ΤΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΜΥΡΟ «Η ουν Μαρια λαβουσα λιτραν μυρου ναρδου πιστικης πολυτιμου, ηλειψε τους ποδας του Ιησου» (Ιωαν. 12, 3)
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
Ἰωάν. 12, 1-18
ΤΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΜΥΡΟ
«Ἡ οὖν Μαρία λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου
πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ»
(Ἰωάν. 12, 3)
ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ, ἀγαπητοί μου, τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σημερινῆς Κυριακῆς, Κυριακῆς τῶν Βαΐων, μιλάει γιὰ δυὸ ὑποδοχές, ποὺ ἔγιναν στυὸ Χριστὸ λίγες μέρες πρὸ τῶν σεπτῶν παθῶν του. Ἡ μία ὑποδοχὴ ἔγινε στὴ Βηθανία. Ἡ ἄλλη στὰ Ἰεροσόλυμα ἀπὸ ἕνα λαό, ποὺ γεμᾶτος ἐνθουσιασμὸ κραύγαζε τὸ «ὡσαννά» (Ματθ. 21, 9). Ἀλλὰ ὁ ἐνθουσιασμὸς ἐκεῖνος ἦταν πρόσκαιρος καὶ ἐπιπόλαιος. Δὲν περασαν λίγες μέρες καὶ τὰ «ὡσαννά» ἔγιναν «σταυρωθήτω» (Ματθ. 27, 23).
Ἐμεῖς ἐδῶ, σὲ μιὰ σύντομη ὁμιλία, θὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν πρώτη ὑποδοχή.
* * *
Ἔξω ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα, σὲ ἀπόστασι μικρή, ἦταν τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ ἕνα μικρὸ χωριό, ποὺ ὠνομαζόταν Βηθανία. Σʼ αὐτὸ τὸ χωριὸ ἔγινε κάτι ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ ἀκούστηκε στὸν κόσμο. Ἕνας νεκρός, ποὺ ἦταν τέσσερις μέρες θαμμένος μέσα στὸν τάφο κʼ εἶχε ἀρχίσει πιὰ ἡ ἀποσύνθεσις, ὁ νεκρὸς αὐτός, ὁ Λάζαρος, ἀναστήθηκε. Ἀναστήθηκε μὲ τὴν κραυγὴ τοῦ Χριστοῦ «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰωάν. 11, 43).
Στὴ Βηθανία ζοῦσε ὁ Λάζαρος μαζὶ μὲ τὶς δυὸ ἀδελφές του, τὴ Μάρθα καὶ τὴ Μαρία. Τὰ τρία αὐτὰ ἀδέλφια ἀποτελοῦσαν εὐλογημένη οἰκογένεια. Φίλος δὲ ἀνεκτίμητος τῆς οἰκογενείας αὐτῆς ἦταν ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς τακτικὰ πήγαινε στὴ Βηθανία καὶ ἐπισκεπτόταν τὸ εὐλογημένο ἐκεῖνο σπίτι τῶν τριῶν ἀδελφῶν, ὅπου εὕρισκε μιὰ μικρὴ ἀνάπαυσι. Ἔτσι ἔξι μέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα ὁ Χριστὸς γιὰ τελευταία φορὰ πῆγε στὴ Βηθανία.
Μπορεῖτε νὰ φαντασθῆτε μὲ τί αἰσθήματα χαρᾶς καὶ εὐγνωμοσύνης ἡ οἰκογένεια τοῦ Λαζάρου ὑποδέχθηκε τὸ Χριστό. Ὅπου εἶνε ὁ Χριστὸς εἶνε παράδεισος. Κι ὅπου λείπει ὁ Χριστός, ἐκεῖ εἶνε ἡ κόλασις. Παράδεισος ἔγινε τὴν ἡμέρα ἐκείνη τὸ σπίτι τοῦ Λαζάρου.
