«Ο Γολγοθας ενος ταπεινου, ΟΝ Ο ΘΕΟΣ ΦΙΛΕΙ» (Δημοσιευμα εφημεριδος του 1967, για το Μητροπολιτη Φλωρινης Αυγουστινο) – «Χειμωνας του 42. Ο βαρυτερος χειμωνας που ειχε να δει η Ελλαδα πανω απο πενηντα χρονια κι 120 χρονια… τετοια αβασταχτη σκλαβια… Ιταλοι, Γερμανοι, Βουλγαροι κι οι συνεργατες τους, ειχαν βρη την ευκαιρια να σκυλευουν πανω στο πτωμα μιας χωρας κι ενος περηφανου λαου, που παλαιψε παλληκαρισια εναντια σε πολλαπλασιους εχθρου…»
Για την β΄ ενισχυμένη νέα εκδοση του βιβλίου: «ΦΑΚΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ»
Με τή δρᾶσι τοῦ π. Αὺγουστίνου Ν. Καντιώτου τα χρόνια της Κατοχῆς στην Μακεδονία
Δημοσίευμα της Εφημερίδος «ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΛΛΟΝ» ΚΟΖΑΝΗΣ
Του δημοσιογράφου της εφημερίδος: Νάση Αλευρά
Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 1967
Ο Γολγοθας ενος ταπεινου
ΟΝ Ο ΘΕΟΣ ΦΙΛΕΙ
(ΟΠΟΣΟΝ ΤΟΝ ΑΓΑΠΑΕΣ Ο ΘΕΟΣ…)
Μέρος Α’
Χειμώνας του 42. Ο βαρύτερος χειμώνας που είχε να δει η Ελλάδα πάνω από πενήντα χρόνια κι 120 χρόνια, που είχε να υποφέρει τέτοια αβάσταχτη σκλαβιά.
Ιταλοί, Γερμανοί, Βούλγαροι κι οι συνεργάτες τους, είχαν βρή την ευκαιρία να σκυλεύουν πάνω στο πτώμα μιας χώρας κι ενός περήφανου λαού, που πάλαιψε παλληκαρίσια ενάντια σε πολλαπλάσιους εχθρούς και κάμφτηκε τότε μόνον, όταν του κατάφεραν το τελειωτικό χτύπημα, χτυπώντας τον άτιμα και ύπουλα, πισώπλατα, κι ενώ οι πληγές του αιμμορροούσαν και τ’ ακρωτηριασμένα μέλη του κρέμονταν προς τα κάτω μάζι με τα ράκη της ανύπαρκτης φορεσιάς του.
Μα η ψυχή εξακολουθούσε νάναι ατσαλωμένη, κι ας ήταν το σώμα, οστά περιβεβλημένα με το κιτρινισμένο και σουφρωμένο δέρμα, απ’ την πείνα, τις κακουχίες και τα βασανιστήρια. Ένα ζωντανό πτώμα, που είχε ακόμα τη δύναμη να φωνάζει: «Λευτεριά ή θάνατος»!
Τότε βρήκαν την ευκαιρία και οι άσπονδοι… φίλοι μας στα Βαλκάνια, οι Βούλγαροι κομιτατζήδες, ν’ αρχίσουν πάλι το εξοντωτικό τους έργο ενάντια σε κάθε τι ελληνικό, με τον απώτερο σκοπό, ό,τι δεν κατόρθωσαν παλιότερα, να το πετύχουν τώρα.
Μάταιες οι προσπάθειές τους. Οι Έλληνες αντέδρασαν πάλι, όπως στον Μακεδονικό Αγώνα, όπως το 13. Και τα σχέδιά τους ματαιώθηκαν για μιάν ακόμα φορά.
Ανάμεσα στις τόσες αντιδράσεις τους, μία, η σπουδαιότερη ήταν να ανατρέψουν τα σχέδια της σχισματικής βουλγαρικής εξαρχίας, που με δόλια και ύπουλα μέσα, προσπαθούσε να παρασύρη, πιότερο, τις πεινασμένες μάζες των μεγαλουπόλεων, και πού πολύ, τους πληθυσμούς των παραμεθόριων περιοχών, μοιράζοντας μ’ απλοχεριά στάρι, καλαμπόκι κι άλλα τρόφιμα, καθώς και χρήματα και διάφορα είδη ρουχισμού. Και είχαν επιτυχία. Και σε μερικά χωριά, μεγαλύτερη και απο κείνην ακόμα, που αρχικά προσδοκούσαν.
Σ’ ένα τέτοιο χωριό, στα Ελληνοσερβικά σύνορα, το κακό είχε παραγίνει. Κι όσοι έμεναν πιστοί στην πατρίδα, με την καρδιά γεμάτη Ελλάδα, έβλεπαν με πόνο ψυχής, πως πολύ σύντομα, θα έρχονταν ο τελειωτικός αφανισμός του κάθε τι, που θύμιζε Ελληνικόν Έθνος, Ελληνική Φυλή !
Πήραν την απόφαση, λοιπόν, σε συνεννόηση και με τον παπά του χωριού, να προσκαλέσουν έναν ιεροκήρυκα, και με το χριστιανικό κι εθνικό κήρυγμά του, ίσως συγκινούσε τους παρασυρμένους, απ’ τη βουλγαροκομιτατζίδικη προπαγάνδα, χωριανούς τους, και τους ξανάφερνε στο δρόμο της τιμής και του καθήκοντος, στο δρόμο που οδηγούσε στην πραγματική εκκλησία του Χριστού και στην αληθινή Πατρίδα !
Έγραψαν στην Αρχιεπισκοπή, στην Αθήνα, ζητώντας να τους βοηθήση στις δύσκολες στιγμές που περνούσαν στο χωριό τους, στέλνοντας έναν ιεροκήρυκα. Εκεί είχαν μαζευτεί όλοι οι ιεροκήρυκες και πάσκιζαν ποιός από ποιός, να γίνει «Δεσπότης». Κι όταν ζήτησε ο Αρχιεπίσκοπος να πάνε στη Μακεδονική ύπαιθρο, να ποιμάνουν το αποφαρνισμένο και χειμαζόμενο απ’ τις ξένες προπαγάνδες, ποίμνιο, όλοι αρνιούνταν με διάφορα γελοία προσχήματα και κάμνοντας εδαφιαίους τεμενάδες, σιγοψιθύριζαν με δέος τη θεϊκή επίκληση: » Ει δυνατόν παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο !».
Και μόνον ένας δέχτηκε και πρόθυμα ξεκίνησε, σαν άλλος Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ν’ ανέβει απάνου: «στην Ελληνική μας τη Μακεδονία, να σώση αδέρφια απ’ τη σκλαβιά, αδέρφια σκλαβωμένα…», με το φλογερό και πατριωτικό του κήρυγμα: ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ.
ΣYNEXIZETAI
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.