Αυγουστίνος Καντιώτης



Που η χαρα; «Χαιρετε εν Κυριω παντοτε˙ παλιν ερω, χαιρετε» (Φιλιπ. 4, 4). Πηγη χαρας ειναι ο Χριστος! Πιστεψτε, αγαπηστε και υπακουετε τον Χριστο

date Απρ 17th, 2022 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
Φιλιπ. 4, 4-9

Που η χαρα;

«Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε˙ πάλιν ἐρῶ, χαίρετε»
(Φιλιπ. 4, 4)

Gorgoυπ. p. Aυg ιντΟ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ἀγαπητοί μου, ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε γιὰ τὴ χαρά. Γιʼ αὐτὸ ὁ Θεὸς τοὺς πρώτους ἀνθρώπους, τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, δὲν τοὺς ἔρριξε σʼ ἕνα ξερονήσι, ἀλλὰ τοὺς ἔβαλε σʼ ἕνα διαλεχτὸ κομμάτι τῆς γῆς, ποὺ εἶχε ὀμορφιὰ καὶ χάρι τόση ὅση δὲν μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε. Παράδεισος λεγόταν ἡ πρώτη κατοικία τοῦ ἀνθρώπου.

Ἦταν περιβόλι μὲ ὄλα τὰ ἀγαθά. Χῶμα καθαρὸ καὶ γόνιμο. Νερὰ τρεχούμενα. Δέντρα γεμᾶτα καρπούς. Λουλούδια ποὺ σκορποῦσαν ἀρώματα. Πουλιὰ ποὺ κελαηδοῦσαν. Ζῷα ὅλα ἥμερα καὶ χρήσιμα. Κλῖμα θαυμάσιο. Ὁ ἀέρας, ποὺ φυσοῦσε κʼ ἔκανε τὶς κορφὲς τῶν δέντρων νὰ κινοῦνται ἐλαφρὰ καὶ τὰ φύλλα τους νὰ σιγοτραγουδᾶνε, ἦταν ἕνας ἀέρας εὐχάριστος, καθαρός, ὅλος ὑγεία. Δὲν ὑπῆρχαν ἐκεῖ μικρόβια, ἀρρώστιες, θάνατος. Χαρὰ Θεοῦ. Αὐτὸς ἦταν ὁ παράδεισος.
Στὸν παράδεισο ἔμεινε τὸ πρῶτο ζευγάρι τῶν ἀνθρώπων ποὺ εὐλόγησε ὁ Θεός. Γιὰ τὰ ἀγαθά, ποὺ ἀπολάμβαναν, ὁ Θεὸς δὲν ζητοῦσε καμμιὰ πληρωμή. Δωρεὰν τὸ φῶς, τὸ νερό, οἱ καρποί, ὁ ἀέρας, τὰ πάντα. Ἕνα μόνο ζητοῦσε ὁ Θεὸς ἀπʼ αὐτούς˙ νὰ ὑπακούουν σʼ ὅ,τι αὐτὸς διέταζε. Καὶ τὸ ζητοῦσε ὁ Θεὸς ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἔχει καμμιὰ ἀπολύτως ἀνάγκη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλʼ ἐπειδὴ ὅ,τι διατάζει ὁ Θεὸς αὐτὸ εἶνε καὶ τὸ ἀληθινὸ συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος, ὑπακούοντας στὸ Θεό, θὰ ζοῦσε πάντοτε χαρούμενος κʼ εὐτυχισμένος.
Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν ὑπάκουσε στὸ Θεό. Ὑπάκουσε στὸ διάβολο. Αὐτὸς σφύριξε στʼ αὐτὶ τοῦ ἀνθρώπου ὅτι εὐτυχισμένος θὰ γίνῃ ἄν πάψῃ νὰ ὑπακούῃ στὸ Θεό. Καὶ ὁ ἄνθρωπος, ἀντὶ νὰ φράξῃ τʼ αὐτιά του νὰ μὴν ἀκούσῃ τί τὸν συμβουλεύει ὁ πονηρός, ἔδωσε προσοχὴ στὰ λόγια τοῦ διαβόλου καὶ παρέβη τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλʼ ἀπὸ τὴν ὥρα, ποὺ ἡ Εὔα καὶ ὁ Ἀδὰμ παρέβησαν τὴν ἐντολή, ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἔφυγε ἡ χαρὰ καὶ ἦρθε ἡ λύπη. Δὲν μποροῦσαν πιὰ νὰ μείνουν στὸν παράδεισο. Ἔφυγαν. Ἡ γῆ γέμισε ἀγκάθια. Τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως ἐπαναστάτησαν. Ὁ ἀέρας μολύνθηκε, καὶ ἦρθε ἡ ἀρρώστια καὶ ὁ θάνατος. Αὐτὰ ἦταν τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀνυπακοῦς, τῆς ἁμαρτίας τῶν πρωτοπλάστων.

