Αυγουστίνος Καντιώτης



Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΟΣ: «Ο Γολγοθας ενος ταπεινου, ΟΝ Ο ΘΕΟΣ ΦΙΛΕΙ» – Ο π. Αυγουστινος στην φωλια των κομιταζιδων, κινδυνευει. (Τα 33 χρονια της επισκοπικης του δρασεως, ως Μητροπολιτης του χωριου, οχι μονο απεκηρυξαν την σκοπιανοβουλγαρικη προπαγανδα, αλλα προχωρησαν πιο πολυ. Τον καλεσαν στο χωριο, τον ευχαριστησαν για την μεγαλη αγαπη & προσφορα του. Εβγαλαν λογους & τον τιμησαν οσο κανενας αλλος)

Για την νέα εκδοση του βιβλίου: «ΦΑΚΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ»
Με τή δρᾶσι τοῦ π. Αὺγουστίνου Ν. Καντιώτου τα χρόνια της Κατοχῆς στην Μακεδονία

Δημοσίευμα της Εφημερίδος «ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΛΛΟΝ» ΚΟΖΑΝΗΣ
Του δημοσιογράφου της εφημερίδος: Νάση Αλευρά
Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 1967

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΟΣ: «Ο Γολγοθας ενος ταπεινου, ΟΝ Ο ΘΕΟΣ ΦΙΛΕΙ»

Μερος Β’

«Σ’ αυτόν αποτάνθηκαν τελικά οι δύο απεσταλμένοι του χωριού, που είχαν έρθει στη Θεσσαλονίκη, κρυφά απ’ όλους. Και τον παρεκάλεσαν να τους βοηθήση.

(σ. 59) Oργ. Θ.Xαρ. σ.Δεύτερο λόγο δεν χρειάστηκε να πούν. Την άλλη μέρα, πολά πρωΐ, ξεκίνησαν απ’ τη Θεσσαλονίκη και κοντά το βράδυ έφτασαν στη Φλώρινα. Διανυκτέρευσαν στην πόλη και την επομένη, πήραν το δρόμο για το χωριό με τα πόδια. Το χιόνι ήταν παχύ και τους δυσκόλευε στο βάδισμα.

Καντοζύγωναν στις πλαγιές του, όταν άκουσαν να χτυπούν οι καμπάνες της εκκλησιάς. » Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο γέροντας. «Μας είδαν που ερχόμαστε και χτυπούν τις καμπάνες για τα καλωσορίσματα!» του αποκρίθηκαν οι χωρικοί. Κι ο χειμωνιάτικος αέρας να σφυρίζη, το χιόνι να στροβιλίζεται και να δημιουργούν όλα μια συμφωνία μελοποιημένη από μεγαλοφυή μουσικοσυνθέτη.

Σαν έφτασαν στο χωριό, πρώτος τον καλωσόρισε ο παπάς κι όλοι οι άλλοι με τη σειρά. Ο παπάς που είδε τον ιεροκήρυκα νεαρό, κοντούλη, καχεκτικό και να «φέγγη» το πρόσωπό του απ’ την αποβιταμίνωση, κούνησε το κεφάλι του, σ’ ένδειξη λύπης κι αποδοκιμασίας για τον ερχομό του. Μα δεν είπε τίποτα. Μόνο συμμορφώθηκε με την παράκληση του ιεροκήρυκα: «Όλοι στην εκκλησία». Και τράβηξε πρώτος το δρόμο και οι άλλοι ακουλούθησαν.

Γεμάτη η εκκλησία. Από γέρους, νέους και παιδιά. Άντρες και γυναίκες. Κι ο ιεροκήρυκας να χαίρεται από μέσα του, ότι ο κόπος και τόση ταλαιπωρία, δεν πήγαν στα χαμένα.

– «Αγαπητοί μου αδελφοί», άρχισε ο γέροντας…

Και ξαφνικά κοκκάλωσε κι έμεινε σαν στήλη άλατος, πάνω στον θρόνο που στεκόταν. Με μιάς η εκκλησιά είχε αδειάσει απ’ το πολυπληθές εκκλησίασμα κι’ έμειναν μόνο ο παπάς, οι δυό χωρικοί που τον είχαν φέρει απ’ τη Θεσσαλονίκη κι ο καντηλανάφτης.

Τι είχε συμβή; Τούτοι, περίμεναν το Βούλγαρο παπά -κατά πώς τους είχαν πη οι δικοί τους- που θα διάβαζε στην εκκλησιά βουλγάρικα και θάκανε κήρυγμα στη βουλγαρική γλώσσα. Κι αντί για τα δικά τους, άκουγαν να τους μιλάει ένας «γραικομάνος», απρόσκλητος κι άφοβος.

Αμέσως μαζεύτηκαν στο καφενείο και πήραν την απόφαση να εξοντώσουν το βέβηλο «γραικομάνο», που τόλμησε να πατήση στα λημέρια τους και να κάνη μάλιστα και κήρυγμα στην ελληνική γλώσσα!

Ο παπάς με τους άλλους αντελήφθηκαν αμέσως τον κίνδυνο που διέτρεχε ο π. Αυγουστίνος και πήραν τα μέτρα τους.

