Αυγουστίνος Καντιώτης



Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΑ’ ΄ΛΟΥΚΑ – Μας περιμενει το ουρανιο τραπεζι

date Δεκ 12th, 2021 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΑ΄ΛΟΥΚΑ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΔ΄15-24

  • 15᾿Ακούσας δέ τις τῶν συνανακειμένων ταῦτα εἶπεν αὐτῷ· μακάριος ὃς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ. 16 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς· 17 καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα. 18 καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 19 καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 20 καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν.
    21 καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε. 22 καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. 23 καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου. 24 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου.

862c570e406e

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΗ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2430

Κυριακὴ ΙΑ΄Λουκᾶ (Λκ. 14,16-24· Μθ. 22,14)
12 Δεκεμβρίου 2021
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Μας περιμενει το ουρανιο τραπεζι

Τὸ εὐαγγέλιο τῆς σημερινῆς ἡμέρας, ἀγαπη­τοί μου, Κυριακῆς τῶν Προπατόρων (Λουκ. 14,16-24. Ματθ. 22,14), εἶνε μία ἀπὸ τὶς ἄφθαστες παραβο­λὲς ποὺ εἶπε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Σᾶς εἶνε γνωστή, τὴν ἐπαναλαμβάνω.
Ἕνας εὐγενὴς νοικοκύρης θέλησε νὰ τιμή­σῃ τοὺς φίλους του καὶ ἀποφάσισε νὰ τοὺς παραθέσῃ δεῖπνο. Ἀγόρασε τὰ καλύτερα τρό­­φιμα καὶ ὑλικά, τὰ μαγείρεψε μὲ κάθε τέχνη καὶ ἔστρωσε τραπέζι σὲ μιὰ ἀπέραντη αἴθουσα. Ὅταν πλέον ὅλα ἦταν ἕτοιμα, ἔστειλε μὲ τὸ δοῦλο του προσκλητήρια σ᾽ ἕνα ὡρισμένο κύκλο φίλων, ποὺ τοὺς θεωροῦσε ὡς τὸ στενώτερο περιβάλ­­λον του.
Πῆγε ὁ ἀπεσταλμένος ὡς ἀγγελιαφό­ρος στὰ σπίτια τῶν προσκεκλημένων, ἀλλὰ πα­ραδόξως συνάντησε ἀπροθυμία καὶ ἄρνησι. –Ἐ­λᾶ­τε, εἶ­πε στὸν ἕνα, τὸ τραπέζι εἶνε ἕτοιμο. –Ὄ­­χι, ἀ­παν­­τᾷ αὐτός. Πηγαίνει στὸν δεύτερο. –Ὄ­χι, τοῦ λέει κι αὐ­τός.

