Αυγουστίνος Καντιώτης



Αποστολος των αγιων Θεοφανειων – Σωφροσυνη, δικαιοσυνη, ευσεβεια (Τίτ. 2,11-12).

date Ιαν 6th, 2022 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, εορτολογιο

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΘ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2436

Τὰ ἅγια Θεοφάνεια
Πέμπτη 6 Ἰανουαρίου 2022
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου

Σωφροσυνη, δικαιοσυνη, ευσεβεια

«Ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις, παιδεύου­σα ἡμᾶς ἵνα ἀρνησάμενοι τὴν ἀσέβει­αν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας σω­φρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι» (Τίτ. 2,11-12).

%ce%b8%ce%b5%ce%bf%cf%86%ce%b1%ce%bd%ce%b5%ce%b9%ce%b1Ξημέρωσε, ἀγαπητοί μου, ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων, ποὺ εἶνε ἀπὸ τὶς πιὸ ἀρ­χαῖες ἑορτὲς τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
Στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες ἡ ἑ­ορτὴ αὐτὴ ἦ­ταν ἑνωμένη μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν Χρι­στουγέννων. Τὴν ἴδια μέρα, 6 Ἰανουαρίου, ἑώρ­ταζαν οἱ Χρι­στιανοὶ τὴ Γέννησι τοῦ Χριστοῦ, τὴν Προσκύ­νησι τῶν μάγων καὶ τὴ Βάπτισι. Μαζὶ ἦ­ταν αὐτές. Ποιός τὶς χώρισε; Ὁ ἱ­ερὸς Χρυ­σό­στομος. Ὥρισε, λόγῳ τῆς σπου­δαι­ότητος καὶ τῶν δύο, νὰ τιμᾶται ἰδιαιτέρως ἡ καθεμιά. Κάποιοι δὲν τὸ δέχτηκαν κ᾽ ἐπετέθησαν ἐναν­τίον τοῦ ἁγίου πατρός. Τελικὰ ἡ ἀλλαγὴ ἐπιβλήθη­κε. Οἱ μόνοι ποὺ συνεχίζουν νὰ ἑορτάζουν Θε­οφά­νεια καὶ Χριστούγεννα μαζὶ εἶνε οἱ ἀρμένιοι.

Ἀλλ᾽ ἂς ἀφήσουμε τὸ ἱστορικὸ τῆς ἡμέρας καὶ ἂς ἔλθουμε στὸ πρακτικώτερο μέρος της.

Ὅλα τὰ «γράμματα» τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀ­­κοῦ­με, εἶνε ὑπέροχα· ἀρκεῖ νὰ ἔχῃ καν­εὶς αὐ­τὶ ν᾽ ἀκούῃ, μάτια νὰ βλέπῃ καὶ πρὸ παντὸς καρδιὰ νὰ αἰσθάνεται τὰ μεγαλεῖα. Τώρα ὁ κό­σμος ἀρέσκεται σὲ ἄλλα, δὲν ἑλ­κύ­εται ἀπὸ τὰ ὄμορφα «τραγούδια τοῦ Θεοῦ», ποὺ ἔλεγε ὁ Παπαδιαμάντης. Γέρος αὐτός, φτωχὸς καὶ πικραμένος, πήγαινε τέτοιες ἅγιες μέρες προσ­κεκλημένος σὲ κάποιο σπίτι νὰ περάσῃ τὶς ἑ­ορτές, ἔλεγε τὰ τραγούδια αὐ­τὰ καὶ ἔκλαιγε. Τότε, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, ἕνα κοριτσάκι «ἐν­νέα ἐτῶν… μ᾽ ἐχαιρέτησε καὶ μοῦ λέγει: –Ἐ­σύ, μπαρμπ᾽ – Ἀλέξανδρε, ψαίλνεις τὰ τραγού­δια τοῦ Θεοῦ» (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Πασχ. διηγ., βιβλιοπ. «Ἑστίας», σ.196).
Νὰ ἀρεσκώμεθα κ᾽ ἐμεῖς σ᾽ αὐτὰ τὰ «τραγούδια τοῦ Θεοῦ»· τὰ γλυκὰ τροπάρια, τὰ ὄμορφα ἀπολυτίκια, τοὺς ἰαμβικοὺς στίχους, τὰ ἀ­ναγνώσματα τῆς Παλαιᾶς Διαθή­κης καὶ τῶν προφητῶν, τὸν ἀ­πόστολο, τὸ εὐαγγέλιο.
Ἀπ᾽ ὅλον αὐτὸ τὸ λειτουργικὸ πλοῦτο διαλέ­γω ἕνα διαμαντάκι. Εἶνε ἕνα χωρίο τοῦ ἀ­πο­στό­λου, ἀπὸ τὰ βαθύτερα τῆς Καινῆς Δι­αθήκης, ποὺ λέει· «Ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σω­τήριος πᾶσιν ἀνθρώποις, παιδεύουσα ἡ­μᾶς ἵνα ἀρνησάμενοι τὴν ἀσέβειαν καὶ τὰς κο­­σμικὰς ἐπιθυμί­ας σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσω­μεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι» (Τίτ. 2,11-12). Παρακαλῶ προσέξτε.

