Αυγουστίνος Καντιώτης



Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε ΛΟΥΚΑ (Λουκ. 16,19 – 31). Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε΄ΛΟΥΚΑ

Κατά Λουκάν, κεφάλαιο 16, εδάφια 19-31

++19῎Ανθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς. 20 Πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος. 21 Καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ.
22 Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. 23 Καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν ᾿Αβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. 24 Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ ᾿Αβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. 25 Εἶπε δὲ ᾿Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· 26 Καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. 27 Εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου·28 ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. 29 Λέγει αὐτῷ ᾿Αβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. 30 Ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ ᾿Αβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. 31 Εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

[…] «Ήταν κάποτε», λέγει ο Κύριος, «κάποιος άνθρωπος πλούσιος, που ενώ ζούσε μέσα σε πολλή κακία και αμαρτία, δεν είχε λάβει πείρα καμιάς συμφοράς, αλλά τα πάντα έρρεαν ομαλά και άφθονα γι΄ αυτόν όπως το νερό στις πηγές». Το ότι πράγματι καμία συμφορά δεν του συνέβαινε, ούτε αφορμή για στενοχώρια, ούτε καμία ανωμαλία βιοτική, αυτό ακριβώς ο Κύριος το υπαινίχτηκε με αυτό που είπε ότι «ἦν εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς(:διασκέδαζε και ευφραινόταν σε πλούσια συμπόσια κάθε μέρα με μεγαλοπρέπεια)»[Λουκ.16,19].

Και ότι ζούσε με κακία, γίνεται φανερό και από το τέλος που είχε, αλλά και πριν από το τέλος του από την περιφρόνηση που έδειξε στον φτωχό. Και το ότι δεν ελεούσε όχι μόνο εκείνον που στεκόταν στην πόρτα του, αλλά ούτε και κανένα άλλον, εκείνος ο ίδιος το έδειξε· διότι εάν αυτόν που ήταν διαρκώς ριγμένος μπροστά στην πόρτα του και βρισκόταν μπροστά στα μάτια του κάθε ημέρα, και αναγκαζόταν μια και δύο και πολλές φορές να τον βλέπει εισερχόμενος και εξερχόμενος (καθόσον δεν τον συναντούσε σε καμιά συνοικία, ούτε βρισκόταν σε κρυφό και απόμερο τόπο, αλλά εκεί από όπου συνεχώς έμπαινε και έβγαινε ο πλούσιος και αναγκαζόταν έτσι και χωρίς να το θέλει να τον βλέπει), εάν λοιπόν αυτόν δεν ελέησε, που βρισκόταν κατάκοιτος σε τόσο φοβερό κατάντημα και ζούσε μέσα σε τόσο μεγάλη δυστυχία, ή καλύτερα που ταλαιπωριόταν σε όλη του τη ζωή από αρρώστια, και μάλιστα από πολύ φοβερή αρρώστια, για ποιον που θα τύχαινε να συναντήσει θα συγκινούνταν ποτέ; Διότι κι αν την προηγούμενη ημέρα τον προσπέρασε, την επόμενη φυσικό ήταν κάποια συγκίνηση να αισθανόταν· αλλά εάν και κατ΄ αυτήν αδιαφόρησε, έπρεπε την τρίτη ή την τέταρτη ή την επόμενη οπωσδήποτε να λύγιζε συγκινούμενος , ακόμα κι αν ήταν αγριότερος από τα θηρία.
Όμως δεν αισθάνθηκε τίποτα παρόμοιο· […] πολλές φορές την ημέρα ο πλούσιος τον έβλεπε να είναι εκεί κατάκοιτος και σιωπηλός, και αυτό ήταν αρκετό να μαλακώσει ακόμη και κάποιον με πέτρινη καρδιά· διότι πολλές φορές, όταν μας ενοχλούν θυμώνουμε, όταν όμως δούμε αυτούς που χρειάζονται την βοήθειά μας να στέκονται σιωπηλοί και να μη λένε τίποτα, αλλά παρά το ότι πάντοτε δεν πετυχαίνουν, όμως δεν παραπονούνται, επειδή όμως δεν μας δυσαρεστούν, αλλά στέκονται μόνο σιωπηλοί μπροστά μας, κι αν ακόμα είμαστε πιο αναίσθητοι κι από τις πέτρες, κατασυγκινούμαστε, αισθανόμενοι ντροπή για τη μεγάλη τους επιείκεια και πραότητα. Αλλά και κάτι άλλο όχι μικρότερο από αυτά ήταν, το ότι και η εμφάνιση του φτωχού Λαζάρου ήταν ελεεινή, εξαιτίας της πείνας και της μακροχρόνιας αρρώστιας. Και όμως τίποτε από αυτά δεν ημέρωσε και δε μαλάκωσε εκείνον τον ανήμερο.