Ἐνὼ ἡ Μάρθα καταγινόταν στὴν κουζίνα γιὰ νὰ προετοιμάση ἐκλεκτὰ φαγητὰ στὸν ἀγαπημένο Διδάσκαλο καὶ τοὺς μαθητάς του, ἡ Μαρία μὲ ἄλλο τρόπο ἔδειξε τὴν ἀπέραντη ἀγάπη κʼ ἐυγνωμοσύνη της πρὸς τὸ Χριστό. Περιμένοντας τὸ Χριστὸ νὰ ἔλθη στὸ σπίτι, εἶχε ἀγοράσει μύρο σπάνιο καὶ πανάκριβο. Τὸ εἶχε βάλει μέσα σʼ ἕνα δοχεῖο, τὸ ἔκλεισε, τὸ σφράγισε καὶ περίμενε νὰ ἔρθη ἡ ὥρα. Καὶ ἡ ὥρα ἦρθε. Καθὼς ὁ Χριστὸς καθόταν καὶ δίδασκε, ἦρθε ἡ Μαρία, ἀποσφράγισε τὸ δοχεῖο, ἄλειψε μὲ τὸ πολύτιμο μύρο τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, ξέπλεψε τὰ πλούσια ,αλλιά της, τὰ ἔκανε πετσέτα καὶ σκούπισε μʼ αὐτὰ τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ. Ἡ εὐωδία τοῦ μύρου σκορπίστηκε σʼ ὅλο τὸ σπίτι.
Ἀλλὰ καὶ χωρὶς τὸ μύρο αὐτὸ ὁ Χριστὸς ἦταν, εἶνε καὶ θὰ εἶνε τὸ ἀνεκτίμητο μύρο τῆς ἀνβθρωπότητος. Ὅπου εἶνε ὁ Χριστός, τὰ πάντα εὐωδιάζουν. Ὅπου λείπει ὁ Χριστός, ἐκπέμπεται ὀσμὴ θανάτου.
Ὅλοι ὅσοι εἶδαν ἐκτίμησαν ὅπως ἔπρεπε τὴν πρᾶξι τῆς Μαρίας. Ἀλλʼ ἕνας στεκόταν βλοσυρὸς σὲ κάποια γωνιὰ τοῦ σπιτιοῦ καὶ σχολίαζε δυσμενῶς τὴν πρᾶξι αὐτὴ τῆς Μαρίας. Ἔλεγε˙ «Δὲν θὰ ἦταν προτιμότερο τὸ μύρο αὐτὸ νὰ πουληθῆ καὶ τὰ χρήματα νὰ μοιραστοῦν στοὺς φτωχούς;» (Ἰωάν. 12, 5). Ἀκούγοντας κανεὶς αὐτὰ τὰ λόγια θὰ νόμιζε ὅτι τὰ ἔλεγε κάποιος ποὺ πραγματικὰ ἀγαποῦσε τοὺς φτωχοὺς καὶ ἐνδιαφερόταν γιʼ αὐτοὺς καὶ δὲν ἤθελε οὔτε μιὰ δραχμὴ νὰ δίνεται ἀλλοῦ. Ἀλλὰ δυστυχῶς αὐτὸς ποὺ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ δὲν ἦταν φιλάνθρωπος. Ἔκανε τὸν φιλάνθρωπο. Κάτω ὅμως ἀπὸ τὴ μάσκα τῆς φιλανθρωπίας ἔκρυβε τὸ φοβερὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας. Ἦταν – ποιός θὰ τὸ περίμενε; – ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ἤθελε νὰ πουληθῆ τὸ μύρο καὶ σὰν ταμίας τῆς ὁμάδος τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἔκλεβε ὅσο ἤθελε.
Ὁ Χριστὸς ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἰούδα καὶ ἀπάντησε˙
«Ἰούδα, ἄφησε τὴ Μαρία ἥσυχη καὶ μὴ τὴν ἐλέξγεις.