* * *

«Ἐπεφάνη». Τί θὰ πῇ «ἐπεφάνη»; Φανερώ­θηκε. Τί φα­νερώθηκε; Κάτι ποὺ ἦταν κρυμμέ­νο. Τί ἦταν κρυμμένο; Ὅπως ὁ ἥλιος κάποιες ὧρες κρύβεται, ἔτσι στὸν ἀρχαῖο κόσμο ἦταν κρυμμένος ὁ ἀληθινὸς Θεός, σκοτάδι ἐπικρα­τοῦ­σε. Προτοῦ νὰ ἔρθῃ ὁ Χριστὸς θεοὶ τῶν ἀν­θρώπων ἦταν τὰ εἴδωλα· τῶν Περσῶν π.χ. ἦταν ὁ ἥλιος, τῶν Ἰνδῶν ὁ Γάγγης ποταμός, τῶν Αἰ­γυπτίων ὁ κροκόδειλος, τὰ γατιά, τὰ σκυλιά, τὰ σκόρδα τὰ κρεμμύδια… Βλέπω καὶ σήμερα, κάτω ἀ­πὸ τὸν πάμφωτο ἥλιο τῆς Χριστιανο­σύνης, με­ρικοὶ στὰ σπίτια τους νὰ κρεμοῦν πέταλο ἀλόγου· σ᾽ ἕνα σπίτι πῆγα μὲ τὸ μπαστού­νι νὰ τὸ ξεκρεμάσω καὶ μὲ σταμάτησαν. Οἱ Ἕλ­ληνες εἶχαν ἕ­να θεὸ γιὰ κάθε πάθος, προστά­τες κάθε κακοηθεί­ας. Μόνο κά­ποιοι στὴν Ἀθή­να εἶχαν ἕνα βωμὸ τῷ «ἀγνώστῳ Θεῷ» (Πράξ. 17,23).
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ Θεός, ποὺ ἦταν κρυμμένος, φανερώθηκε. Πότε; Τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέν­νων, ὅταν οἱ ἄγγελοι ἔψαλαν «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ…» (Λουκ. 2,14). Φανερώθηκε πρὸ παν­τὸς τὴ ση­μερινὴ ἡμέρα, ὅταν στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου βαπτίστηκε ὁ Χριστός· τότε φανερώ­θηκε ἡ μία Τρισυπόστατος Θεότης, ἕνας Θεὸς – τρία Πρόσωπα· ὁ Πατὴρ ποὺ μαρτυροῦσε ἀπ᾽ τὸν οὐρα­νὸ ὅτι «Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀ­γα­πητός…» (Ματθ. 3,17), ὁ Υἱὸς βαπτιζόμενος στὰ ῥεῖ­θρα τοῦ Ἰ­ορδάνου, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ κατέρχεται «ἐν εἴδει περιστερᾶς» (ἀπολυτ.)· δὲν εἶ­­­νε περιστέ­ρι· συμβολικὰ παρουσιάστηκε ἔτσι. Γιατί σὰν περιστέρι; Ὁ Χρυσόστομος λέει ὅτι τὸ περιστέρι εἶνε σύμβολο τῆς εἰρήνης (μετὰ τὸν Κατακλυσμὸ γύρισε μὲ κλαδὶ ἐλιᾶς), σύμβο­λο ἀκακίας καὶ ἀγαθότητος (εἶνε ἄχολο, ἄκακο), σύμβολο ἁγνότητος (ἀγαπᾷ τὴν καθαριότητα).
«Ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶ­­σιν ἀνθρώ­ποις», λέει τὸ χωρίο· κ᾽ ἔχει βάθος ἀ­πέραντο. Γιὰ νὰ ἐν­νοήσουμε τί σημαίνει «χά­ρις», σᾶς λέω ὅτι ὁ Ντοστογιέφ­­σκυ ἐξ ἰδίας πεί­ρας κάπου σὲ ἕνα ἔργο του φαίνεται νὰ μιλάῃ γιὰ ἄλλον, ἀλλὰ μᾶλ­λον ἐννοεῖ τὸν ἑαυτό του. Αὐ­τός, λέει, εἶχε κα­ταδικαστῆ σὲ θάνατο· φυλα­κί­στη­κε, καὶ τὴν ἡ­μέρα τῆς ἐκτελέσεως τὸν πῆ­­ραν πρὶν τὴν ἀνα­τολή, τὸν ἔ­βγαλαν ἔ­ξω ἀπὸ τὴν πό­­λι κ᾽ ἦταν ἕτοιμοι νὰ τὸν σκοτώ­σουν· καὶ τό­τε εἶδαν νὰ τρέχῃ ἀπὸ μακριὰ ἕνας καβαλλάρης φωνάζοντας· Σταματῆστε, φέρνω ἀπὸ τὸν τσάρο διάταγμα χά­ριτος. Τοῦ χάρισε τὴ ζωή, δὲν ἐκτελέστηκε! Αὐτὴ τὴ στι­γμὴ ὁ Ντοστογιέφσκυ δὲν τὴ λησμόνησε ποτέ στὴ ζωή του.
Αὐτὸ εἶνε ἕνα παράδειγμα· ὅ,τι συνέβη σ᾽ αὐ­τὸν συμβαίνει καὶ σ᾽ ἐμᾶς. Ὅλοι ἐ­μεῖς εἴμα­στε κατάδικοι, γιατὶ ἀ­πὸ πάνω μας κρέμεται ἡ ἀπόφασις «Θανάτῳ ἀποθανεῖ­σθε» (Γέν. 2,17). Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θ᾽ ἁμαρτήσῃς, ὅποιο κι ἂν εἶνε τὸ ἁμάρτημα, εἶσαι καταδικασμένος σὲ θάνατο· αὐ­τὴ εἶνε ἡ ποινή, τὸ κόστος τῆς ἁμαρτί­ας· θάνατος πνευματικὸς καὶ σωματικός, κόλασις αἰωνία. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ φυλακιστοῦ­με, νὰ ἐκτελεστοῦμε, νὰ καοῦμε σὰν τὰ Σό­δο­μα. Ἀλλ᾽ ἀντὶ αὐτῶν στὸν οὐρανὸ φάνηκε οὐράνιο τόξο, «ἐπεφάνη ἡ χάρις ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις». Ὁ Χριστὸς ὑπέγραψε διάταγμα χάριτος, ὄχι μὲ μελάνι σὲ χαρτὶ ὅπως ὁ τσάρος, ἀλλὰ βούτηξε τὰ δάκτυλά του στὸ αἷ­μα τῆς θυσίας του καὶ ἔγραψε «ΧΑΡΙΣ»· μᾶς χάρισε τὴ σωτηρία μὲ τὸ ἔλεός του, ὅπως λένε οἱ ὕμνοι (βλ. Γ΄ Κυρ. Νηστ. ἑσπ. δοξ.). Ἀκοῦμε καὶ στὸν ἑσπερινὸ τὸ τροπάριο· «Ἁμαρτωλοῖς καὶ τελώναις διὰ πλήθους ἐλέους σου ἐπεφάνης, Σωτὴρ ἡμῶν». Φανερώθηκε ἡ χάρις σου καὶ γιὰ τοὺς πιὸ μεγάλους ἁμαρτωλούς· καὶ γι᾽ αὐτὴ τὴ δύστυχη ποὺ ἐμπορεύεται τὸ κορμί της γιὰ ἕνα κομμάτι ψωμί, καὶ γιὰ τὸ λῃστὴ καὶ φονιᾶ ποὺ σκοτώνει μέσ᾽ στὸ δρόμο, γιὰ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς.
Ἔτσι ἀπαλλαχθήκαμε. Καὶ ἂν ὁ κατάδικος δὲν λησμόνησε τὴ χάρι ποὺ τοῦ ᾽δωσε ὁ τσάρος, πόσῳ μᾶλλον ἐ­μεῖς πρέπει νὰ αἰσθανώμαστε εὐγνωμοσύνη σ᾽ αὐτὸν ποὺ ὑπέγραψε τὴ σωτηρία μας στὸ φρικτὸ Γολγοθᾶ! Ἂν αὐτὸ δὲν τὸ νιώθουμε, εἴμαστε ἀκόμη μακριὰ ἀπὸ τὸ Χριστό.