* * *

Ἡ λύπη άπὸ τότε βασιλεύει στὸν κόσμο. Οἱ ἄνθρωποι, στενοχωρημένοι, θλιμμένοι, βασανισμένοι ἀπὸ τὰ διάφορα θλιβερὰ γεγονότα καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ κακὸ ποὺ ὑπάρχει μέσα τους, δὲν βρίσκουν ἀνάπαυσι. Ἔχουν χάσει τὸν παράδεισο καὶ τὸν ζητᾶνε, καὶ νομίζουν ὅτι θὰ τὸν ξαναβροῦν ἐὰν ἀκούσουν ὄχι ὅ,τι τοὺς συμβουλεύει ὁ Θεός, ἀλλʼ ὅ,τι τοὺς συμβουλεύει ὁ διάβολος. Αὐτὸς ἔδιωξε τὸν πρῶτο ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν παράδεισο, καὶ αὐτὸς πάλι δὲν ἀφήνει τὰ παιδιά τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας νὰ βροῦν τὸ σωστὸ δρόμο, νὰ πάρουν τὸ στενὸ μονοπάτι ποὺ βγάζει στὸν παράδεισο τοῦ Θεοῦ. Ὁ διάβολος ὑπόσχεται τὴ χαρά. Δημιουργεῖ ψεύτικο παράδεισο. Μὲ τὰ ὄργανά του ἄνοιξε σʼ ὅλο τὸν κόσμο χιλιάδες κέντρα διασκεδάσεως, τὰ διαφημίζει ὡς κέντρα ψυχαγωγίας καὶ καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ οἱ ἄνθρωποι, σὰν τρελλοί, τρέχουν μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ βροῦν τὴ χαρά. Γίνονται λοιπὸν τουρίστες. Ταξιδεύουν ἀπὸ πόλι σὲ πόλι. Ξενυχτοῦν σὲ ταβέρνες. Κάνουν αἰσχροὺς ἔρωτες. Παίζουν χαρτιά. Χορεύουν ἔξαλλους χορούς. Πίνουν. Μεθοῦν. Ῥουφοῦν μὲ ὅλες τὶς αἰσθήσεις ὅλη τὴν ἡδονή. Καὶ παθαίνουν ὅ,τι παθαίνουν αὐτοὶ ποὺ παίρνουν ναρκωτικά˙ τὰ ναρκωτικὰ φέρνουν στὴν ἀρχὴ εὐχάριστο μούδιασμα τῶν νεύρων καὶ ὁ ναρκομανὴς βλέπει ὄνειρα, φανταστικοὺς κόσμους, καὶ εἶνε γεμᾶτος χαρὰ καὶ εὐτυχία. Ὁ δυστυχὴς νομίζει ὅτι ζῇ στὸν παράδεισο. Ἀλλʼ ἀλλοίμονο! Μόλις πάψῃ ἡ ἐπίδρασι τοῦ ναρκωτικοῦ, ὁ φανταστικὸς παράδεισος σβήνει ἡ λύπη ἔρχεται πάλι πιὸ βαρειά. Αὐτοὶ ποὺ παίρνουν τὰ ναρκωτικὰ ἀρχίζουν νὰ κλαῖνε σὰν μικρὰ παιδιά, νὰ χτυπιοῦνται καὶ νὰ ζητοῦν νʼ αὐτοκτονήσουν. Ἡ ψυχαγωγία καταντᾷ αὐτοκτονία!
Ἄνθρωπε, ἡ ἁμαρτία εἶνε χειρότερη ἀπὸ τὰ ναρκωτικά! Ἅμα κάνῃς τὸ κακό, ἅμα πέφτῃς στὰ αἰσχρὰ καὶ ἀκατονόμαστα ἁμαρτήματα, ἅμα ἱκανοποιῇς τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες καὶ πάθη, νομίζεις ὅτι βρῆκες τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐτυχία; Δυστυχισμένε! Ζῇς μέσα σʼ ἕνα φανταστικὸ ψεύτικο κόσμο. Δὲν περνοῦν χρόνια, μῆνες, μέρες – τί λέω; –, δὲν περνάει οὔτε ὥρα, καὶ ἡ χαρὰ ποὺ δοκίμασες ἀπὸ τὴν ἁμαρτία γίνεται λύπη, στενοχώρια καὶ πίκρα. Μέλι στὴν ἀρχὴ ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ στὸ τέλος γίνεται φαρμάκι.