Διότι αὐτὸ ποὺ ἔκανε ἦταν μιὰ πρᾶξι ἀγάπης,
ἀκόμη δὲ μιὰ πρᾶξι ποὺ προαναγγέλλει,
ὅτι κοντὰ εἶνε ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου καὶ τῆς ταφῆς μου,
ὅπότε σύμφωνα μὲ τὸ ἰουδαϊκὸ ἔθιμο κάθε νεκρὸς ἀλείφεται μὲ μύρο…
Ἄλλωστε οἱ φτωχοί, γιὰ τοὺς ὁποίους μιλᾶς, εἶνε πάντα κοντά σας,
ἀλλὰ ἐμένα δὲν θὰ μὲ ἔχετε πάντοτε κοντά σας» (Ἰωάν. 12, 7-8).
* * *
Ὅπως ἡ Μαρία ἡ ἀδελφὴ τοῦ Λαζάρου ἐξεδήλωσε τὴν ἀγάπη της στὸ Χριστὸ μὲ τὴν προσφορὰ τοῦ πολυτίμου μύρου, ἔτσι καὶ σήμερα καὶ πάντοτε θὰ ὑπάρχουν εὐγενεῖς ὑπάρξεις ποὺ ἐκδηλώνουν τὴν ἀγάπη τους στὸ Χριστὸ παρομοίως μὲ τὴ Μαρία.
Στὴ Βηθανία πῆγε ὁ Χριστός. Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη Βηθανία. Καὶ αὐτὴ εἶνε ἡ κάθε ἐκκλησία, ὅπου κατὰ τὴν πίστι μας ὁ Χριστὸς κάθε φορὰ ποὺ γίνεται θεία Λειτουργία ἀοράτως παρίσταται, διδάσκει, εὐλογεῖ καὶ προσφέρει τὰ τίμια δῶρα, τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα του.
Στὸ ναὸ ὁ Χριστός! Γιʼ αὐτὸ καὶ οἱ πιστοὶ ἀγαποῦν τὸ ναό, ἀγαποῦν τὴν εὐπρέπεια τοῦ ναοῦ καὶ προσφέρουν καὶ αὐτοὶ στὸ Χριστὸ σὰν πολύτιμο μύρο τὶς δωρεές τους. Ἄλλος κτίζει ἐκκλησία. Ἄλλος ἀγοράζει ἱερὰ σκεύη. Ἄλλος κρε΄μαει ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ ναοῦ πολυέλεο. Ἄλλος κατασκευάζει ἱερὲς εἰκόνες. Ἄλλος κτίζει καμπαναριό. Ἄλλος στρώνει τὸ δάπεδο μὲ τάπητες καὶ ραίνει κατὰ τὴν ἔξοδο τοῦ ἐπιταφείου πολύτιμα μύρα.
Ἔτσι ὁ εὐσεβὴς λαὸς κάθε χρόνο ξοδεύει ἑκατομμύρια πολλὰ γιὰ τὴν ἀνέγερσι καὶ τὴν εὐπρέπεια τῶν ἱερῶν ναῶν. Χωρὶς κρατικὴ βοήθεια φτωχὰ χωριά μας, μὲ τὶς δωρεὲς καὶ μόνο τῶν εὐλαβῶν χριστιανῶν, ἔκτισαν ὡραιότατες ἐκκλησίες, ποὺ ἀποτελοῦν στολίδια τῆς πατρίδος καὶ μαρτυροῦν, ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς γῆς αὐτῆς ἀγαποῦν τὸ Χριστό.
