Ἡ πνευματικη διψα – Τι ηταν η Σαμαρειτισσα; Αγραμματη, φτωχια, & αμαρτωλη· μια πορνη, ενα μαυρο καρβουνο. Και γι᾽ αυτην πηγε εκει ο Χριστος. Τη βρηκε, καθησε κοντα της, μιλησε μαζι της, την ακουσε· & το καρβουνο εγινε διαμαντι, το κορακι περιστερι, η πορνη ισαποστολος. Λοιπον, ανθρωπε, οσο αμαρτωλος κι αν εισαι, ελα στο Χριστο· θα συγχωρηση κ᾽ εσενα.
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΘ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2476
Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος (Ἰω. 4,5-42)
22 Μαΐου 2022
Του Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου
Ἡ πνευματικη διψα
«Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν» (Ἰω. 4,15)
Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, γιὰ νὰ ζήσῃ στὸν κόσμο αὐτὸν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλὰ πράγματα· ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἀναγκαῖα, περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ ψωμί, εἶνε τὸ νερό. Γι᾽ αὐτὸ ἡ δίψα εἶνε κατάστασι πολὺ βασανιστική· ὅσοι πεθαίνουν ἀπὸ πεῖνα ὑποφέρουν, ὅσοι πεθαίνουν ἀπὸ δίψα ὑφίστανται μαρτύριο. Τὸ 1922 κατὰ τὴ μικρασιατικὴ ἐκστρατεία, ὅταν οἱ στρατιῶτες μας πλησίαζαν πρὸς τὴν Ἄγκυρα, ἔπεσαν στὴν Ἁλμυρὰ ἔρημο· διψοῦσαν φοβερά, πῆγαν νὰ πετάξουν τὰ ὅπλα, καὶ οἱ ἀξιωματικοὶ ἔλεγαν· Κουράγιο, παιδιά, νὰ φτάσουμε στὸ ποτάμι! Κι ὅταν ἔφτασαν ἔπεσαν χιλιάδες στρατὸς τόσο διψασμένοι στὰ νερά, ποὺ κόντεψαν νὰ στερέψουν τὸ Σαγγάριο.
Φοβερὸ πρᾶγμα ἡ δίψα. Ὅταν κάποιος πῇ, Θέλω ἕνα ποτήρι νερό! ποιός δὲν θὰ τρέξῃ νὰ τοῦ δώσῃ; Ἐξαίρεσι ἀποτελοῦν κάποιοι, ποὺ δὲν δίνουν νερὸ οὔτε στὸν ἄγγελό τους.
Μὰ γιατί τὰ λέμε τώρα ὅλα αὐτά, γιὰ νερὸ καὶ γιὰ δίψα; Τὰ λέμε, γιατὶ γιὰ νερὸ μιλάει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ἰω. 4,5-42). Μιλάει γιὰ ἕνα διψασμένο, ποὺ καὶ μέχρι σήμερα εἶνε διψασμένος… Διψᾷ! – ποιός διψᾷ; Ἀκοῦστε.
* * *
Ἕνας ξένος βαδίζοντας μὲ τὰ πόδια ἔφτασε μεσημέρι σ᾽ ἕνα χωριό. Διψασμένος, στάθηκε σ᾽ ἕνα πηγάδι. Σὲ λίγο ἔρχεται ἐκεῖ μιὰ γυναίκα νὰ βγάλῃ νερό. Τῆς λέει· –Δός μου νὰ πιῶ. Ἡ γυναίκα δίσταζε. –Σύ, τοῦ λέει, δὲν εἶσαι δικός μας, εἶσαι ἀπὸ ἀλλοῦ (ἦταν Ἰουδαῖος κ᾽ ἐκείνη Σαμαρείτισσα)· ξέρεις τὶς διαφορές μας, πῶς ζητᾷς νερὸ ἀπὸ μένα; –Ἂν ἤξερες, τῆς λέει ὁ ξένος, τί χαρίζει ὁ Θεὸς καὶ ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ποὺ σοῦ ζητάει νερό, ἐσὺ θὰ τοῦ ζητοῦσες καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ποὺ δροσίζει… Ὁ ξένος, ποὺ μιλοῦσε ἔτσι, ἦταν ὁ Χριστός· ἐννοοῦσε ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ φυσικὸ νερὸ τὸ ἀναγκαῖο γιὰ τὸ σῶμα, ὑπάρχει κ᾽ ἕνα ἄλλο νερὸ πολὺ πιὸ ἀναγκαῖο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, νερὸ ἀθάνατο. Ὅποιος πίνει