, παιδί μου, νὰ μὴν ψάλλῃς; Αὐτὸς δικαιολογήθηκε· –Βλέποντας τὸν ἀδελφὸ νὰ κλαίῃ θέλησα νὰ τὸν παρηγορήσω. Μὰ ὁ γέροντας δὲν ὑποχώρησε. –Ἀφοῦ δὲν κάνεις ὑπακοή, φύγε ἀπὸ κοντά μου, δὲν σὲ θέλω στὴ συνοδεία μου. Ὁ Ἰωάννης στενοχωρήθηκε πολὺ κ᾽ ἔφυγε λυπημένος. Τὸν παρακάλεσε ὅμως κατ᾽ ἐπανάληψιν πέφτοντας στὰ πόδια του θέλοντας νὰ ἐπιστρέψῃ κοντά του. Ἀνένδοτος ὁ γέροντας. Τέλος, ἀφοῦ μεσολάβησαν δύο ἄλλοι γέροντες, συγκατένευσε λέγοντας· –Πῆτε του ὅτι τὸν δέχομαι ἀλλὰ ὑπὸ ἕνα ὅρον. –Ποιόν ὅρον; –Νὰ καθαρίσῃ – μὲ συγχωρεῖτε γιὰ τὴ φράσι, νὰ καθαρίσῃ τὰ ἀποχωρητήρια ὅλων τῶν καλογέρων· καὶ ὄχι μὲ τὸ φτυάρι. –Ἀλλὰ πῶς; –Μὲ τὰ χέρια του! –Μά, γέροντα, τοῦ λένε, αὐτὸς δὲν ἦταν τσοπᾶνος, ἦταν ἀρχοντόπουλο, εἶχε ὑπηρέτες. –Ἐὰν δὲν τὸ κάνῃ, δὲν τὸν δέχομαι. Τὸ εἶπαν στὸν ἅγιο Ἰωάννη, κι αὐτὸς ὑπάκουσε ἀμέσως μετὰ χαρᾶς. Καὶ ὅλοι θαύμασαν τὴν ταπείνωσί του καὶ τὴν ὑπακοή του.
Ἔτσι τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς τῆς χάριτος νὰ ὑμνολογῇ θεσπέσια, νὰ θεολογῇ μὲ ἀκρίβεια, νὰ μάχεται κατὰ τῆς αἱρέσεως τῶν εἰκονομάχων.
* * *
Τέτοια πρότυπα ἁγιωσύνης, ἀγαπητοί μου, τέτοια διαμάντια ἀρετῆς εἶνε σπάνια. Τὸ μεγαλεῖο τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ὑπακοῆς στὴ δική μας γενεὰ φαίνεται ἀκατανόητο, χλευάζεται μάλιστα ὡς ἀνοησία. Δὲν ὑπάρχει φρόνημα ὑπακοῆς. Ἡ ὑπερηφάνεια ἔσβησε τὴν ὑπακοή. Ποιός ταπεινώνεται σήμερα; ποιός ὑπακούει τώρα; Ἀκοῦτε, νέοι, τὸν πατέρα σας; Ἀκοῦτε, κορίτσια, τὴ μητέρα σας; Ἀκοῦτε μαθηταὶ τὸ δάσκαλο καὶ τὸν καθηγητή σας; Ἀκοῦτε στρατιῶτες τὸ βαθμοφόρο σας; Ἀκοῦτε, ὑποτακτικοί, τὸ γέροντά σας; Ἀκοῦτε, γέροντες καὶ ἐπίσκοποι, τὸν Δεσπότη Χριστό; Λείπει δυστυχῶς ἡ πειθαρχία, βασιλεύει ἡ ἀναρχία. Γι᾽ αὐτὸ ὑπολειτουργοῦν ὅλα, γι᾽ αὐτὸ δὲν βλέπουμε προκοπή.
Μελετᾶτε τοὺς βίους τῶν ἁγίων. Τὰ παραδείγματά τους μποροῦν νὰ μᾶς ξυπνήσουν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Α΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης βραδινῆς ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν αἴθουσα τοῦ συλλόγου «Ἰω. Βαπτιστὴς» Ἀθηνῶν τὴν 16-3-1958. Καταγραφή, διαίρεσις, ἀναπλήρωσις καὶ σύντμησις 18-11-2021.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.