Ἀλλὰ δυστυχῶς ὑπάρχουν καὶ ἄνθρωποι, ποὺ ὄχι μόνο δὲν δίνουν δραχμὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ σχολιάζουν τὶς ἐκδηλώσεις αὐτὲς τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ, λέγοντας ὅτι τὰ χρήματα αὐτὰ γιὰ ἄλλους σκοποὺς θὰ ἔπρεπε νὰ ξοδευθοῦν, γιὰ σχολεῖα καὶ δρόμους. Ἀλλὰ πίσω ἀπὸ τὸ φαινομενικὸ αὐτὸ ἐνδιαφέρον τους οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ κρύβουν ἕνα ἄσπονδο μίσος ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ. Ὑλισταὶ καὶ ἄθεοι δὲν θέλουν κτίζωνται καὶ νὰ εὐτρεπίζωνται ἱεροὶ ναοί. Ἐὰν ἐξηρτᾶτο ἀπʼ αύτούς, θʼ ἀπαγόρευαν, ὅπως στὰ άθεα καθεστῶτα, νὰ κτίζωνται νέοι ναοί, οἱ δέ παλιοὶ ναοὶ θὰ διέταζαν ἤ νὰ γκρεμισθοῦν ἤ νὰ μένουν ὅπως εἶνε μέχρις ὅτου νὰ ἐρειπωθοῦν καὶ νὰ καταρρεύσουν. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ μοιάζουν μὲ τὸν Ἰούδα, ποὺ ἤθελε νὰ πουληθῆ τὸ μύρο ὁλόκληρο καὶ τὰ χρήματα νὰ διαθέτουν γιὰ τοὺς φτωχούς. Δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ γιὰ ἄλλους σκοτεινοὺς σκοπούς.
Μʼ αὐτὰ ποὺ λέμε δὲν θέλουμε νὰ ποῦμε, ὅτι τὰ χρήματά του ὁ εὐσεβὴς λαὸς πρέπει νὰ τὰ διαθέτη γιὰ ναοὺς μόνο. Ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ εἶνε, ὅτι πρέπει νὰ ἀγαποῦμε καὶ νὰ ἐνδιαφερώμαστε καὶ γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ πάσχοντας ἀδελφούς μας. Ὑπάρχουν δὲ περιπτώσεις, ποὺ ἡ ἐλεημοσύνη εἶνε ἀνώτερη ἀπʼ τὴ θυσία, ἀπὸ τὴ δωρεὰ καὶ προσφορὰ ὑπὲρ τοῦ ἱεροῦ ναοῦ. Δυστυχῶς, λόγω ἐλλείψεως κηρύγματος καὶ κατηχήσεως, συμβαίνει πολλὲς φορὲς ὁ λαὸς μας νὰ προσφέρη μὲν μὲ προθυμία διάφορα ποσὰ γιὰ ἀνέγερσι ναῶν, ἀλλὰ γιὰ φιλανθρωπία μηδαμινὰ ποσὰ ἤ καὶ τίποτε ἀκόμη. Δὲν εἶνε αὐτὸς γνήσιος Χριστιανισμός. Ἔχουμε ὑπʼ ὄψι κάποιο χωριό, ὅπου μιὰ φτωχή πολυμελὴς οἰκογένεια ἔμενε σὲ κάποιο ἄθλιο οἴκημα, ποὺ ἄλλοτε ἦταν σταῦλος ἀγελάδων. Οἱ κάτοικοι τὸ ἔβλεπαν, ἀλλὰ δὲν συγκινοῦνταν καὶ δὲν πρόσφερναν οὔτε μιὰ δραχμὴ γιὰ νὰ κτισθῆ ἕνα σπίτι. Ὅμως πρόσφεραν ἑκατοντάδες χιλιάδες δραχμὲς γιὰ νὰ κτισθῆ ἕνα ἐξωκκλήσι, ποὺ δὲν ἦταν ἀπαραίτητο, γιατὶ τὸ χωριό τους ἔχει ὡραῖο ναό.
* * *
Ναί, ἀγαπητοί μου χριστιανοί! Νὰ δίνετε γιὰ τοὺς ναούς. Τοῦτο εἶνε εὐσεβές. Ἀλλὰ πιὸ πολὺ νὰ δίνετε γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς πάσχοντας. Καθένας ποὺ πάσχει εἶνε μιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, εἶνε ἔμψυχος ναὸς τῆς ἁγίας Τριάδος.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν», σελ. 87-93(ἕκδοσις Γ΄, »Ἀδελφότης ΣΤΑΥΡΟΣ», Ἀθῆναι 1990).
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.