«Hκουσαν οι ποιμενες…» (Ακαθ. υμνος Η)
Β΄ Στάσις Χαιρετισμῶν
Αυτι, ακοη, υπακοη
«Ἤκουσαν οἱ ποιμένες…» (Ἀκάθ. ὕμν. Η)
ΑΠΟΨΕ, ἀγαπητοί μου, ψάλλεται ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος. Τί εἶναι ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος; Ἕνα τραγούδι. Τραγούδια ὑπάρχουν πολλά· τραγούδια τοῦ Θεοῦ, τραγούδια τοῦ διαβόλου. Ποιά εἶνε τοῦ διαβόλου; Αὐτὰ ποὺ ἀκούγονται στὰ νυκτερινὰ κέντρα, τὰ ὁποῖα δυστυχῶς τ᾽ ἀφήνουν καὶ λειτουργοῦν γιὰ νὰ σαπίσῃ ἡ νέα γενεά, τὰ παιδιά μας. Ἀναστενάζω γι᾽ αὐτό. Ὅσοι εἶστε γονεῖς, μὴν ἀφήνετε τὰ παιδιά σας νὰ γυρίζουν τὴ νύχτα. Βράδυασε; σὰν τὰ πουλάκια νὰ γυρίζουν στὸ σπίτι.
Ἐγὼ ὅμως τώρα θέλω νὰ σᾶς μιλήσω γιὰ τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τραγούδια ποὺ φωτίζουν τὸ μυαλό, θερμαίνουν τὴν καρδιά, σὲ ἀνεβάζουν στὰ οὐράνια. Ἕνα τέτοιο τραγούδι εἶνε ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, τὸ τραγούδι τῆς Παναγιᾶς. Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια οἱ γυναῖκες δὲν ἤξεραν ἄλλα τραγούδια, κοσμικὰ – ἐρωτικά. Τραγουδοῦσαν ὅλες τὸ «τραγούδι τῆς Παναγιᾶς» – ἔτσι τὸ λέγανε. Τώρα, πέστε μου, ὑπάρχει κορίτσι ποὺ νὰ ξέρῃ ἀπ᾽ ἔξω τοὺς Χαιρετισμούς;… Ἀφήσαμε τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ γιὰ τὰ τραγούδια τοῦ διαβόλου.
Τί εἶναι ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος; Μὲ ἁπλᾶ λόγια, εἶναι μιὰ ὡραία πολυκατοικία, ποὺ ἔχει τέσσερα διαμερίσματα (τὶς τέσσερις στάσεις)· κάθε διαμέρισμα ἔχει ἕξι δωμάτια (τοὺς ἕξι οἴκους ἢ στροφές)· καὶ κάθε δωμάτιο ἔχει δώδεκα παράθυρα (τὰ δώδεκα «χαῖρε»), δηλαδὴ συνολικῶς ἑκατὸν σαραντατέσσερα παράθυρα – «χαῖρε». Τὸ σπίτι αὐτὸ τό ᾽χτισαν μὲ θεϊκὰ ὑλικὰ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, καὶ μένει ἀθάνατο. Οἱ στροφές, εἴπαμε, λέγονται καὶ οἶκοι, καὶ εἶνε τόσες ὅσα καὶ τὰ γράμματα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου. Πόσα γράμματα ἔχει τὸ ἀλφάβητο; Εἰκοσιτέσσερα. Ἀπ’ ὅλες τὶς στροφὲς θὰ ἑρμηνεύσουμε μόνο μία, αὐτὴν ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὸ γράμμα Η (ἦτα), κι ἀπ’ αὐτὴν κυρίως τὶς δύο πρῶτες λέξεις· «Ἤκουσαν οἱ ποιμένες».
* * *
«Ἤκουσαν». Ἄκουσαν. Ποιοί καὶ τί ἄκουσαν; Πρὶν ὅμως ἀπὸ αὐτὰ ἂς δοῦμε κάτι ἄλλο.