Ἡ εὐγνωμο­σύνη πρὸς τὸν Κύριο ἐκδηλώνεται ὄχι ἁπλῶς μὲ λόγια ἀλλὰ καὶ μὲ ἔργα στὴν καθημερινὴ ζωή. Πῶς ἐκδηλώνεται; Ἀρνητικὰ καὶ θετικά. Ἀφ᾽ ἑνὸς μὲ φυγὴ ἀπὸ τὴν ἀ­σέβεια καὶ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου, καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου μὲ νέα ζωὴ ποὺ διακρίνεται σὲ τρεῖς κύκλους· στὴν στάσι ποὺ θὰ πάρουμε τώρα 1ον ἀπέναντι στὸν ἑαυτό μας, 2ον ἀπέναντι στὸ συνάνθρωπό μας, καὶ 3ον ἀπέναντι στὸ Θεό. Ὁ πρῶτος κύκλος γράφει «σωφρόνως», ὁ δεύτερος «δικαίως», ὁ τρίτος «εὐσεβῶς». Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πολλά· χάριν συντομίας συνοψίζω σὲ λίγες λέξεις.
⃝ 1ον «σωφρόνως». Τί σημαίνει αὐτό; Σώ­φρων εἶνε αὐτὸς ποὺ ἔχει σώας τὰς φρένας (ἀπὸ ᾽κεῖ βγαίνει ἡ λέξι), ποὺ διατηρεῖ τὸ νοῦ του ὑγιῆ, ἔχει τὰ μυαλά του ἐν τάξει, τὸν κυβερνάει ὁ νοῦς καὶ ὄχι τὰ πάθη.
Δυστυχῶς κατὰ τὸ πλεῖστον δὲν κυβερνάει ὁ νοῦς. Μπορεῖ κάποιος νά ᾽νε εὐφυέστατος, πανέξυπνος, νὰ γράφῃ βιβλία, νὰ μιλάῃ γλῶσ­σες, καὶ ὅμως νὰ ἐξευτελίζεται. Ὅπως σέρνουν τὴν ἀρκούδα μ᾽ ἕνα χαλκᾶ, ἔτσι βλέπεις μεγάλους ἀνθρώπους (συγγραφεῖς, διπλωμάτες, πολιτικοὺς κ.λπ.) νὰ τοὺς δένῃ καὶ νὰ τοὺς σέρνῃ π.χ.­ μιὰ γυναίκα, μία πόρνη, καὶ γι᾽ αὐ­τὴν νὰ διαλύουν τὴν οἰκογένειά τους. Κυβερνάει τὸ πάθος.
Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλα τὰ πάθη· χρῆμα, πιοτό, δόξα, συν­­αίσθημα, αἰσθησιασμός… Ὅλα εἶνε ὀλέθρια, μὰ πιὸ καταστρεπτικὰ εἶνε τὰ πάθη τῆς σαρκός· κάνουν τὸν ἄν­θρωπο ἄλογο ἀχαλίνωτο ὥστε νὰ πέφτῃ σὲ μοιχεία, πορνεία, ἀ­σέλγεια. Τὸ λεγόμενο σὲξ ἔχει πάρει τὰ μυαλά. Ὁ κόσμος εἶνε –συγγνώμη γιὰ τὴν ἀηδία–σὰν κάποιον ποὺ μ᾽ ἕνα καλάμι σκαλίζει καὶ πι­πιλίζει τὸ βόρβορο. Δὲν λειτουργεῖ ἡ σκέψι· λατρεύουν τὴν κοιλιὰ καὶ τὰ ὑπογάστρια. Ἔ­χει ἐφαρμογὴ τὸ «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συν­ῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀ­νοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13,21). Γι᾽ αὐ­τὸ καὶ ἡ θεὰ τοῦ σέξ λεγόταν Ἀ-φροδίτη, γιατὶ ὑποδαύλιζε τὸ πάθος καὶ ἀφαιροῦσε τὸ μυαλό, ἔκανε τὸν ἄνθρωπο ἀνόητο.
