Αποστολος των αγιων Θεοφανειων – Σωφροσυνη, δικαιοσυνη, ευσεβεια (Τίτ. 2,11-12).
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΘ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2436
Τὰ ἅγια Θεοφάνεια
Πέμπτη 6 Ἰανουαρίου 2022
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου
Σωφροσυνη, δικαιοσυνη, ευσεβεια
«Ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις, παιδεύουσα ἡμᾶς ἵνα ἀρνησάμενοι τὴν ἀσέβειαν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι» (Τίτ. 2,11-12).
Ξημέρωσε, ἀγαπητοί μου, ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων, ποὺ εἶνε ἀπὸ τὶς πιὸ ἀρχαῖες ἑορτὲς τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
Στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἦταν ἑνωμένη μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Τὴν ἴδια μέρα, 6 Ἰανουαρίου, ἑώρταζαν οἱ Χριστιανοὶ τὴ Γέννησι τοῦ Χριστοῦ, τὴν Προσκύνησι τῶν μάγων καὶ τὴ Βάπτισι. Μαζὶ ἦταν αὐτές. Ποιός τὶς χώρισε; Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ὥρισε, λόγῳ τῆς σπουδαιότητος καὶ τῶν δύο, νὰ τιμᾶται ἰδιαιτέρως ἡ καθεμιά. Κάποιοι δὲν τὸ δέχτηκαν κ᾽ ἐπετέθησαν ἐναντίον τοῦ ἁγίου πατρός. Τελικὰ ἡ ἀλλαγὴ ἐπιβλήθηκε. Οἱ μόνοι ποὺ συνεχίζουν νὰ ἑορτάζουν Θεοφάνεια καὶ Χριστούγεννα μαζὶ εἶνε οἱ ἀρμένιοι.
Ἀλλ᾽ ἂς ἀφήσουμε τὸ ἱστορικὸ τῆς ἡμέρας καὶ ἂς ἔλθουμε στὸ πρακτικώτερο μέρος της.
Ὅλα τὰ «γράμματα» τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀκοῦμε, εἶνε ὑπέροχα· ἀρκεῖ νὰ ἔχῃ κανεὶς αὐτὶ ν᾽ ἀκούῃ, μάτια νὰ βλέπῃ καὶ πρὸ παντὸς καρδιὰ νὰ αἰσθάνεται τὰ μεγαλεῖα. Τώρα ὁ κόσμος ἀρέσκεται σὲ ἄλλα, δὲν ἑλκύεται ἀπὸ τὰ ὄμορφα «τραγούδια τοῦ Θεοῦ», ποὺ ἔλεγε ὁ Παπαδιαμάντης. Γέρος αὐτός, φτωχὸς καὶ πικραμένος, πήγαινε τέτοιες ἅγιες μέρες προσκεκλημένος σὲ κάποιο σπίτι νὰ περάσῃ τὶς ἑορτές, ἔλεγε τὰ τραγούδια αὐτὰ καὶ ἔκλαιγε. Τότε, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, ἕνα κοριτσάκι «ἐννέα ἐτῶν… μ᾽ ἐχαιρέτησε καὶ μοῦ λέγει: –Ἐσύ, μπαρμπ᾽ – Ἀλέξανδρε, ψαίλνεις τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ» (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Πασχ. διηγ., βιβλιοπ. «Ἑστίας», σ.196).
Νὰ ἀρεσκώμεθα κ᾽ ἐμεῖς σ᾽ αὐτὰ τὰ «τραγούδια τοῦ Θεοῦ»· τὰ γλυκὰ τροπάρια, τὰ ὄμορφα ἀπολυτίκια, τοὺς ἰαμβικοὺς στίχους, τὰ ἀναγνώσματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τῶν προφητῶν, τὸν ἀπόστολο, τὸ εὐαγγέλιο.