Πηγαίνει στὸν τρίτο. –Ὄχι, ἀ­κούει ἐπίσης. Ὁ πρῶτος ἦταν μεγαλοκτηματίας καὶ εἶχε ὑ­πογράψει πρὸ ὀλίγου συμβόλαιο, μὲ τὸ ὁποῖο γινόταν κάτοχος μεγάλης ἐκ­τάσεως, τιμαρι­οῦχος. Ὁ δεύτερος ἦταν ζῳ­­έμ­πορος· ἀγόρασε βόδια καὶ ἔπρεπε νὰ τὰ δοκιμάσῃ προτοῦ νὰ καταβάλῃ τὴν ἀξία τους. Καὶ ὁ τρίτος, πιὸ ἀ­διάντροπος ἀπ᾽ ὅλους, ἀν­αίσχυντος σὰν πίθηκος, ἀπήντησε, ὅτι εἶνε νιό­­παντρος καὶ δὲν μπο­ρεῖ ν᾽ ἀσχολῆται μ᾽ αὐτὰ τὰ πράγματα. Ἔτσι «ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραι­τεῖσθαι πάντες» (Λουκ. 14,18). Αὐτοί, κατὰ τὴν ἐξήγησι τῶν ἁγίων πατέρων, εἰκονίζουν τοὺς μορ­φωμένους ἄρχον­τες τῶν Ἰουδαίων.
Ὁ κύριος, ποὺ πληροφορήθηκε τὴν ἐλεει­νὴ αὐτὴ συμπεριφορὰ τῶν στενῶν φίλων του, παρὰ τὴν εὐγένειά του ἀγανάκτησε. Διατάζει, νὰ βγῇ ὁ δοῦλος του «εἰς τὰς πλατείας καὶ ῥύ­μας (=στὰ σοκάκια)» καὶ νὰ καλέσῃ καὶ ἄλ­λους πιὸ ἀπόμακρους. Πολλοί, παρέες – παρέες, ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν στὴ μεγάλη αἴ­θουσα· ἀνάπηροι, κουτσοί, τυφλοί, καθυστερημένοι καὶ παραγκωνισμένοι. Αὐτοὶ εἰκονίζουν τὸν ἁπλοϊκὸ Ἰουδαϊκὸ λαό.
Ὑπῆρχε ὅμως ἀκόμη ἀρκετὸς χῶ­ρος καὶ γιὰ πολλοὺς ἄλλους. Καὶ διατάζει τὸ δοῦλο του νὰ βγῇ πάλι, γιὰ τρίτη φορά, σὲ δρόμους καὶ φράχτες, καὶ ὅποιους βρῇ νὰ τοὺς φέρῃ νὰ συμ­πληρώσουν τὸ κενὸ τῆς αἰθούσης. Αὐτοὶ είκονίζουν τοὺς ἐθνικούς.