Γιὰ νὰ ζήσουμε «σωφρόνως», πρέπει νὰ βά­λουμε χαλινάρι στὶς ἐπιθυμίες, νὰ ἔχουμε ἐγ­κράτεια, τὸ κορμὶ νὰ τὸ κυβερνᾷ ἡ λογική.
⃝ 2ον «δικαίως». Αὐτὸ ἔχει νὰ κάνῃ μὲ τὴ συμ­περιφορὰ ἀπέναντι στὸ διπλανό μας. Δὲν ζοῦ­με μόνοι. Ὁ Θεὸς ἔ­πλασε τὸν ἄν­θρωπο νὰ ζῇ σὲ κοινωνία, νὰ συναναστρέφεται καὶ ἄλλους. Καθένας στὸ σπίτι ἔχει πατέρα, μητέρα, σύζυγο, παιδιά· στὸ γραφεῖο προϊσταμένους, συναδέλφους, ὑπαλλήλους· στὸ ἐργοστάσιο ἐπιστάτες, συνεργάτες, ὑφισταμένους· στὸ στρατὸ ἀξιωματικούς, συστρα­τιῶτες· μέσα στὴν κοινωνία ἔχει συμπολίτες. Πῶς πρέπει νὰ συμπεριφέρεται σ᾽ αὐτούς; σὰν θηρίο καὶ λύκος; Ὄχι, ἀλλὰ «δικαίως».
Πρόσεχε μὴν ἀδικήσῃς κανένα. Νὰ μὴν τοὺς βλάψῃς στὰ τρία σπουδαῖα ἀγαθά· στὴν περιουσία (σπίτι, κτῆμα, μηχάνη­μα κ.λπ. μὲ κλοπή, δολιοφθορά, καταστροφή, δικαστήρια), στὴ ζωή (ὑγεία μὲ νοθεία σὲ τροφή, σὲ φάρμα­κο κ.λπ., μὲ μόλυνσι, ἐπίθεσι, χτύπημα, δολοφονία), καὶ στὴν τιμή τους (ὄνομα, φήμη, παρθενία κ.λπ. μὲ κατάκρι­σι, συκοφαντία, ψευδεῖς διαδόσεις, ἀ­πάτη, ἀκολασία). Ἔμαθα προχθὲς ὅ­τι στὴ Θεσσαλονίκη πέθανε ἀπὸ καρδιὰ ἕνα κορίτσι 22 ἐτῶν, διότι, ἐνῷ ἦταν ἁγνὴ καὶ καθαρὴ κ᾽ ἑτοιμαζόταν γιὰ γάμο, ἕνας συκοφάντης μὲ ἀνώνυμη ἐπιστολὴ ἔρριξε λάσπη καὶ ἀμαύρωσε τὴν ὑπόληψί της.
⃝ 3ον τὸ «εὐσεβῶς», τέλος, ἀναφέρεται στὸν τρίτο κύ­κλο τῆς ζωῆς μας. Ἔχουμε χρέος νὰ ζήσουμε πρῶ­τον «σωφρόνως» ὡς πρὸς τὸν ἑ­αυτό μας, δεύτερον «δικαίως» ὡς πρὸς τὸν πλησίον μας, καὶ τρίτον «εὐσε­βῶς» ὡς πρὸς τὸν Κύριό μας. Ποιός λέγεται εὐσεβής; Αὐτὸς ποὺ σέβεται τὸ Θεὸ καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή·
Σέβεται τὸ Ὄνομά Του. Δὲν τὸ πιάνει στὸ στόμα του ἐπιπόλαια, κατὰ τὴν ἐντολὴ «Οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ» (Ἔξ. 20,7. Δευτ. 5,11). Συζητοῦσαν δύο, κι ὁ ἕ­νας ἀνέφερε τὸ ὄ­νομα τῆς μάνας τοῦ ἄλ­­λου μὲ κάποια εἰρωνεία. Τότε ἐ­κεῖ­νος ἐνωχλημένος τοῦ λέει· Πρόσεξε καλά! ὅταν ἀναφέρῃς τὸ ὄνομα τῆς μάνας μου νὰ πλένῃς τὸ στόμα σου μὲ ῥοδόσταγμα… Ἂν λοιπὸν τὸ ὄνομα τῶν γονέων μας εἶνε σεβαστό, πόσο μᾶλ­λον «τὸ ὑ­πὲρ πᾶν ὄνομα» τοῦ Θεοῦ (Φιλιπ. 2,9); Λένε γιὰ ἕνα μεγάλο ἀστρονόμο, ὅτι ὅταν ἄ­κουγε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ σηκωνόταν ὄρθιος. Ὁ εὐ­σεβὴς, ἐννοεῖται, οὔτε ὁ ἴδιος βρίζει τὰ θεῖα οὔτε ἀνέχεται ἄλλον νὰ βλαστημήσῃ.