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει πάνω του πολλὰ ὄργανα. Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ θαυμαστὰ εἶνε τὸ αὐτί. Ἐπάνω στὸ Βίτσι ἡ ἐπιστήμη ἔχει φτειάξει ἕνα μεγάλο τεχνητὸ αὐτί. Πῶς τὸ λένε; Ραντάρ. Εἶνε τεντωμένο κι ἀκούει ἀπὸ μακριὰ ἂν πετάῃ ἐχθρικὸ ἀεροπλάνο, εἰδοποιεῖ καὶ λέει‧ Φυλαχτῆτε! Αὐτὸς εἶνε ὁ προορισμός του. Φανταστῆτε λοιπόν, ν’ ἀνεβῇ κάποιος στὸ βουνό, νὰ δῇ αὐτὸ τὸ μηχάνημα, καὶ νὰ πῇ· Ἄ, δὲν εἶνε τίποτα αὐτό, ἔτσι φύτρωσε μόνο του! Τὸ λέει κανεὶς αὐτό; Ὄχι βέβαια. Δὲ μοῦ λὲς τώρα· ἐσὺ ἔχεις ἐπάνω στὸ κεφάλι σου δυὸ ραντάρ, τὰ αὐτιά· ποιό εἶνε πιὸ τέλειο, τὸ ραντὰρ τοῦ Βιτσίου ἢ τὸ αὐτὶ τοῦ ἀνθρώπου; Τὸ αὐτὶ τοῦ ἀνθρώπου ἀσφαλῶς. Μπορεῖ νὰ πῇ κανείς, ὅτι τὸ αὐτὶ ἔγινε μόνο του; Ἂν λοιπὸν συναντήσετε κανένα ἡμιμαθῆ ποὺ λέει πὼς δὲν ὑπάρχει Θεός, νὰ τοῦ πῆτε· Ἐὰν μὲ πείσῃς ὅτι τὸ ραντὰρ φύτρωσε μόνο του, τότε κ’ ἐγὼ θὰ πιστέψω ὅτι καὶ τὸ αὐτί μας τό ᾽κανε ἡ τύχη. Φτάνει ἕνα αὐτὶ ν᾽ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός.
Θαυμάζουμε τὸ ραντάρ. Ἀλλὰ τί εἶνε τὸ ραντάρ; Ἕνα αὐτὶ μηχανικό. Δὲ συγκρίνεται μὲ τὸ φυσικὸ αὐτί. Γι’ αὐτὸ νὰ παρακαλοῦμε ὁ Θεὸς νὰ δίνῃ ὑγεία. Γιατὶ καμμιὰ φορὰ χαλᾶνε καὶ τ’ αὐτιά, καὶ δὲ γιατρεύονται· χρειάζονται ἀκουστικά. Μεγάλο πρᾶγμα ἡ ἀκοή. Ὅσοι τὴν ἔχουμε ἂς εὐχαριστοῦμε τὸ Θεό.
Μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴν ἀκοή, γιὰ ν’ ἀκοῦμε τὶς φωνὲς τῶν ἄλλων ἀλλὰ καὶ τοὺς διαφόρους ἤχους στὴ φύσι. Ἐν συγκρίσει βέβαια μὲ τὸν ἄνθρωπο μερικὰ ζῷα ἔχουν ἀκοὴ ἀνώτερη, ἔχουν τὴν αἴσθησι αὐτὴ πολὺ πιὸ ἀνεπτυγμένη. Ὁ σκύλος λ.χ. ἀκούει καὶ τὸ παραμικρό. Ἔχει τ᾽ αὐτί του κάτω στὴ γῆ κ’ εἶνε ὁ πρῶτος ποὺ καταλαβαίνει πὼς θὰ γίνῃ σεισμός. Ὅταν ἀκούσετε τὴ νύχτα νὰ γαυγίζουν ὅλα τὰ σκυλιά, κάτι συμβαίνει. Στὴν Ἀκαρνανία, ποὺ ἔγινε σεισμός, μία ὥρα πρὶν τὴν δόνησι ὅλα τὰ σκυλιὰ γαυγίζανε.