Ἀλλὰ θὰ ῥωτήσῃ κανείς˙ Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν χαρά; Ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, χαρά. Χαρὰ ποὺ μποροῦμε νὰ τὴ γευθοῦμε ὅλοι, γυναῖκες καὶ ἄνδρες, μικροὶ καὶ μεγάλοι, φτωχοὶ καὶ πλούσιοι, ἀγράμματοι καὶ ἐπιστήμονες. Ὑπάρχει χαρὰ πού, μιὰ σταλαγματιά της νὰ πέσῃ στὴν καρδιὰ τοῦ πιὸ δυστυχισμένου ἀνθρώπου, θὰ τὸν κάνῃ εὐτυχισμένο. Ἀλλὰ ἡ χαρὰ αὐτὴ δὲν βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ τὴν ζητάει ὁ κόσμος. Δὲν βρίσεκται στὰ ἁμαρτωλὰ κέντρα, στοὺς χορούς, στὰ μεθύσια καὶ στὶς ἀσωτίες, στοὺς αἰσχροὺς ἔρωτες καὶ στὰ ναρκωτικά. Ἡ χαρά, ἡ πραγματικὴ χαρά, βρίσκεται στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων ποὺ πιστεύουν ἀληθινὰ στὸ Χριστὸ καὶ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὶς θεῖες του ἐντολές. Ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ χαρά.
Θέλετε ἕνα παράδειγμα; Εἶνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἀπὸ μιὰ ἐπιστολή του, ποὺ ἔστειλε πρὸς τοὺς Μακεδόνες, τοὺς Φιλιππησίους, εἶνε παρμένη ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ ποὺ διαβάστηκε σήμερα, Κυριακὴ τῶν Βαΐων, σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησίες μας. Ὁ ἀπόστολος γράφοντας τὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ εἶνε γεμᾶτος χαρά, καὶ γιʼ αὐτὸ ἡ έπιστολή του αὐτὴ ὀνομάζεται ἐπιστολὴ τῆς χαρᾶς. Ἕνας κοσμικὸς ποὺ τὴ διαβάζει θὰ νομίσῃ ὅτι ὁ Παῦλος τὴν ὥρα ποὺ τὴν ἔγραφε θὰ βρισκόταν σὲ μιὰ ξεχωριστὴ κατάστασι. Καὶ ὅμως, πόσο πέφτει ἔξω! Ὁ Παῦλος τὴν ὥρα ποὺ ἔγραφε τὴν ἐπιστολὴ βρισκόταν μέσʼ στὶς φυλακὲς τῆς Ῥώμης. Βρισκόταν δεμένος σὰν κακοῦργος γιὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ καὶ περίμενε ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα νʼ ἀνοίξῃ ἡ πόρτα τῆς φυλακῆς, νὰ τὸν πάρουν καὶ νὰ τὸν ἐκτελέσουν, ὅπως καὶ τὸν ἐξετέλεσαν. Κοντὰ στὸ στόμα τοῦ θηρίου ἦταν. Καὶ ἐνῷ βρίσκεται στὴν κατάστασι αὐτή, ἐν τούτοις ἡ καρδιά του εἶνε γεμάτη χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι. Γιατὶ ἔχει μέσα του τὸ Χριστό. Ἡ φυλακὴ γιὰ τὸν Παῦλο εἶνε παράδεισος. Χαίρεται, γιατὶ ὑποφέρει γιὰ τὸ Χριστό. Καὶ τὴ χαρὰ αὐτὴ θέλει νὰ τὴ μεταδώσῃ σʼ ὅλους ἐκείνους ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστό, σʼ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Δὲν τὸν ἀκοῦτε τί λέει; «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε˙ πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλιπ. 4, 4). Τέτοιο κήρυγμα χαρᾶς ἀκούστηκε ποτὲ στὸν κόσμο;
Καὶ ἐνῷ ὁ Παῦλος φυλακισμένος χαιρόταν, ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὴ φυλακή του ἦταν τὰ ἀνάκτορα. Ἦταν τὰ ἀνάκτορα τοῦ Νέρωνα. Τὰ ἀνάκτορα τοῦ βασιλιᾶ, ποὺ καταδίωκε τὸν Παῦλος καὶ ὅλους τοὺς χριστιανούς. Ὅποιος τὰ ἔβλεπε θὰ νόμιζε, ὅτι αὐτὸς ποὺ ζῇ μέσʼ στὰ ἀνάκτορα κι ἀπολαμβάνει ὅλα τὰ ἀγαθὰ θὰ ἦταν χαρούμενος κʼ εὐτυχισμένος. Ἦταν; Ὄχι. Ἄπιστος καὶ διεφθαρμένος, ὅπως ἦταν, ζοῦσε μιὰ δυστυχισμένη ζωή, καὶ τὸ τέλος του ἦταν ἄθλιο.
Τί παράξενα πράγματα˙ τὰ ἀνάκτορα κόλασι, ἡ φυλακὴ παράδεισος! Ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἐξαρτᾶται νὰ κάνῃ τὰ ἀνάκτορα κόλασι καὶ τὴ φυλακὴ παράδεισο.