Ὁ εὐσεβὴς σέβεται κάθε λόγο καὶ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ εὐσέβεια λέει· «Τὸν Θεὸν φοβοῦ καὶ τὰς ἐντολὰς αὐ­τοῦ φύλασσε» (Ἐκκλ.12,13). Παλαιότερα καὶ οἱ δικα­σταί, ἀπὸ δέος στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, τὴ στιγμὴ τοῦ ὅρκου σηκώνον­ταν ὄρθιοι. Πᾶνε τώρα αὐ­τά· κάποιος ἀνακρι­τὴς ἔχον­τας τὸ τσι­γάρο στὸ χέρι ἔλεγε στὸ μάρτυρα, Ὁρκίσου…
Ὁ εὐσεβὴς σέβεται ἀκόμη τὸ ἱερὸ βιβλίο, τὸ Εὐ­αγγέλιο. Τὸ ἀγγίζει μ᾽ εὐλάβεια καὶ τὸ μελετᾷ μὲ πίστι. Ἀποφεύγει δικαστήρια γιὰ τὴν ἀ­σε­βῆ ἐκεῖ χρῆσι τοῦ Εὐ­αγγελίου στοὺς ὅρκους· κανονικ­ὰ πρέπει νὰ βρεθῇ ἄλ­λος τρό­πος διακριβώσεως τῆς ἀληθείας. Ὁ ὅρκος κα­τὰ τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἁ­μαρτίες· «Μὴ ὀμόσαι ὅλως», νὰ μὴν ὁρκίζεστε καθόλου, εἶπε ὁ Χριστός (Ματθ. 5,34). Προτιμότερο νὰ βάλης τὸ χέρι σου στὴ φωτιὰ παρὰ ἐπάνω στὸ Εὐαγγέλιο· προτίμησε καλύτερα νὰ ζη­μι­ωθῇς ὑλικὰ – οἰκονομικὰ παρὰ νὰ ὁρκιστῇς.
Ὁ εὐσεβὴς σέβεται ἐπίσης τὸ ναὸ τοῦ Κυ­ρίου. Ὅταν ἀκούῃ τὴν καμπάνα, τρέχει ἀμέσως στὴν ἐκκλησία, μπαίνει ἥσυχα, πρὶν τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…», καὶ κάθεται σ᾽ ἕνα μέρος συγκεντρωμένος μέχρι τὸ τέλος.
Ὁ εὐσεβὴς σέβεται τὰ μυστήρια τῆς Ἐκ­κλησίας· τὸ βάπτισμα, τὴ μετάνοια κ᾽ ἐξομολό­γησι στὸν πνευ­ματικό, τὸ γάμο, τὸ εὐχέλαιο.
Σὺ ὁ εὐσεβὴς μέσα σ᾽ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς κύκλους νὰ κινῆσαι. Μὴ βγῇς ἔξω· κίνδυνος – θάνατος! Μέσα στοὺς κύκλους αὐτοὺς ὑπάρχει ἡ εὐτυχία. Ἐὰν ζῇς «σωφρόνως, δικαίως καὶ εὐσεβῶς», θὰ εἶσαι εὐτυχής. Καὶ ἀντιθέτως· ἂν ζῇς ἀσώτως, θὰ εἶσαι δυστυχής· ἂν ζῇς ἀδίκως, οὐαί κι ἀλλοίμονο! ἂν ζῇς ἀσεβῶς, οἱ ἀσεβεῖς «ἐξαλειφθήσονται ἐκ βίβλου ζώντων» (Ψαλμ. 68,29).