Ἀπ᾽ ὅλον αὐτὸ τὸ λειτουργικὸ πλοῦτο διαλέγω ἕνα διαμαντάκι. Εἶνε ἕνα χωρίο τοῦ ἀποστόλου, ἀπὸ τὰ βαθύτερα τῆς Καινῆς Διαθήκης, ποὺ λέει· «Ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις, παιδεύουσα ἡμᾶς ἵνα ἀρνησάμενοι τὴν ἀσέβειαν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι» (Τίτ. 2,11-12). Παρακαλῶ προσέξτε.
* * *
«Ἐπεφάνη». Τί θὰ πῇ «ἐπεφάνη»; Φανερώθηκε. Τί φανερώθηκε; Κάτι ποὺ ἦταν κρυμμένο. Τί ἦταν κρυμμένο; Ὅπως ὁ ἥλιος κάποιες ὧρες κρύβεται, ἔτσι στὸν ἀρχαῖο κόσμο ἦταν κρυμμένος ὁ ἀληθινὸς Θεός, σκοτάδι ἐπικρατοῦσε. Προτοῦ νὰ ἔρθῃ ὁ Χριστὸς θεοὶ τῶν ἀνθρώπων ἦταν τὰ εἴδωλα· τῶν Περσῶν π.χ. ἦταν ὁ ἥλιος, τῶν Ἰνδῶν ὁ Γάγγης ποταμός, τῶν Αἰγυπτίων ὁ κροκόδειλος, τὰ γατιά, τὰ σκυλιά, τὰ σκόρδα τὰ κρεμμύδια… Βλέπω καὶ σήμερα, κάτω ἀπὸ τὸν πάμφωτο ἥλιο τῆς Χριστιανοσύνης, μερικοὶ στὰ σπίτια τους νὰ κρεμοῦν πέταλο ἀλόγου· σ᾽ ἕνα σπίτι πῆγα μὲ τὸ μπαστούνι νὰ τὸ ξεκρεμάσω καὶ μὲ σταμάτησαν. Οἱ Ἕλληνες εἶχαν ἕνα θεὸ γιὰ κάθε πάθος, προστάτες κάθε κακοηθείας. Μόνο κάποιοι στὴν Ἀθήνα εἶχαν ἕνα βωμὸ τῷ «ἀγνώστῳ Θεῷ» (Πράξ. 17,23).
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ Θεός, ποὺ ἦταν κρυμμένος, φανερώθηκε. Πότε; Τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων, ὅταν οἱ ἄγγελοι ἔψαλαν «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ…» (Λουκ. 2,14). Φανερώθηκε πρὸ παντὸς τὴ σημερινὴ ἡμέρα, ὅταν στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου βαπτίστηκε ὁ Χριστός· τότε φανερώθηκε ἡ μία Τρισυπόστατος Θεότης, ἕνας Θεὸς – τρία Πρόσωπα· ὁ Πατὴρ ποὺ μαρτυροῦσε ἀπ᾽ τὸν οὐρανὸ ὅτι «Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός…» (Ματθ. 3,17), ὁ Υἱὸς βαπτιζόμενος στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ κατέρχεται «ἐν εἴδει περιστερᾶς» (ἀπολυτ.)· δὲν εἶνε περιστέρι· συμβολικὰ παρουσιάστηκε ἔτσι. Γιατί σὰν περιστέρι; Ὁ Χρυσόστομος λέει ὅτι τὸ περιστέρι εἶνε σύμβολο τῆς εἰρήνης (μετὰ τὸν Κατακλυσμὸ γύρισε μὲ κλαδὶ ἐλιᾶς), σύμβολο ἀκακίας καὶ ἀγαθότητος (εἶνε ἄχολο, ἄκακο), σύμβολο ἁγνότητος (ἀγαπᾷ τὴν καθαριότητα).
«Ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις», λέει τὸ χωρίο· κ᾽ ἔχει βάθος ἀπέραντο. Γιὰ νὰ ἐννοήσουμε τί σημαίνει «χάρις», σᾶς λέω ὅτι ὁ Ντοστογιέφσκυ ἐξ ἰδίας πείρας κάπου σὲ ἕνα ἔργο του φαίνεται νὰ μιλάῃ γιὰ ἄλλον, ἀλλὰ μᾶλλον ἐννοεῖ τὸν ἑαυτό του. Αὐτός, λέει, εἶχε καταδικαστῆ σὲ θάνατο· φυλακίστηκε, καὶ τὴν ἡμέρα τῆς ἐκτελέσεως τὸν πῆραν πρὶν τὴν ἀνατολή, τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι κ᾽ ἦταν ἕτοιμοι νὰ τὸν σκοτώσουν· καὶ τότε εἶδαν νὰ τρέχῃ ἀπὸ μακριὰ ἕνας καβαλλάρης φωνάζοντας· Σταματῆστε, φέρνω ἀπὸ τὸν τσάρο διάταγμα χάριτος. Τοῦ χάρισε τὴ ζωή, δὲν ἐκτελέστηκε! Αὐτὴ τὴ στιγμὴ ὁ Ντοστογιέφσκυ δὲν τὴ λησμόνησε ποτέ στὴ ζωή του.
Αὐτὸ εἶνε ἕνα παράδειγμα· ὅ,τι συνέβη σ᾽ αὐτὸν συμβαίνει καὶ σ᾽ ἐμᾶς. Ὅλοι ἐμεῖς εἴμαστε κατάδικοι, γιατὶ ἀπὸ πάνω μας κρέμεται ἡ ἀπόφασις «Θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γέν. 2,17). Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θ᾽ ἁμαρτήσῃς, ὅποιο κι ἂν εἶνε τὸ ἁμάρτημα, εἶσαι καταδικασμένος σὲ θάνατο· αὐτὴ εἶνε ἡ ποινή, τὸ κόστος τῆς ἁμαρτίας· θάνατος πνευματικὸς καὶ σωματικός, κόλασις αἰωνία. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ φυλακιστοῦμε, νὰ ἐκτελεστοῦμε, νὰ καοῦμε σὰν τὰ Σόδομα. Ἀλλ᾽ ἀντὶ αὐτῶν στὸν οὐρανὸ φάνηκε οὐράνιο τόξο, «ἐπεφάνη ἡ χάρις ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις». Ὁ Χριστὸς ὑπέγραψε διάταγμα χάριτος, ὄχι μὲ μελάνι σὲ χαρτὶ ὅπως ὁ τσάρος, ἀλλὰ βούτηξε τὰ δάκτυλά του στὸ αἷμα τῆς θυσίας του καὶ ἔγραψε «ΧΑΡΙΣ»· μᾶς χάρισε τὴ σωτηρία μὲ τὸ ἔλεός του, ὅπως λένε οἱ ὕμνοι (βλ. Γ΄ Κυρ. Νηστ. ἑσπ. δοξ.). Ἀκοῦμε καὶ στὸν ἑσπερινὸ τὸ τροπάριο· «Ἁμαρτωλοῖς καὶ τελώναις διὰ πλήθους ἐλέους σου ἐπεφάνης, Σωτὴρ ἡμῶν». Φανερώθηκε ἡ χάρις σου καὶ γιὰ τοὺς πιὸ μεγάλους ἁμαρτωλούς· καὶ γι᾽ αὐτὴ τὴ δύστυχη ποὺ ἐμπορεύεται τὸ κορμί της γιὰ ἕνα κομμάτι ψωμί, καὶ γιὰ τὸ λῃστὴ καὶ φονιᾶ ποὺ σκοτώνει μέσ᾽ στὸ δρόμο, γιὰ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς.