* * *

Ἄνθρωποι! Ὅσοι θέλετε τὴ χαρά, μιμηθῆτε τὸν Παῦλο. Πιστέψτε στὸ Χριστό. Ἀγαπῆστε τὸ Χριστό. Ὑπακούετε τὸ Χριστό. Καὶ τότε, ὅσες θλίψεις καὶ βάσανα, ἀρρώστιες καὶ θάνατοι ἄν σᾶς βροῦνε, θὰ ἔχετε μιὰ πηγὴ ποὺ θὰ πίνετε ἀθάνατο νερὸ καὶ ἡ καρδιά σας θὰ δροσίζεται καὶ θὰ χαίρεται. Ναί, πηγὴ τῆς χαρᾶς εἶνε ὁ Χριστός! Πίνοντας ἀπὸ τὴν πηγὴ αὐτὴ θὰ καλῆτε τὸν κόσμο, ποὺ δὲν ξέρει τί θὰ πῇ χαρά, νὰ ἔρθῃ στὴν πηγὴ νὰ πιῇ καὶ νὰ γευθῇ κι αὐτὸς τὴ χαρά, τὴν πραγματικὴ χαρά. Πηγὴ χαρᾶς θὰ γίνετε κʼ ἐσεῖς, καὶ θὰ λέτε ὅπως ὁ Παῦλος˙ «Ἀδελφοί, χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε˙ πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (ἔ.ἀ.)

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ», σελ. 420-426 (ἕκδοσις Γ΄ 2001).

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.