* * *

Αὐτὴ μὲ συντομία εἶνε ἡ παραβολή. Ποιός εἶνε ὁ εὐγενὴς νοικοκύρης; Δὲν εἶνε ἄλλος παρὰ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καὶ Θεός. Τί κάνει ὁ Κύριος; Στρώνει τραπέζι. Τί τραπέζι; Δύο εἰ­δῶν.
Πρῶτον ὑλικό. Ὅ,τι, ἀδελφοί μου, ἔρχεται στὸ τραπέζι σας κάθε φορὰ ποὺ κάθεστε νὰ φᾶ­­τε, εἴτε νερὸ δροσερὸ εἴτε κρασὶ εἴτε ψάρι εἴ­τε κρέας εἴτε φροῦτα εἴτε ὅ,τι ἄλλο, ὅλα εἶ­νε δῶ­­ρα τοῦ Κυρίου. Σὲ κανένα ἄλλο πλανήτη τοῦ σύμπαντος δὲν ὑπάρχουν τ᾽ ἀγαθὰ αὐ­τά, ποὺ τόσο ἀχάριστα καθόμαστε καὶ τρῶμε. Τὸ που­λάκι στὴν πηγὴ πίνει μιὰ στάλα νερὸ καὶ ὑψώνει τὸ κεφαλάκι του στὸν οὐρανὸ σὰν νὰ λέῃ, Σ᾽ εὐχαριστῶ, Θεέ μου· ἐμεῖς τὴ μπου­­κιὰ ἔχουμε στὸ στόμα καὶ τὸ Θεὸ βλαστη­μᾶ­με. ­Ὑπάρ­χει πιὸ ἄθλιο ὂν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο; Ἤ­­θελα νὰ ἔ­βαζα τὸ βλάστημο σ᾽ ἕνα πύραυλο καὶ νὰ τὸν στείλω στὴ σελήνη, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑ­πάρχει οὔτε ὀξυγόνο οὔτε νερὸ οὔ­τε ἀ­χλάδι οὔτε μῆλο οὔτε ἄλ­λα ἀγαθά, ἀλλὰ ξεραΰλα καὶ ψῦχος, γιὰ νὰ ἐκτιμήσῃ τὸ τραπέ­ζι ποὺ τοῦ στρώνει ἐδῶ ὁ Θεὸς κάθε μέρα.
Ἀλλὰ τὸ ὑλικὸ αὐτὸ τραπέζι, ποὺ τὸ στρώνει γιὰ ὅλους ἀνεξαιρέτως, εἶνε εἰκόνα μιᾶς ἄλλης τροφῆς. Ὑπάρχει καὶ ἕνα τραπέζι πνευμα­τι­κό. Στὴν ἐκκλησία τὴν ὥρα τῆς θείας λει­­τουργίας –ἂν πιστεύετε– ῥῖξτε ἕνα βλέμμα μέσα στὸ ἅγιο βῆμα· ἐκεῖ εἶνε ἡ τράπεζα ἡ πνευ­ματική. Ἐπὶ τῆς ἁγίας τραπέζης ὑπάρχει ὁ ἄρ­τος ὁ πανάγιος καὶ ὁ οἶνος ὁ καθαγιασμέ­νος.
Τί εἶνε αὐτά; Πιστεύεις; Οἱ πρόγονοί μας, οἱ πατέρες καὶ μανάδες ποὺ γέννησαν τοὺς ἥ­ρωες τοῦ ᾽21 καὶ τοῦ ᾽12, δὲν εἶχαν ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις καὶ τηλέφωνα, ἀλ­λὰ εἶ­χαν πίστι γιγάντια. Οἱ ἀγράμματες ἐκεῖ­νες για­γιάδες ἔπαιρναν στὴν ἀγκαλιὰ τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ τὰ πήγαιναν στὸν παπᾶ μπροστὰ στὶς εἰ­κόνες. Δὲν εἶχαν σπουδάσει θεολογία, μὰ ἦ­­­ταν πιστές· πίστευαν ὅτι ἐκεῖνο τὸ ψίχουλο κ᾽ ἐκείνη ἡ σταλαγματιὰ ποὺ εἶνε μέσα στὸ ἅ­γιο ποτήριο ἀξίζει παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα τὰ πετράδια τῆς γῆς κι ὅλα τὰ ἄστρα τ᾽ οὐρανοῦ.
Ἂν τὸ πιστεύετε κ᾽ ἐσεῖς, τώρα ποὺ ἔρχον­ται οἱ γιορτές, πλησιάστε νὰ κοι­νω­νήσετε ὅ­πως κοινωνοῦσαν οἱ ὑπερασπισταὶ τοῦ Ἀρκαδίου, τοῦ Σουλίου, τοῦ Μεσολογγίου, τῆς Ἀγ­κύρας, τοῦ ἀλβανικοῦ μετώπου. Δι­αφορετικά, καὶ οἱ ἑορτὲς αὐτὲς θὰ εἶνε μόνο μία γα­στρονομικὴ εὐωχία, χωρὶς τὴν οὐσία καὶ πεμ­πτουσία τῆς ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας.
Τράπεζα εἶνε ἡ θεία λειτουργία. Ἀπ᾽ τὸ «Εὐ­­λογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός…» μέχρι τὸ «Δι᾽ εὐχῶν…» παρατίθεται συμπόσιο πνευμα­τικό, ἀσυγκρίτως ἀνώτερο ἀπὸ ἐ­κεῖνα τῶν ἀρ­χαίων προ­γόνων μας ποὺ ἐκθειάζει ὁ Πλάτων. Κάθε λέξι, κάθε κίνησι, καθετὶ ποὺ τελεῖται στὴν ἐκ­κλησία, εἶνε μία πανδαισία πνευματική.