Ἔτσι ἀπαλλαχθήκαμε. Καὶ ἂν ὁ κατάδικος δὲν λησμόνησε τὴ χάρι ποὺ τοῦ ᾽δωσε ὁ τσάρος, πόσῳ μᾶλλον ἐμεῖς πρέπει νὰ αἰσθανώμαστε εὐγνωμοσύνη σ᾽ αὐτὸν ποὺ ὑπέγραψε τὴ σωτηρία μας στὸ φρικτὸ Γολγοθᾶ! Ἂν αὐτὸ δὲν τὸ νιώθουμε, εἴμαστε ἀκόμη μακριὰ ἀπὸ τὸ Χριστό.
Ἡ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Κύριο ἐκδηλώνεται ὄχι ἁπλῶς μὲ λόγια ἀλλὰ καὶ μὲ ἔργα στὴν καθημερινὴ ζωή. Πῶς ἐκδηλώνεται; Ἀρνητικὰ καὶ θετικά. Ἀφ᾽ ἑνὸς μὲ φυγὴ ἀπὸ τὴν ἀσέβεια καὶ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου, καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου μὲ νέα ζωὴ ποὺ διακρίνεται σὲ τρεῖς κύκλους· στὴν στάσι ποὺ θὰ πάρουμε τώρα 1ον ἀπέναντι στὸν ἑαυτό μας, 2ον ἀπέναντι στὸ συνάνθρωπό μας, καὶ 3ον ἀπέναντι στὸ Θεό. Ὁ πρῶτος κύκλος γράφει «σωφρόνως», ὁ δεύτερος «δικαίως», ὁ τρίτος «εὐσεβῶς». Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πολλά· χάριν συντομίας συνοψίζω σὲ λίγες λέξεις.
⃝ 1ον «σωφρόνως». Τί σημαίνει αὐτό; Σώφρων εἶνε αὐτὸς ποὺ ἔχει σώας τὰς φρένας (ἀπὸ ᾽κεῖ βγαίνει ἡ λέξι), ποὺ διατηρεῖ τὸ νοῦ του ὑγιῆ, ἔχει τὰ μυαλά του ἐν τάξει, τὸν κυβερνάει ὁ νοῦς καὶ ὄχι τὰ πάθη.
Δυστυχῶς κατὰ τὸ πλεῖστον δὲν κυβερνάει ὁ νοῦς. Μπορεῖ κάποιος νά ᾽νε εὐφυέστατος, πανέξυπνος, νὰ γράφῃ βιβλία, νὰ μιλάῃ γλῶσσες, καὶ ὅμως νὰ ἐξευτελίζεται. Ὅπως σέρνουν τὴν ἀρκούδα μ᾽ ἕνα χαλκᾶ, ἔτσι βλέπεις μεγάλους ἀνθρώπους (συγγραφεῖς, διπλωμάτες, πολιτικοὺς κ.λπ.) νὰ τοὺς δένῃ καὶ νὰ τοὺς σέρνῃ π.χ. μιὰ γυναίκα, μία πόρνη, καὶ γι᾽ αὐτὴν νὰ διαλύουν τὴν οἰκογένειά τους. Κυβερνάει τὸ πάθος.
Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλα τὰ πάθη· χρῆμα, πιοτό, δόξα, συναίσθημα, αἰσθησιασμός… Ὅλα εἶνε ὀλέθρια, μὰ πιὸ καταστρεπτικὰ εἶνε τὰ πάθη τῆς σαρκός· κάνουν τὸν ἄνθρωπο ἄλογο ἀχαλίνωτο ὥστε νὰ πέφτῃ σὲ μοιχεία, πορνεία, ἀσέλγεια. Τὸ λεγόμενο σὲξ ἔχει πάρει τὰ μυαλά. Ὁ κόσμος εἶνε –συγγνώμη γιὰ τὴν ἀηδία–σὰν κάποιον ποὺ μ᾽ ἕνα καλάμι σκαλίζει καὶ πιπιλίζει τὸ βόρβορο. Δὲν λειτουργεῖ ἡ σκέψι· λατρεύουν τὴν κοιλιὰ καὶ τὰ ὑπογάστρια. Ἔχει ἐφαρμογὴ τὸ «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13,21). Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ θεὰ τοῦ σέξ λεγόταν Ἀ-φροδίτη, γιατὶ ὑποδαύλιζε τὸ πάθος καὶ ἀφαιροῦσε τὸ μυαλό, ἔκανε τὸν ἄνθρωπο ἀνόητο.