ἀπὸ τοῦτο τὸ νερὸ τὸ φυσικό, τῆς λέει ἐν συνεχείᾳ, θὰ διψάσῃ πάλι· ὅποιος ὅμως πιῇ ἀπὸ τὸ ἀθάνατο νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, δὲν θὰ ξαναδιψάσῃ ποτέ, ἀλλὰ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω θὰ γίνῃ μέσα του πηγὴ ποὺ θὰ τὸν ποτίζῃ μὲ ζωὴ αἰώνια. –Κύριε, ἀπαντᾷ ἡ γυναίκα, δός μου αὐτὸ τὸ νερό, ὥστε νὰ μὴ διψῶ καὶ νὰ μὴ χρειάζεται νὰ ἔρχωμαι κάθε τόσο ἐδῶ μὲ τὴ στάμνα νὰ ἀντλῶ. Τότε ὁ Χριστός, ποὺ ἤξερε ὅτι ἡ ζωή της δὲν εἶνε καλή, ἄρχισε μὲ τρόπο νὰ τὴ φέρνῃ σὲ συναίσθησι. Ὅπως ὅταν πίνουμε νερὸ ἔχουμε τὸ στόμα μας καθαρό, ἔτσι καὶ γιὰ νὰ πιῇ κανεὶς τὸ ἀθάνατο νερὸ πρέπει νὰ ἔχῃ τὴν καρδιά του καθαρή. Τῆς λέει λοιπόν· –Θὰ σοῦ δώσω τὸ ἀθάνατο νερό, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν εἶσαι μοναχή σου πήγαινε νὰ φωνάξῃς καὶ τὸν ἄντρα σου. –Δὲν ἔχω ἄντρα, ἀπαντᾷ ἡ Σαμαρείτισσα νομίζοντας ὅτι θὰ ξεφύγῃ. –Καλὰ εἶπες ὅτι, Δὲν ἔχω ἄντρα, τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς· πέντε ἄντρες ἄλλαξες στὴ ζωή σου, κι αὐτὸς ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶνε νόμιμος σύζυγός σου· αὐτὸ ποὺ εἶπες εἶνε ἀλήθεια. Τά ᾽χασε αὐτὴ καὶ σκέφτηκε· Ποιός εἶν᾽ αὐτὸς, ποὺ πρώτη φορὰ περνάει ἀπὸ ᾽δῶ καὶ ξέρει τὰ μυστικὰ τῆς ζωῆς μου; –Κύριε, λέει, καταλαβαίνω, ὅτι εἶσαι προφήτης. Λῦσε μου λοιπὸν ἕνα πρόβλημα, ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ καὶ μᾶς διχάζει. Οἱ πρόγονοί μας λάτρεψαν τὸ Θεὸ σὲ τοῦτο τὸ βουνό, καὶ σεῖς οἱ Ἰουδαῖοι λέτε ὅτι τὸ Θεὸ πρέπει νὰ τὸν λατρεύουμε στὰ Ἰεροσόλυμα· ποιό τέλος πάντων εἶνε τὸ σωστό; Καὶ τότε ὁ Χριστὸς εἶπε· –Δὲν ἔχει σημασία τόσο ὁ τόπος ὅσο ὁ τρόπος ποὺ λατρεύει κανείς. «Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰω. 4,24)· ὅπου καὶ νὰ βρεθῇς, ἅμα κάνῃς μὲ πίστι τὴν προσευχή σου, ὁ Θεὸς σ᾽ ἀκούει. Αὐτὸ ἦταν περίπου τὸ νόημα τῆς ἀπαντήσεως. Ἡ ἀπαίδευτη γυναίκα δυσκολευόταν νὰ καταλάβῃ καὶ λέει· –Σὰν δύσκολα πράγματα μᾶς λές· αὐτὰ θὰ μᾶς τὰ λύσῃ ὅταν ἔρθῃ ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστὸς ποὺ περιμένει ὅλος ὁ κόσμος. Καὶ τότε ὁ Ἰησοῦς τῆς κάνει τὴ συγκλονιστικὴ ἀποκάλυψι· –Ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας, αὐτὸς ποὺ μιλάει τώρα μαζί σου! Τόση ἦταν ἡ ἔκπληξί της μόλις τ᾽ ἄκουσε, ὥστε ἀπὸ τὴ χαρά της ἀφήνει ἐκεῖ τὴ στάμνα καὶ τρέχει στὸ χωριὸ φωνάζοντας σὲ ὅλους· –Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔχω κάνει· μήπως αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός; Ἦρθαν πράγματι οἱ συγχωριανοί της· τὸν ἄκουσαν, καὶ πίστεψαν σ᾽ αὐτόν. Καὶ στὸ τέλος εἶπαν στὴ γυναῖκα· –Τώρα πιστεύουμε ὄχι γιατὶ μᾶς τὸ εἶπες ἐσύ, ἀλλὰ γιατὶ μόνοι μας βεβαιωθήκαμε, ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ σωτήρας τοῦ κόσμου ὁ Χριστός.