Μᾶς ἔδωσε λοιπὸν ὁ Θεὸς τὴν ἀκοή. Γιατί μᾶς τὴν ἔδωσε; Γιατί, παιδί μου, σοῦ ᾽δωσε ὁ Θεὸς δύο ὡραῖα αὐτάκια, ἕν᾽ ἀπὸ δῶ κ’ ἕν᾽ ἀπὸ κεῖ; Γιὰ ν᾽ ἀκοῦς τοὺς γονεῖς. Τοὺς ἀκοῦς; Ἂν σὲ φωνάζουν κ’ ἐσὺ δὲν πηγαίνῃς, τ᾽ αὐτιὰ θέλουν κόψιμο. Ἔδωσε ὁ Θεὸς αὐτιὰ στὰ παιδιά, ν᾽ ἀκοῦνε τὸ δάσκαλό τους. Ἔδωσε αὐτιὰ σ’ ἐσᾶς τὶς γυναῖκες, ν᾽ ἀκοῦτε τὸν ἄντρα σας, ποὺ σηκώνεται πρωὶ καὶ πάει στὴ δουλειὰ καὶ μερικὲς φορὲς κινδυνεύει. Νὰ τὸν ἀκοῦτε σὲ ὅλα. Μόνο ἂν σᾶς πῇ νὰ κάνετε κάτι κακό (νὰ κλέψετε, νὰ πῆτε ψέματα, νὰ ἀτιμάσετε, νὰ πᾶτε νὰ πουλήσετε τὸ κορμί σας), τότε μὴν τὸν ἀκούσετε. Σὲ ὅλα τ’ ἄλλα πρέπει νὰ τὸν ἀκούσετε. Ἦρθε κάποιος ἀπὸ τὴν Πρέσπα καὶ μοῦ ἔλεγε· Ἔχω μαρτύριο μὲ τὴ γυναῖκα μου· τὴ συμβουλεύω, δὲ μ᾽ ἀκούει· ἄλφα λέω ἐγώ – βῆτα αὐτή, βῆτα λέω ἐγώ – γάμμα αὐτή…
Ν᾽ ἀκοῦτε λοιπόν, γυναῖκες, τὸν ἄντρα σας. Ἀλλὰ καὶ ὅλοι ν’ ἀκοῦμε τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ· μᾶς ἔδωσε τὴν ἀκοή, γιὰ νὰ εἴμαστε κάθε Κυριακὴ στὴν ἐκκλησιὰ καὶ ν᾽ ἀκοῦμε τὸν ἱερέα, τὸν ποιμένα μας. Ὅπως ὁ ἄρρωστος ἀκούει τὸ γιατρὸ κι ὁ στρατιώτης τὸν ἀξιωματικό, ἔτσι κ’ ἐμεῖς ν᾽ ἀκοῦμε τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ.
Ἀκοῦμε ἆραγε τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ; Μιὰ προφητεία τῆς Καινῆς Διαθήκης λέει, ὅτι θὰ ᾽ρθοῦν χρόνια κατηραμένα, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ φράξουν τ’ αὐτιά τους μὲ βουλοκέρι νὰ μὴν ἀκοῦνε τὰ λόγια του Θεοῦ καὶ θὰ τ᾽ ἀνοίξουν ν᾽ ἀκοῦνε τὰ λόγια τοῦ διαβόλου (βλ. Β΄ Τιμ. 4,3-4). Δὲ βλέπετε τί γίνεται κάθε νύχτα μὲ τὴν τηλεόρασι; Ἔχουμε τὴ χειρότερη τηλεόρασι· κάνει μεγάλη ζημιὰ σὲ μικροὺς καὶ μεγάλους. Μοῦ ᾽λεγε ἕνας γυμνασιάρχης ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη· Διαλύθηκε τὸ σχολεῖο. Εἴχαμε ἕνα μαθητὴ ἀριστοῦχο σὲ ὅλα τὰ μαθήματα, ὁ ὁποῖος ὅμως ξαφνικὰ ἄρχισε νὰ πέφτῃ. Περίεργο πρᾶγμα. Τί ἔπαθε τὸ παιδί; Πηγαίνω στὸ σπίτι. Ρωτῶ τὸν πατέρα. Τί βλέπω; Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ πατέρας ἔβαλε μέσ᾽ στὸ σπίτι τὸ κατηραμένο αὐτὸ κουτί, τὸ παιδὶ πλέον δὲ μαθαίνει γράμματα… Στὴ Νέα Ὑόρκη καὶ στὸ Σικάγο σηκώθηκαν μεγάλοι ἐπιστήμονες καὶ τί λένε· Πετάξτε τὶς τηλεοράσεις!… Πρὶν διακόσα χρόνια πέρασε ἀπὸ τὴν πατρίδα μας ἕνας ἅγιος καὶ προφήτης, ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, καὶ τί εἶπε; Ὅτι ὁ διάβολος θὰ βρῇ ἕνα κουτὶ καὶ μ’ αὐτὸ θὰ τρελλάνῃ τὴν ἀνθρωπότητα. Προφήτευσε τί κακὸ θὰ κάνῃ ἡ τηλεόρασι. Γι’ αὐτὸ σᾶς προοτρέπω· Κλεῖστε τὶς τηλεοράσεις, βγάλτε τὸ διάβολο μέσ᾽ ἀπ’ τὸ σπίτι σας!