Πρώτη λοιπόν κακία είναι αυτή, η σκληρότητα και απανθρωπιά που δεν υπάρχει μεγαλύτερη· διότι δεν είναι το ίδιο, το να μη βοηθάς αυτούς που έχουν ανάγκη επειδή είσαι φτωχός, και το να αδιαφορείς για τους άλλους που λιώνουν εξαιτίας της πείνας, τη στιγμή που απολαμβάνεις τόση πολυτέλεια. Και δεν είναι το ίδιο το να προσπεράσεις τον φτωχό που τον είδες μια ή δυο φορές, με το να τον βλέπεις κάθε ημέρα και να μην σε διεγείρει σε συμπάθεια και φιλανθρωπία το αδιάκοπο αυτό θέαμα. Επίσης, δεν είναι το ίδιο το να μη βοηθάς τους πλησίον, όταν εσύ βρίσκεσαι μέσα στις συμφορές και στις θλίψεις και σε κακή ψυχική διάθεση, με το να προσπερνάς τους άλλους που λιώνουν από την πείνα, τη στιγμή που απολαμβάνεις τόση ευφροσύνη και αδιάκοπη καλοπέραση, και να κλείνεις τα σπλάχνα σου και να μη γίνεσαι περισσότερο φιλάνθρωπος ούτε εξαιτίας αυτής της χαράς από την καλοπέραση· διότι ασφαλώς το γνωρίζετε αυτό, ότι κι αν ακόμη είμαστε αγριότεροι από όλους, έχουμε πλασθεί από τη φύση μας να γινόμαστε ημερότεροι και αγαθότεροι όταν ζούμε μέσα σε καλοπέραση. Όμως εκείνος ο πλούσιος της παραβολής ούτε εξαιτίας της υπερβολικής καλοπέρασής του έγινε καλύτερος αλλά παρέμενε άγριος σαν θηρίο, ή ,καλύτερα, και κάθε θηρίου μάλλον την αγριότητα και την απανθρωπιά ξεπέρασε με τους τρόπους του. Και όμως, αυτός που ζούσε με κακία και απανθρωπιά απόλαυσε κάθε ευτυχία, ενώ ο δίκαιος, αν και φρόντιζε για την αρετή, ζούσε μέσα στα πιο φοβερά βάσανα.
Το ότι πράγματι ο Λάζαρος ήταν δίκαιος, το έδειξε και εδώ πάλι το τέλος του, και πριν από το τέλος η υπομονή με την οποία αντιμετώπισε τη φτώχειά του. Δεν νομίζετε, αλήθεια, ότι τα βλέπετε μπροστά σας τα πράγματα; Το πλοίο για τον πλούσιο ήταν γεμάτο από εμπόρευμα και έπλεε με ευνοϊκό άνεμο. Αλλά μη θαυμάσετε· γιατί βιαζόταν να ναυαγήσει, επειδή δεν θέλησε να διαθέσει το εμπόρευμα με σύνεση. Θέλεις να σου πω κι άλλη κακία του; Το ότι κάθε μέρα διασκέδαζε αδιάντροπα.
[…] Ο πλούσιος λοιπόν ζούσε μέσα σε τόση κακία και κάθε ημέρα διασκέδαζε και ντυνόταν με λαμπρά ενδύματα, ανάβοντας φοβερότερη κόλαση για τον εαυτό του και κάνοντας μεγαλύτερη για τον εαυτό του τη φωτιά και απαρηγόρητη την καταδίκη και ασυγχώρητη την τιμωρία. Αντίθετα ο φτωχός ήταν ριγμένος μπροστά στην πόρτα του και ούτε απελπίστηκε, ούτε βλασφήμησε, ούτε αγανάκτησε· δεν είπε στον εαυτό του, αυτό που λένε πολλοί: «Τι άραγε σημαίνει αυτό; Αυτός που ζει με την κακία και τη σκληρότητα και την απανθρωπιά τα απολαμβάνει όλα περισσότερο από ό,τι πρέπει, και ούτε λύπη υπομένει, ούτε κανένα άλλο ξαφνικό κακό από τα πολλά που συμβαίνουν στους ανθρώπους, αλλά και την ηδονή καθαρή την απολαμβάνει· ενώ εγώ δεν μπορώ να απολαύσω ούτε την απαραίτητη τροφή. Σε αυτόν, ενώ δαπανά όλα τα υπάρχοντά του σε παρασίτους και σε κόλακες και στη μέθη, του τρέχουν όλα άφθονα σαν από πηγές, ενώ εγώ, που λιώνω από την πείνα, γίνομαι παράδειγμα σε όσους με βλέπουν και ντροπή και περίγελως. Άραγε αυτά είναι έργα πρόνοιας; Άραγε επιβλέπει κάποια δικαιοσύνη τα ανθρώπινα πράγματα;». Τίποτε από αυτά δεν είπε, ούτε σκέφθηκε. Από πού φαίνεται αυτό; Από το ότι οι άγγελοι τον οδήγησαν ως τιμητική συνοδεία και τον αποκατέστησαν στην αγκαλιά του Αβραάμ· αν όμως ήταν βλάσφημος δεν θα απολάμβανε τόση τιμή. Και οι πολλοί βέβαια γι’ αυτό μόνο θαυμάζουν τον άνθρωπο, διότι ήταν φτωχός· εγώ όμως σας δείχνω ότι υπέμεινε εννέα στον αριθμό δοκιμασίες, όχι για να τιμωρείται, αλλά για να γίνεται λαμπρότερος, πράγμα βέβαια που και έγινε.