Γιὰ νὰ ζήσουμε «σωφρόνως», πρέπει νὰ βάλουμε χαλινάρι στὶς ἐπιθυμίες, νὰ ἔχουμε ἐγκράτεια, τὸ κορμὶ νὰ τὸ κυβερνᾷ ἡ λογική.
⃝ 2ον «δικαίως». Αὐτὸ ἔχει νὰ κάνῃ μὲ τὴ συμπεριφορὰ ἀπέναντι στὸ διπλανό μας. Δὲν ζοῦμε μόνοι. Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο νὰ ζῇ σὲ κοινωνία, νὰ συναναστρέφεται καὶ ἄλλους. Καθένας στὸ σπίτι ἔχει πατέρα, μητέρα, σύζυγο, παιδιά· στὸ γραφεῖο προϊσταμένους, συναδέλφους, ὑπαλλήλους· στὸ ἐργοστάσιο ἐπιστάτες, συνεργάτες, ὑφισταμένους· στὸ στρατὸ ἀξιωματικούς, συστρατιῶτες· μέσα στὴν κοινωνία ἔχει συμπολίτες. Πῶς πρέπει νὰ συμπεριφέρεται σ᾽ αὐτούς; σὰν θηρίο καὶ λύκος; Ὄχι, ἀλλὰ «δικαίως».
Πρόσεχε μὴν ἀδικήσῃς κανένα. Νὰ μὴν τοὺς βλάψῃς στὰ τρία σπουδαῖα ἀγαθά· στὴν περιουσία (σπίτι, κτῆμα, μηχάνημα κ.λπ. μὲ κλοπή, δολιοφθορά, καταστροφή, δικαστήρια), στὴ ζωή (ὑγεία μὲ νοθεία σὲ τροφή, σὲ φάρμακο κ.λπ., μὲ μόλυνσι, ἐπίθεσι, χτύπημα, δολοφονία), καὶ στὴν τιμή τους (ὄνομα, φήμη, παρθενία κ.λπ. μὲ κατάκρισι, συκοφαντία, ψευδεῖς διαδόσεις, ἀπάτη, ἀκολασία). Ἔμαθα προχθὲς ὅτι στὴ Θεσσαλονίκη πέθανε ἀπὸ καρδιὰ ἕνα κορίτσι 22 ἐτῶν, διότι, ἐνῷ ἦταν ἁγνὴ καὶ καθαρὴ κ᾽ ἑτοιμαζόταν γιὰ γάμο, ἕνας συκοφάντης μὲ ἀνώνυμη ἐπιστολὴ ἔρριξε λάσπη καὶ ἀμαύρωσε τὴν ὑπόληψί της.