Αὐτὰ σχετικὰ μὲ τὸ «Ἤκουσαν». Παρακάτω τί λέει· «Ἤκουσαν οἱ ποιμένες». Δὲν ὑπάρχει δηλαδὴ μόνο παρακοή, ὑπάρχει καὶ ὑπακοή. Δὲν εἶναι μόνο αὐτοὶ ποὺ κωφεύουν καὶ παρακούουν, εἶναι κ’ ἐκεῖνοι ποὺ ἀκούουν καὶ ὑπακούουν στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτοὶ εἶναι οἱ ποιμένες, οἱ τσοπάνηδες. Μιὰ νύχτα τοῦ χειμώνα ἔξω ἀπὸ τὴ Βηθλεὲμ φύλαγαν τὰ πρόβατά τους. Αἴφνης τὰ μεσάνυχτα —δὲν εἶναι ψέμα— τοὺς ἐπισκέφθηκε ἄγγελος Κυρίου, ἔλαμψε γύρω φῶς, καὶ τοὺς εἶπε ὅτι γεννήθηκε ὁ Χριστός· συγχρόνως πλῆθος ἄγγελοι ὑμνοῦσαν τὸ Θεὸ καὶ ἔλεγαν· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14). Μά, θὰ πῆτε, δὲν ὑπῆρχαν τότε ἄλλοι νὰ πάρουν τὸ μήνυμα αὐτό; Ὑπῆρχαν. Σὲ ἀπόστασι λίγων χιλιομέτρων, μέσα στὰ Ἰεροσόλυμα, ἦταν τὸ παλάτι ὅπου ζοῦσε ὁ βασιλιᾶς, καὶ πιὸ πέρα ἦταν πολλοὶ ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς καὶ φαρισαῖοι καὶ γραμματεῖς ποὺ κρατοῦσαν βιβλία κ’ ἔκαναν τὸ σοφό. Κανείς ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ἄκουσε τὸν ὕμνο τῶν ἀγγέλων· τὸν ἄκουσαν μόνο οἱ τσοπάνηδες. Τί μεγαλεῖο ἡ θρησκεία μας! Ἄρχισε ἀπὸ τοὺς τσοπάνηδες καὶ τοὺς ψαρᾶδες καὶ τοὺς ἐργάτες.
Καὶ τώρα ἐρωτῶ‧ Γιατί τὸ μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου τὸ ἄκουσαν αὐτοὶ καὶ ὄχι οἱ ἄλλοι; Ἔχει μεγάλη σημασία αὐτό. Ὅσοι κατέχουν ἐξουσία καὶ πλούτη καὶ μόρφωσι, τοὺς πειράζει ὁ διάβολος κ’ ἔχουν ὑπερηφάνεια κ’ ἐγωϊσμό· νομίζουν πὼς πιάσανε τὰ ἄστρα. Οἱ τσοπάνηδες ἦταν ἄκακοι, ἁπλοῖ, καθαροὶ ἄνθρωποι, εἶχαν ταπείνωσι· καὶ στοὺς ταπεινοὺς ἀναπαύεται καὶ ἐμφανίζεται ὁ Θεὸς καὶ αὐτοὺς εὐλογεῖ. Προφητεύω· θὰ πέσῃ πεῖνα, πεῖνα μεγάλη, αὐτοὶ ποὺ μαζεύτηκαν στὶς πόλεις, κ’ ἔχουν μισθό, καὶ δὲν τοὺς φτάνουν τὰ λεφτά, καὶ ζητᾶνε αὐξήσεις, καὶ κάνουν ἀπεργίες, θὰ πεινάσουν. Ὅσα χρήματα καὶ νὰ ἔχῃ τὸ κράτος, θὰ τελειώσουν· κι ὁ Ὅλυμπος νά ᾽τανε χρυσάφι, θὰ τὸν τρώγαμε. Σὲ ἄλλες χῶρες οἱ φοιτηταὶ ἐργάζονται, δὲν κάνουν ἔρωτα στὸ δρόμο ὅπως οἱ δικοί μας. Ἔ λοιπόν, θὰ πέσῃ πεῖνα. Καὶ θὰ σβήσουν ὅλα τὰ χιλιάδες ἐπαγγέλματα. Τὰ πιὸ εὐλογημένα, ποὺ θὰ μείνουν, ποιά εἶνε· ὁ γεωργός, ὁ βοσκός, καὶ ὁ ψαρᾶς.
* * *
Ἂς ὑπακούσουμε, ἀγαπητοί μου, στὸ Χριστό· ἂς ὑποταχθοῦμε στὸ θέλημά του· ἂς ζήσουμε κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ τότε, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, νὰ τύχουμε τῆς οὐρανίου χαρᾶς μετὰ τῶν ταπεινῶν ποιμένων καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Σπυρίδωνος Ἀχλάδας – Φλωρίνης τὴν 19-3-1976
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.