Πραγματικά είναι φοβερό πράγμα και η φτώχεια, και το γνωρίζουν όσοι την έχουν δοκιμάσει· διότι κανένας λόγος δεν θα μπορέσει να παραστήσει τον πόνο που υπομένουν αυτοί που ζουν στη φτώχεια και δεν γνωρίζουν να αντιμετωπίζουν την κατάσταση με φιλοσοφική διάθεση. Στην περίπτωση όμως του Λαζάρου δεν ήταν αυτό μόνο το φοβερό, αλλά και την αρρώστια είχε αναπόσπαστο σύντροφο και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Και πρόσεχε πώς δείχνει ότι κάθε μία από τις συμφορές είχε φθάσει στο έπακρο. Και το ότι η φτώχεια του Λαζάρου ξεπέρασε κάθε φτώχεια, το έδειξε λέγοντας ότι «ἦν ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου (:προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου)»[Λουκ.16,21]· το ότι όμως και η αρρώστια είχε φθάσει στο ίδιο μέτρο με την φτώχεια, πέρα από το οποίο δεν ήταν δυνατό να επεκταθεί, και αυτό πάλι ο Κύριος το φανέρωσε λέγοντας ότι «οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ(:τα σκυλιά έγλυφαν τις πληγές του)».
Τόσο πολύ εξασθενημένος ήταν, ώστε να μην μπορεί ούτε τα σκυλιά να απομακρύνει, αλλά ήταν ξαπλωμένος, ζωντανός νεκρός, και ενώ τα έβλεπε να έρχονται εναντίον του, όμως δεν είχε τη δύναμη να αμυνθεί. Σε τέτοια αδυναμία βρίσκονταν τα μέλη του, τόσο πολύ είχε φθαρεί από την αρρώστια, τόσο είχε καταβληθεί από τη δοκιμασία. Είδες πόσο πολύ του πολιορκούσαν το σώμα και η φτώχεια και η αρρώστια; Αλλά εάν το καθένα από αυτά και μόνο του είναι φοβερό και αβάσταχτο, πώς δεν ήταν διαμάντι, αυτός που τα υπέμενε ενωμένα μαζί και τα δύο;
Πολλοί πολλές φορές κάποιοι άνθρωποι ασθενούν, αλλά δεν στερούνται την αναγκαία τροφή· άλλοι ζουν βέβαια στη χειρότερη φτώχεια, αλλά είναι υγιείς, και το ένα γίνεται παρηγοριά του άλλου· ενώ εδώ και τα δύο αυτά είχαν συντρέξει. Αλλά ίσως έχεις να μου αναφέρεις κάποιον, που βρίσκεται μέσα στη φτώχεια και την αρρώστια. Όμως όχι σε τόση μεγάλη ερημιά· διότι, και εάν ακόμη δεν μπορεί να βοηθηθεί ούτε από τον εαυτό του, ούτε από τους δικούς του, όμως μπορεί να ελεηθεί απ’ αυτούς που τον βλέπουν να βρίσκεται ανάμεσά τους· αλλά σε αυτόν τα δεινά που προαναφέραμε τα έκανε να γίνονται βαρύτερα η αδιαφορία εκείνων που τον έβλεπαν· και αυτήν πάλι την έκανε να φαίνεται βαρύτερη το ότι βρισκόταν μπροστά στην πόρτα του πλουσίου. Εάν δηλαδή αυτά τα πάθαινε βρισκόμενος στην έρημο και σε ακατοίκητο τόπο και δεν τον πρόσεχε κανείς, δεν θα πονούσε τόσο· διότι το να μην υπάρχει κανείς, θα τον έπειθε να υπομένει και χωρίς τη θέλησή του αυτά που του συνέβαιναν· το να βρίσκεται όμως ανάμεσα σε τόσους που μεθούσαν, που ευημερούσαν, και να μην βρίσκει από κανέναν ούτε την παραμικρή φροντίδα, αυτό τον έκανε να αισθάνεται πιο δυνατούς τους πόνους και του άναβε περισσότερο τη στενοχώρια· διότι εκ φύσεως μας πληγώνουν οι συμφορές, όχι τόσο όταν δεν υπάρχουν εκείνοι που θα μας βοηθήσουν, όσο όταν υπάρχουν, αλλά δεν θέλουν να απλώσουν το χέρι τους, πράγμα βέβαια που και εκείνος τότε πάθαινε. Πράγματι κανείς δεν υπήρχε να τον παρηγορήσει με λόγια, να τον βοηθήσει με έργα, ούτε φίλος, ούτε γείτονας, ούτε συγγενής, ούτε κανείς από όσους τον έβλεπαν μέσα από όλο το διεφθαρμένο σπίτι του πλουσίου.