Τράπεζα λοιπόν. Καὶ οἱ ἄνθρωποι πῶς διατίθενται; Προσέρχονται; Στὶς ἐνορίες τῶν χωριῶν καὶ τῶν πόλεών μας, σύμφωνα μὲ μιὰ στα­τιστικὴ ποὺ ἔγινε, οὔτε δύο τοῖς ἑκατὸ (2%) δὲν ἐκκλησιάζονται. Ἂν ἐκκλησιάζονταν ὅλοι, θὰ ᾽πρεπε νὰ γκρεμίσουμε αὐτὲς τὶς ἐκκλησί­ες καὶ νὰ χτίσουμε πολὺ μεγαλύτερες. Τώρα οἱ πλεῖστοι κάνουν τὴν ἐμφάνισί τους μόνο σὲ μεγάλες ἑορτές. Αὐτοὺς τοὺς χριστουγεννιά­τικους καὶ πασχαλιάτικους ἐγὼ τοὺς ὀ­νομάζω χριστιανοὺς – κομῆτες· γιατὶ ὅπως οἱ κομῆτες σπανίως παρουσιάζονται στὸν οὐρανό, ἔτσι κι αὐτοὶ σπανίως ἐμφανίζονται στὸ ναό.
Καὶ ἂν τολμήσῃς νὰ ἐκφράσῃς ἀπορία, σοῦ ἀπαντοῦν μὲ γλῶσσα αὐθαδείας, ἰταμότητος, ἀναισχυντίας καὶ ἀχαριστίας, ὅπως ἐκεῖνοι οἱ προσ­κεκλημένοι τοῦ στενοῦ περιβάλλοντος. Μὰ δὲν σὲ ἔχει ἀνάγκη ὁ Χριστὸς νὰ ἔρθῃς ἐ­σὺ στὴν ἐκκλησία. Λάθος κάνεις, κύριε.
Κι ἂν ἐ­μεῖς πάψουμε νὰ ἐκκλησιαζώμαστε, ὑ­πάρχουν πλῆθος πιστοὶ ποὺ λατρεύουν τὸ Χρι­στό, στὸν κόσμο αὐτὸν τῆς ὕ­λης καὶ τῶν πυρ­αύλων. Ποῦ θέλετε νὰ πᾶμε; Στὴ ῾Ρωσία; Κ᾽ ἐ­κεῖ (στὴ Μόσχα, στὸ Στάλινγκραντ, στὰ Οὐ­ράλια ὄρη), καὶ σὲ καιρὸ διωγμοῦ ἀπὸ τοὺς ἀ­θέους, ἡ ἀδάμα­στη ῥωσικὴ ψυχὴ τρέχει στοὺς να­ούς· καὶ κλαῖ­νε ὅταν περνοῦν τὰ ἅγια, ἐνῷ ἐ­μεῖς κοιτᾶμε τὰ ῥολόγια πότε θὰ σχολάσουμε. Στὴν Ἀφρική; ἐκεῖ ὁ Κύπρου Μακάριος τὸ Μάρτιο τοῦ 1971 βάπτισε 5.000 ἰθαγενεῖς! Νὰ πᾶμε στὴν Τουρκία; Ὦ Μικρὰ Ἀσία καὶ Πόντε, λίκνον τῆς ἀτιμήτου Ὀρθοδοξί­ας μας! Τὸ 1922 βέβαια διώχθηκαν ἀπὸ ᾽κεῖ 2.000.000 Ἕλ­­ληνες, καταργήθηκαν 4.000 ἐκκλησίες καὶ 80 μη­τροπόλεις· ἐν τούτοις κ᾽ ἐκεῖ, στὴν καρδιὰ τῆς Τουρκιᾶς, ὑπάρχουν Χριστιανοί· εἶνε οἱ λεγόμε­νοι κρυπτοχριστιανοί. Ἕνας τέτοιος μοῦ ἦρ­θε πέρυσι ἀπὸ τὴ Σαμψοῦντα, ζήτησε νὰ τὸν βαπτίσω κ᾽ ἔκλαιγα μαζί του. Νὰ πᾶμε στὸ Βόρειο Πόλο; Κ᾽ ἐκεῖ οἱ Ἐσκιμῶοι στὶς παγωμένες καλύβες τους, χωρὶς καλοριφέρ, λατρεύουν τὸ Χριστὸ κ᾽ ἔχουν κανδήλα ποὺ καίει ὄχι μὲ λάδι ἐλιᾶς ἀλλὰ μὲ λῖπος φάλαινας.
Οἱ πιστοὶ δὲν ἔχουν ἀνάγκη τὰ μέσα τῆς εὐ­μαρείας. Ἐγὼ πιστεύω, ὅτι ὁ μεγάλος κίνδυ­νος τοῦ κόσμου καὶ τῆς πατρίδος μας δὲν εἶ­νε ὁ κομμουνισμός – εἶ­νε κι αὐτός, ἀλλὰ εἶνε ἡ εὐμάρεια. Αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸν τάφο τοῦ πολι­τισμοῦ. Αὐ­τὴ εἶνε ἡ κοπριὰ ποὺ ἐ­πάνω της βλαστάνουν οἱ μύκητες τῆς ἁ­μαρτί­ας καὶ τὰ σαπρόφυτα τῆς ἀθεΐας.
Τὸν 17ο μὲ 18ο αἰῶνα κάποιος ἀπὸ τοὺς πα­τριάρχες τοῦ ἀθεϊστικοῦ διαφωτισμοῦ (ὁ Βολταῖρος 1694-1778) διακήρυττε, ὅτι μετὰ ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια πάνω στὴ γῆ δὲν θὰ ὑπάρχῃ οὔτε ἕνας ποὺ νὰ πιστεύῃ στὸν Ἐ­σταυρωμένο. Ἡ πρό­βλεψί του δὲν ἐπαλήθευσε. Μὰ καὶ ἂν ἀ­κόμα συμβῇ νὰ ἐ­παληθεύσῃ –πρᾶγμα ποὺ τὸ ἀποκλείει τὸ Εὐαγ­­γέλιο (βλ. Ματθ. 16,18. Λουκ. 1,33)– καὶ πάλι σᾶς λέω, ὅτι δὲν μᾶς ἔχει ἀνάγκη ὁ Χριστός. Ἐπάνω στὰ οὐράνια, πέρα ἀπὸ τοὺς γαλαξίες καὶ τὰ ἄστρα καὶ τὸν Σείριο, ὑπάρχει, ναί ὑπάρχει, ἕνας ἄλλος κόσμος, ἄπειρα πνεύματα ἁγίων ἀγγέλων καὶ δικαίων, ποὺ τὸν λατρεύουν ἀπαύστως.