⃝ 3ον τὸ «εὐσεβῶς», τέλος, ἀναφέρεται στὸν τρίτο κύκλο τῆς ζωῆς μας. Ἔχουμε χρέος νὰ ζήσουμε πρῶτον «σωφρόνως» ὡς πρὸς τὸν ἑαυτό μας, δεύτερον «δικαίως» ὡς πρὸς τὸν πλησίον μας, καὶ τρίτον «εὐσεβῶς» ὡς πρὸς τὸν Κύριό μας. Ποιός λέγεται εὐσεβής; Αὐτὸς ποὺ σέβεται τὸ Θεὸ καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή·
Σέβεται τὸ Ὄνομά Του. Δὲν τὸ πιάνει στὸ στόμα του ἐπιπόλαια, κατὰ τὴν ἐντολὴ «Οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ» (Ἔξ. 20,7. Δευτ. 5,11). Συζητοῦσαν δύο, κι ὁ ἕνας ἀνέφερε τὸ ὄνομα τῆς μάνας τοῦ ἄλλου μὲ κάποια εἰρωνεία. Τότε ἐκεῖνος ἐνωχλημένος τοῦ λέει· Πρόσεξε καλά! ὅταν ἀναφέρῃς τὸ ὄνομα τῆς μάνας μου νὰ πλένῃς τὸ στόμα σου μὲ ῥοδόσταγμα… Ἂν λοιπὸν τὸ ὄνομα τῶν γονέων μας εἶνε σεβαστό, πόσο μᾶλλον «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» τοῦ Θεοῦ (Φιλιπ. 2,9); Λένε γιὰ ἕνα μεγάλο ἀστρονόμο, ὅτι ὅταν ἄκουγε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ σηκωνόταν ὄρθιος. Ὁ εὐσεβὴς, ἐννοεῖται, οὔτε ὁ ἴδιος βρίζει τὰ θεῖα οὔτε ἀνέχεται ἄλλον νὰ βλαστημήσῃ.
Ὁ εὐσεβὴς σέβεται κάθε λόγο καὶ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ εὐσέβεια λέει· «Τὸν Θεὸν φοβοῦ καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ φύλασσε» (Ἐκκλ.12,13). Παλαιότερα καὶ οἱ δικασταί, ἀπὸ δέος στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, τὴ στιγμὴ τοῦ ὅρκου σηκώνονταν ὄρθιοι. Πᾶνε τώρα αὐτά· κάποιος ἀνακριτὴς ἔχοντας τὸ τσιγάρο στὸ χέρι ἔλεγε στὸ μάρτυρα, Ὁρκίσου…
Ὁ εὐσεβὴς σέβεται ἀκόμη τὸ ἱερὸ βιβλίο, τὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ ἀγγίζει μ᾽ εὐλάβεια καὶ τὸ μελετᾷ μὲ πίστι. Ἀποφεύγει δικαστήρια γιὰ τὴν ἀσεβῆ ἐκεῖ χρῆσι τοῦ Εὐαγγελίου στοὺς ὅρκους· κανονικὰ πρέπει νὰ βρεθῇ ἄλλος τρόπος διακριβώσεως τῆς ἀληθείας. Ὁ ὅρκος κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἁμαρτίες· «Μὴ ὀμόσαι ὅλως», νὰ μὴν ὁρκίζεστε καθόλου, εἶπε ὁ Χριστός (Ματθ. 5,34). Προτιμότερο νὰ βάλης τὸ χέρι σου στὴ φωτιὰ παρὰ ἐπάνω στὸ Εὐαγγέλιο· προτίμησε καλύτερα νὰ ζημιωθῇς ὑλικὰ – οἰκονομικὰ παρὰ νὰ ὁρκιστῇς.
Ὁ εὐσεβὴς σέβεται ἐπίσης τὸ ναὸ τοῦ Κυρίου. Ὅταν ἀκούῃ τὴν καμπάνα, τρέχει ἀμέσως στὴν ἐκκλησία, μπαίνει ἥσυχα, πρὶν τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…», καὶ κάθεται σ᾽ ἕνα μέρος συγκεντρωμένος μέχρι τὸ τέλος.
Ὁ εὐσεβὴς σέβεται τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας· τὸ βάπτισμα, τὴ μετάνοια κ᾽ ἐξομολόγησι στὸν πνευματικό, τὸ γάμο, τὸ εὐχέλαιο.
Σὺ ὁ εὐσεβὴς μέσα σ᾽ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς κύκλους νὰ κινῆσαι. Μὴ βγῇς ἔξω· κίνδυνος – θάνατος! Μέσα στοὺς κύκλους αὐτοὺς ὑπάρχει ἡ εὐτυχία. Ἐὰν ζῇς «σωφρόνως, δικαίως καὶ εὐσεβῶς», θὰ εἶσαι εὐτυχής. Καὶ ἀντιθέτως· ἂν ζῇς ἀσώτως, θὰ εἶσαι δυστυχής· ἂν ζῇς ἀδίκως, οὐαί κι ἀλλοίμονο! ἂν ζῇς ἀσεβῶς, οἱ ἀσεβεῖς «ἐξαλειφθήσονται ἐκ βίβλου ζώντων» (Ψαλμ. 68,29).