– «Έλα σπίτι να φάμε και να ησυχάσης πάτερ!» είπε ο παπάς στον Αυγουστίνο, που σαστισμένος απ’ όσα παράξενα έβλεπε, δε μπορούσε να καταλάβη το μέγεθος της τόλμης του, να πάη χειμωνιάτικα στη φωλιά των κομιτατζήδων και να κηρύξη τον Θείο Λόγο και την Αγάπη και την Ομόνοια μεταξύ εχθρών και φίλων.

Πήγαν στο σπίτι του παπά. Τους έστρωσε το τραπέζι η παπαδιά κι έκατσαν κι έφαγαν. Κι εξήγησε ο παπάς στον π. Αυγουστίνο, περί τίνος πρόκειται. «Ετούτοι, πάτερ μου, είναι φανατικοί κομιτατζήδες, και πασκίζουν να χαλάσουν ό,τι είναι Ελληνικό !». » Κι εσύ», τον ρώτησε ο γέροντας, «πώς μένεις ακόμα ζωντανός;». «Με γνωρίζουν από χρόνια και δεν τολμούν, όχι να με χαλάσουν (θανατώσουν), μα ούτε και να πειράξουν μια τρίχα απ’ τα μαλλιά μου. Πήγαινε τώρα να ξαπλώσης κι αν συμβή τίποτα θα σε ειδοποιήσω εγώ !».

Πήγε και ξάπλωσε ο γέροντας και ύπνος δεν τον κολλούσε. Εκεί, κατά τα μεσάνυχτα, άκουσε θόρυβο από πλήθος που πλησίασε στο σπίτι, και τραγούδια βουλγάρικα, να σκίζουν τον αέρα στη θεοσκότεινη νύχτα.

Μπήκε αναμαλλιασμένος ο παπάς με τον τρόμο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του και με φωνή τρεμάμενη, να λέη στο γέροντα: » Σήκω, πάτερ, και φύγε, γιατί έρχονται οι αρχικομιτατζήδες με τους νέους μπροστά, να σε πάρουν, για να σε δικάσουν. Και η απόφαση είναι γνωστή από πριν. Κρέμασμα απ’ το πλατάνι !». «Και πού να πάω νυχτιάτικα», του λέει ο γέροντας, «που δεν γνωρίζω ούτε το χωριό, ούτε το δρόμο;». «Ετοιμάσου στα γλήγορα και θα σε οδηγήσω εγώ».

Δεύτερο λόγο δεν περίμενε ν’ ακούση. Φόρεσε το τριμένο ράσο και τα μπαλωμένα άρβυλα, πήρε τον τουρβά που του έδωσε ο παπάς κι απ’ την πίσω θύρα του μαγειριού, βγήκε έξω στο χιόνι και στον παγωμένο βοριά, να πάρη το δρόμο για το άγνωστο.

«Θα συνεχίσεις, πάτερ, τον δρόμου σου», του είπε ο παπάς, «και δεν θα γυρίσης πίσω ούτε το κεφάλι σου ό,τι κι αν δής, ό,τι κι αν ακούσης. Στο καλό κι ο Θεός βοηθός !».

Ευχαρίστησε ο γέροντας τον καλό λευΐτη, έκανε το σταυρό του και τράβηξε το δρόμο του, άγνωστος αυτός, σε ξένον τόπο, μη ξέροντας πού βρίσκεται, μη ξέροντας κατα πού να πάη ! Και το χιόνι να πέφτη πυκνό, κι ο βοριάς να φυσομανάη.

Βάδισε, βάδισε, ώρες πολλές, που του φάνηκαν ατέλειωτες. Νόμιζε πως ήρθε η τελευτή του. Μα ο Θεός, που τον αγαπούσε πολύ, δεν τον άφησε να χαθή. Κάποτε, κι ενώ ξημέρωνε, άκουσε από μακρυά γαυγίσματα σκυλιών. Πλησίασε, γεμάτος ελπίδα, πιό κοντά κι αντίκρυσε μια στάνη. Τον είδε κι ο βοσκός, κι απορεμένος που έβλεπε άνθρωπο να κυκλοφορή με τέτοιον καιρό στ’ άγρια βουνά, έτρεξε κοντά του, του φίλησε το χέρι και τον έμπασε στη στάνη, να ζεσταθή.

Κι αφού ζεστάθηκε αρκετά, και συνήρθε απ’ την αγωνία και το κρύο, του έδωσε φρέσκο γάλα να πιή κι ένα ξεροκόμματο να κατασιγάση την πείνα του. Τον τουρβά του παπά, τον είχε χάσει στο δρόμο.

Κι όταν συνήρθε για καλά, ευχαρίστησε τον πρόθυμο ποιμένα για τη φιλοξενία του και με τις οδηγίες του, έφτασε στη Φλώρινα, σώος και αβλαβής. Για να συνεχίση το έργο, που τον προώριζε η Θεία Πρόνοια. Την κάθαρση των ψυχών και τη στήλωση των σωμάτων.

Από τότε, έχουν περάσει 25 χρόνια. Κι εξακολουθεί ν’ ανεβαίνη το Γολγοθά του, σηκώνοντας αγόγγυστα το Σταυρό της συκοφαντίας και σκουπίζοντας απ’ το πρόσωπό του τη λάσπη, που του πετάνε κάθε τόσο οι διώκτες του, όπως κι Εκείνον, ψελλίζοντας κάθε φορά: «Θεέ μου, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι !».

ΝΑΣΗΣ ΑΛΕΥΡΑΣ

ΠΕΜΠΤΗ 9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1967

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.