* * *

«Πᾶσα ἡ γῆ» λοιπὸν καὶ «πᾶσα πνοή», ἀλ­λὰ καὶ «οἱ οὐρανοὶ τῶν οὐρανῶν» (Ψαλμ. 65,1· 150,6· 148,4) λατρεύουν τὸ Χριστό. Ἂν ἐσὺ δὲν θέλῃς, μὴν πατᾷς στὴν ἐκκλησιά. Μόνος σου στερεῖς τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ μία οὐράνια εὐλογία.
Αὐτὸ δείχνει ἕνα μικρὸ ἀνέκδοτο ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος. Πῆγε μιὰ μέρα ὁ ἅ­γιος σ᾽ ἕνα ἀπόμερο ξωκκλήσι νὰ λειτουργή­σῃ. Καὶ ὅταν ἀπὸ τὴν ὡραία πύλη εὐλογοῦ­σε λέγοντας «Εἰρήνη πᾶσι», ἀκούστηκε ἡ φω­νὴ τῶν ἀγγέλων ποὺ τὸν ὑπηρετοῦσαν νὰ τοῦ ἀ­παντᾷ· «Καὶ τῷ πνεύματί σου»! Γι᾽ αὐτὸ στὸ ἀ­πολυτίκιο τοῦ ἁγίου ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει· «…Καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχὰς ἀγ­γέλους ἔσχες σειλλειτουργοῦντάς σοι, ἱερώτατε»· κι ὅταν ἀνέπεμπες τὶς ἅγιες εὐχές σου, ἀγγέλους εἶχες νὰ συλλειτουργοῦν μαζί σου.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 12-12-1971 πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 11-11-2021.

Ερμηνευτική απόδοση Παν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΔ΄15-24