* * *
Αὐτὸ μὲ ἁπλᾶ λόγια εἶνε, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο. Καὶ μᾶς λέει πολλὰ πράγματα.
1ον. Καὶ τὸ φυσικὸ νερὸ ὁ Χριστὸς τὸ δίνει. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι πίστευαν στὸ Θεό, πίνοντας ἕνα ποτήρι νερὸ ἔλεγαν «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Βλέπεις τὴν κοττούλα καὶ τὸ πουλάκι ὅταν πίνουν στὸ ποταμάκι ὑψώνουν τὸ κεφάλι πρὸς τὸν οὐρανὸ σὰν νὰ λένε· Σ᾽ εὐχαριστῶ, Θεέ μου. Ὁ ἀχάριστος ἄνθρωπος τὴ μπουκιὰ ἔχει στὸ στόμα, καὶ τὸ Θεὸ βλαστημάει. Μόνο ἡ Γῆ ἔχει νερὸ καὶ ὅλα τ᾽ ἀγαθά. Ὅταν οἱ ἀστροναῦτες πῆγαν στὴ σελήνη, λαχταροῦσαν πότε νὰ γυρίσουν στὴ Γῆ, ν᾽ ἀνοίξουν τὴν κάνουλα τοῦ σπιτιοῦ τους νὰ πιοῦν νερό. Κ᾽ ἐγὼ θὰ ἤθελα, ὅποιον βλαστημάει τὸ Θεό, νὰ τὸν βάλουμε σ᾽ ἕνα πύραυλο καὶ νὰ τὸν στείλουμε στὴ σελήνη. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχουν μῆλα, πορτοκάλια, λεμόνια, φροῦτα, ζῷα, ἀρνάκια, χορτάρια, σιτάρια καὶ δέντρα· Ἐδῶ ὑπάρχουν ὅλα, κ᾽ ἕνα εὐχαριστῶ δὲν λέμε. Θὰ μᾶς τὰ στερήσῃ ὁ Θεός, θὰ πέσῃ πάλι πεῖνα καὶ «θὰ ποῦμε τὸ ψωμὶ-ψωμάκι». Ἕνα ποτήρι νερὸ θά ᾽χῃ πιὸ μεγάλη ἀξία ἀπὸ χρυσᾶ νομίσματα.
2ον. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ φυσικὸ ὑπάρχει καὶ τὸ πνευματικό νερό. Τὸ φυσικὸ τὸ πίνουν καὶ τὰ ζῷα, τὸ πνευματικὸ εἶνε μόνο γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Εἶνε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἡ διδασκαλία του, τὸ Εὐαγγέλιό του. Θὰ ἔτυχε κάποτε, ἐνῷ ἤσασταν στενοχωρημένοι, νὰ ἔρθῃ κάποιος καὶ μὲ τὰ λόγια του νὰ σᾶς παρηγορήσῃ, καὶ τότε τοῦ εἴπατε· Μὲ δρόσισες! Πέρα ὅμως ἀπὸ τὰ λόγια ἀνθρώπων κανείς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ δροσίσῃ τὸν ἄνθρωπο ὅπως ὁ Χριστός. Γνώριζα στὴν Ἀθήνα ἕνα νέο, ποὺ εἶχε περάσει περιπέτειες καὶ βάσανα. Πῆγα καὶ τὸν εἶδα. Κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα Εὐαγγέλιο καὶ μοῦ λέει· Εἶμαι τόσο πικραμένος πού, ἂν δὲν εἶχα τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ τίναζα τὰ μυαλά μου στὸν ἀέρα… Τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ ἄκουσε καὶ ἡ Σαμαρείτισσα καὶ ξεδίψασε. –Μὰ τώρα, θὰ ρωτήσῃ κανείς, ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός! Τὴν ὥρα ποὺ ὁ παπᾶς διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο, ἐκεῖ εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ εἶπε· «Αὐτὸς ποὺ ἀκούει ἐσᾶς» (τοὺς ἱερεῖς καὶ ἐπισκόπους μου), «εἶνε σὰν ν᾽ ἀκούῃ ἐμένα…» (Λουκ. 10,40). Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔλεγε· Κάποιος, ποὺ δὲν ἐμπιστευόταν τοὺς παπᾶδες, ἔμενε ἀλειτούργητος καὶ ἀκοινώνητος. Αὐτὸς βρέθηκε σὲ ἐρημιὰ κ᾽ ἐκεῖ δίψασε. Εἶδε ἕνα ποταμάκι, ἔσκυψε καὶ ἤπιε. Εὐχαριστημένος ἀπ᾽ τὸ νερὸ θέλησε νὰ δῇ ἀπὸ ποῦ βγαίνει. Ἀπογοητεύτηκε ὅμως ὅταν εἶδε ὅτι τὸ νερὸ βγαίνει ἀπὸ ἕνα ψόφιο σκύλο! Τότε ἕνας ἄγγελος τοῦ ἐξήγησε· –Τί παραξενεύεσαι; Τὰ λόγια τῆς Ἐκκλησίας εἶνε νερὸ ποὺ δροσίζει· κι ἂς βγαίνῃ ἀπὸ τὰ στόματα ἀτελῶν κληρικῶν. Μπῆκε ὁ παπᾶς στὴν ἐκκλησιά, φόρεσε πετραχήλι; τὸν ἀκοῦς; τὸν τιμᾷς; εἶνε σὰν νὰ τιμᾷς τὸν ἴδιο τὸ Χριστό. Σῴζεσαι.