* * *
Τελειώνω μ᾽ ἕνα παράδειγμα πολὺ ἁπλοϊκὸ ἀλλὰ χαρακτηριστικό.
Ἕνας γεωργὸς πῆρε τὴ γίδα του ἔξω σ᾽ ἕνα λιβάδι. Ἐπειδὴ εἶχε δουλειά, τὴν ἔδεσε ἀπὸ τὸ πόδι σ᾽ ἕνα δέντρο μὲ μακρὺ σχοινί· μποροῦσε δηλαδὴ ἡ κατσίκα νὰ κάνῃ ἕνα τεράστιο κύκλο καὶ μέσα σ᾽ αὐτὸν νὰ βρῇ χορτάρι ὄχι γιὰ μιὰ μέρα ἀλλὰ γιὰ μῆνα ὁλόκληρο. Περίεργο ὅμως καὶ ἀτίθασο ζῷο ἡ κατσίκα – σύμβολο τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἦταν εὐχαριστημένη μὲ τὸ χορτάρι ποὺ εἶχε μπροστά της· εἶδε μακριὰ σ᾽ ἕνα βράχο ἕνα ἄλλο χορταράκι, τὸ ἐπιθύμησε καὶ τέντωνε τὸ λαιμό της νὰ τὸ φτάσῃ· ἀπὸ τὸ πολὺ τέντωμα ὅμως ἔσπασε τὸ σχοινὶ ξέφυγε ἀπὸ τὸν κύκλο ὅπου ἦταν ἀσφαλής, κ᾽ ἔπεσε σὲ γκρεμό…
Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ γίδες, τὰ ἀνόητα ζῷα. Μᾶς εἶπε ὁ Χριστός· –Ἀρκέσου στὰ χρήματα ποὺ βγάζεις μὲ τὸν ἱδρῶτα σου. –Ὄχι, τὰ ξένα εἶνε πιὸ γλυκά. Μᾶς λέει ὁ Χριστός· –Παντρέψου, λῦσε τὸ πρόβλημά σου, ἔχε τὴ γυναῖκα σου καὶ ζῆσε μὲ τὰ παιδιά σου μέσα στὸν ἀσφαλῆ κύκλο τῆς οἰκογενείας σου. –Ὄχι! ἐπιθυμεῖ τὰ ξένα κάλλη, τεντώνει τεντώνει πρὸς τὰ ἐκεῖ, καὶ πέφτει στὴν παγίδα. Ἔτσι σὰν τὰ ἄλογα ζῷα σπᾶμε τὰ σχοινιὰ καὶ τὰ χαλινάρια, βγαίνουμε ἔξω ἀπὸ τοὺς εὐλογημένους κύκλους καὶ πέφτουμε στὴν ἄβυσσο καὶ τὴν καταστροφή.
Ἀλλὰ οἱ πιστοὶ «ἐν τῷ νῦν αἰῶνι» (Τίτ. 2,11-12), στὰ χρόνια αὐτὰ ποὺ ζοῦμε, μὴ ζηλεύουμε αὐτοὺς ποὺ σπᾶνε τὰ δεσμά (τοῦ γάμου, τῆς δικαιοσύνης, τῆς σωφροσύνης) καὶ καυχῶνται πὼς εἶνε ἐλεύθερα. Εὔχομαι ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς, τὸν καινούργιο χρόνο νὰ ζήσουμε ὅλοι «σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Στον ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν τὴν παραμονὴ 5-1-1974 Σάββατο ἑσπέρας
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.