15 Όταν τα άκουσε αυτά κάποιος από εκείνους που κάθονταν στο τραπέζι μαζί με τον Κύριο, Του είπε: “Μακάριος είναι εκείνος που θα πάρει μέρος στο τραπέζι της βασιλείας του Θεού μαζί με τον Μεσσία και τους Πατριάρχες και τους άλλους δικαίους”. 16 Ο Ιησούς τότε, προκειμένου να διδάξει ποιες αρετές πρέπει να έχει κανείς για να συμμετάσχει στην αιώνια ευφροσύνη της βασιλείας του Θεού, του είπε: «Κάποιος άνθρωπος έκανε μεγάλο βραδινό συμπόσιο και κάλεσε πολλούς(:Η χαρά και η απόλαυση δηλαδή της αιώνιας βασιλείας παρομοιάζεται με ένα μεγαλοπρεπές δείπνο που ετοίμασε ο Θεός. Σ’ αυτό δεν κάλεσε αρχικά όλους τους ανθρώπους, αλλά πολλούς, δηλαδή μόνο τους Ιουδαίους). 17 Και την ώρα του δείπνου έστειλε τον δούλο του για να πει στους καλεσμένους: “Ελάτε και μην αναβάλλετε, διότι είναι πλέον όλα έτοιμα” (:Σε κάθε εποχή δηλαδή ο Θεός έστελνε τους απεσταλμένους Του. Και στο τέλος έστειλε τον Ιωάννη τον Βαπτιστή κι έπειτα τον Υιό Του, ο Οποίος με την ενανθρώπησή Του έλαβε μορφή δούλου). 18 Τότε άρχισαν μεμιάς όλοι οι καλεσμένοι, ο ένας μετά τον άλλον, σαν να ήταν συνεννοημένοι, να δικαιολογούν την απουσία τους από το δείπνο. Ο πρώτος του είπε: “Έχω αγοράσει κάποιο χωράφι και πρέπει να βγω έξω και να το δω. Σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένο και απαλλαγμένο από την υποχρέωση να έλθω”. 19 Άλλος πάλι του είπε: “Έχω αγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια και πηγαίνω να τα δοκιμάσω. Σε παρακαλώ, συγχώρησε τη δικαιολογημένη απουσία μου”. 20 Κι ένας άλλος του είπε: “Είμαι νιόπαντρος και γι’ αυτό δεν μπορώ να έλθω”. (:Δηλαδή οι προσκεκλημένοι όλοι απορροφήθηκαν από τις βιοτικές και τις σαρκικές τους μέριμνες και αδιαφόρησαν για την πρόσκληση του Θεού, ο οποίος τους καλούσε να γίνουν μέτοχοι και κληρονόμοι της βασιλείας Tου).
21 Όταν λοιπόν γύρισε ο δούλος εκείνος, διηγήθηκε στον κύριό του τα όσα του είπαν οι καλεσμένοι. Τότε ο νοικοκύρης θύμωσε και είπε στον δούλο του: “Βγες γρήγορα στις πλατείες και στα στενά της πόλεως και φέρε εδώ μέσα τους φτωχούς, τους σακάτηδες, τους χωλούς και τους τυφλούς που θα βρεις εκεί (:Κάλεσε δηλαδή όσους είναι περιφρονημένοι μεταξύ των Ισραηλιτών, αφού οι επίσημοι άρχοντες του Ισραήλ αρνούνται να δεχθούν τη σωτηρία που τους προσφέρει ο Μεσσίας). 22 Ύστερα από λίγο επέστρεψε πάλι ο δούλος και είπε: “Κύριε, έγινε όπως διέταξες, και υπάρχει ακόμη τόπος αδειανός στο σπίτι για να προσκληθούν κι άλλοι”. 23 Τότε είπε ο κύριος στο δούλο: “Βγες έξω απ’ την πόλη στους δρόμους και στους φράχτες των κτημάτων, όπου συνήθως μαζεύονται οι περιπλανώμενοι, που δεν έχουν σπίτι και μόνιμη κατοικία. Κι επειδή αυτοί θα διστάζουν από συστολή να πάρουν μέρος στο δείπνο μου, παρακίνησέ τους επίμονα να μπουν εδώ, για να γεμίσει το σπίτι μου(:προσκάλεσε δηλαδή και τους εθνικούς να πάρουν μέρος στα αγαθά της βασιλείας μου).24 Διότι σας βεβαιώνω ότι κανένας από τους ανθρώπους εκείνους που κάλεσα όχι μόνο δεν θα καθίσει, αλλά ούτε καν θα γευθεί το δείπνο μου”».

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.