* * *

Τελειώνω μ᾽ ἕνα παράδειγμα πολὺ ἁπλοϊκὸ ἀλλὰ χαρακτηριστικό.
Ἕνας γεωργὸς πῆρε τὴ γίδα του ἔξω σ᾽ ἕ­να λιβάδι. Ἐπειδὴ εἶχε δουλειά, τὴν ἔδεσε ἀ­πὸ τὸ πόδι σ᾽ ἕνα δέντρο μὲ μακρὺ σχοινί· μποροῦσε δηλαδὴ ἡ κατσίκα νὰ κάνῃ ἕνα τεράστιο κύκλο καὶ μέσα σ᾽ αὐτὸν νὰ βρῇ χορτάρι ὄχι γιὰ μιὰ μέρα ἀλλὰ γιὰ μῆνα ὁλόκληρο. Περίεργο ὅμως καὶ ἀτίθασο ζῷο ἡ κατσίκα – σύμβολο τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἦταν εὐχαριστημένη μὲ τὸ χορτάρι ποὺ εἶχε μπροστά της· εἶδε μακριὰ σ᾽ ἕνα βράχο ἕνα ἄλλο χορταράκι, τὸ ἐπιθύμησε καὶ τέντω­νε τὸ λαιμό της νὰ τὸ φτάσῃ· ἀπὸ τὸ πολὺ τέν­τωμα ὅμως ἔσπασε τὸ σχοινὶ ξέφυγε ἀπὸ τὸν κύκλο ὅπου ἦταν ἀσφαλής, κ᾽ ἔπεσε σὲ γκρεμό…
Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ γίδες, τὰ ἀνόητα ζῷα. Μᾶς εἶπε ὁ Χριστός· –Ἀρκέσου στὰ χρήματα ποὺ βγάζεις μὲ τὸν ἱ­δρῶτα σου. –Ὄχι, τὰ ξένα εἶνε πιὸ γλυκά. Μᾶς λέει ὁ Χριστός· –Παν­τρέψου, λῦσε τὸ πρόβλημά σου, ἔχε τὴ γυ­ναῖκα σου καὶ ζῆσε μὲ τὰ παιδιά σου μέσα στὸν ἀσφαλῆ κύκλο τῆς οἰκογενείας σου. –Ὄχι! ἐπιθυμεῖ τὰ ξένα κάλλη, τεντώνει τεντώνει πρὸς τὰ ἐκεῖ, καὶ πέφτει στὴν παγίδα. Ἔτσι σὰν τὰ ἄλογα ζῷα σπᾶμε τὰ σχοινιὰ καὶ τὰ χαλινάρια, βγαίνουμε ἔξω ἀπὸ τοὺς εὐλογημένους κύκλους καὶ πέφτουμε στὴν ἄβυσσο καὶ τὴν καταστροφή.
Ἀλλὰ οἱ πιστοὶ «ἐν τῷ νῦν αἰῶνι» (Τίτ. 2,11-12), στὰ χρόνια αὐτὰ ποὺ ζοῦμε, μὴ ζηλεύουμε αὐτοὺς ποὺ σπᾶνε τὰ δεσμά (τοῦ γάμου, τῆς δικαιοσύνης, τῆς σωφροσύνης) καὶ καυχῶνται πὼς εἶνε ἐλεύθερα. Εὔχομαι ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς, τὸν καινούργιο χρόνο νὰ ζήσουμε ὅλοι «σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς».

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Στον ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν τὴν παραμονὴ 5-1-1974 Σάββατο ἑσπέρας

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.