3ον. Ὁ Χριστός, γιὰ νὰ φτάσῃ ἐκεῖ, βάδισε χιλιόμετρα μὲ τὰ πόδια μέσα στὸν ἥλιο. Εἶνε εὐλογημένα τὰ χωριὰ κι ὁ Χριστὸς τ᾽ ἀγαποῦσε. Καὶ ὁ ἴδιος σὲ χωριὸ ἔζησε· «Ναζωραῖος» λέγεται, γιατὶ μεγάλωσε στὴ Ναζαρέτ. Ἀγαποῦσε τοὺς χωριάτες, τοὺς τσοπάνηδες, τοὺς ἐργατικούς. Οἱ γραμματισμένοι καὶ πλούσιοι δὲν τὸν ἀγαποῦσαν. Καὶ τελικὰ τὸν σταύρωσαν στὴν πολιτεία, ὄχι στὰ χωριά. Καὶ σήμερα σταυρώνεται ὄχι ἀπὸ τσοπάνηδες ἀλλὰ μέσα στὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα. Ἐκεῖ μαζεύτηκε ὅλη ἡ ἁμαρτία· καὶ ὁ Θεὸς θὰ τιμωρήσῃ τὶς μεγάλες πολιτεῖες· μέσα σὲ μιὰ νύχτα θ᾽ ἀδειάσουν καὶ θὰ τρέξουν ὅλοι στὰ βουνά. Θὰ γίνουν αὐτὰ τὰ πράγματα. Ἡ Ἀποκάλυψις λέει, ὅτι θὰ πέσῃ καὶ θὰ καταστραφῇ «Βαβυλὼν ἡ μεγάλη», γιατὶ ἐκεῖ ὑπάρχει ἀτίμια, κλεψιά, πορνεία, ἁμαρτία (Ἀπ. 14, 8). Δὲν ἀρνοῦμαι ὅτι καὶ τὰ χωριὰ ἁμαρτάνουν, ἀλλ᾽ αὐτὰ παίρνουν κακὸ παράδειγμα ἀπὸ τὶς μεγάλες πολιτεῖες.
Καὶ 4ον. Τί ἦταν ἡ Σαμαρείτισσα; Ἀγράμματη, φτωχιά, καὶ ἁμαρτωλή· μία πόρνη, ἕνα μαῦρο κάρβουνο. Καὶ γι᾽ αὐτὴν πῆγε ἐκεῖ ὁ Χριστός. Τὴ βρῆκε, κάθησε κοντά της, μίλησε μαζί της, τὴν ἄκουσε· καὶ τὸ κάρβουνο ἔγινε διαμάντι, τὸ κοράκι περιστέρι, ἡ πόρνη ἰσαπόστολος. Λοιπόν, ἄνθρωπε, ὅσο ἁμαρτωλὸς κι ἂν εἶσαι, ἔλα στὸ Χριστό· θὰ συγχωρήσῃ κ᾽ ἐσένα.
Αὐτά, ἀδελφοί μου, ἤθελα νὰ σᾶς πῶ καὶ εὔχομαι ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ πρεσβειῶν τῶν ἁγίων νὰ σώσῃ κ᾽ ἐμᾶς.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου Καρδιᾶς (παλαιὸ χωριό) – Ἑορδαίας τὴν 27-5-1973. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 28-4-2022.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.