Επιπλέον, κοντά σε αυτά, του προξενούσε κι άλλη οδύνη και το ότι έβλεπε άλλον να ευτυχεί· όχι διότι ήταν ζηλιάρης και κακός, αλλά επειδή εκ φύσεως όλοι μας, όταν οι άλλοι ευημερούν, αισθανόμαστε περισσότερο τις δικές μας συμφορές. Επιπλέον στην περίπτωση του πλουσίου υπήρχε και κάτι άλλο, που μπορούσε να τον πληγώνει· διότι όχι μόνο, συγκρίνοντας τη δυστυχία του με δικές του ευτυχίες, αισθανόταν μεγαλύτερες τις δικές του συμφορές, αλλά κι όταν σκεφτόταν ότι ο πλούσιος, αν και ζει με σκληρότητα και απανθρωπιά, όλα του έρχονται ευνοϊκά, ενώ αυτός, αν και ζει με αρετή και καλοσύνη, υποφέρει τα πάνδεινα· και εξαιτίας αυτού πάλι υπέμεινε απαρηγόρητα τη λύπη· διότι, εάν ήταν δίκαιος, αν ήταν επιεικής, αν ήταν αξιοθαύμαστος ο πλούσιος άνθρωπος, εάν ήταν γεμάτος από κάθε αρετή, δεν θα τον λυπούσε· τώρα όμως και στην κακία ζούσε, και είχε φθάσει στον ύψιστο βαθμό της κακίας, και τόση μεγάλη απανθρωπιά έδειχνε και έκανε ό,τι κάνουν οι ίδιοι οι εχθροί, και σαν να ήταν πέτρα, με αδιαντροπιά και ασπλαχνία τον προσπερνούσε, και μετά απ’ όλα αυτά απολάμβανε τόση μεγάλη ευημερία.
Σκέψου πως φυσικό ήταν αυτός ο άνθρωπος να πνίγει την ψυχή του φτωχού σαν μέσα σε αλλεπάλληλα κύματα· σκέψου τον Λάζαρο ποιος φυσικό ήταν να είναι, βλέποντας τους παρασίτους, τους κόλακες και τους υπηρέτες να ανεβαίνουν, να κατεβαίνουν , να βγαίνουν, να μπαίνουν, να τρέχουν βιαστικά, να θορυβούν, να μεθούν, να πηδούν και να παρουσιάζουν κάθε άλλη ασέλγεια. Σαν να ήλθε δηλαδή γι’ αυτό στον κόσμο, για να βλέπει των άλλων τα αγαθά, έτσι ήταν ριγμένος στην εξώπορτα, ζώντας τόσο, όσο για να αισθάνεται μόνο τις συμφορές του, για να υπομένει το ναυάγιο μέσα σε λιμάνι, και να υποφέρει η ψυχή του από φοβερότατη δίψα δίπλα στην πηγή.
Να αναφέρω μαζί με αυτά και ένα άλλο κακό; Δεν είχε να δει έναν άλλο Λάζαρο. Εμείς δηλαδή κι αν ακόμη πάθουμε μύρια κακά, όμως μπορούμε βλέποντας εκείνον να πάρουμε αρκετή παρηγοριά και να νιώσουμε μεγάλη ανακούφιση· διότι το να βρίσκεις μετόχους στις συμφορές σου ή στα ζητήματά σου ή στις διηγήσεις σου, αυτό δίνει πολλή παρηγοριά σε όσους πονούν. Ενώ εκείνος δεν είχε να δει κανέναν άλλον που να υπέφερε τα ίδια με αυτόν· ή καλύτερα ούτε είχε ακούσει ότι κάποιος από τους προγόνους του είχε τόσα πολλά υποφέρει. Και αυτό ήταν ικανό να του σκοτώσει την ψυχή.
Μπορώ μαζί με αυτά και κάτι άλλο να πω, ότι δεν μπορούσε να έχει καμία πίστη για την ανάσταση, αλλά νόμιζε ότι τα παρόντα πράγματα περιορίζονται μόνο σε αυτή τη ζωή· διότι ζούσε πριν από τη χάρη. Εάν τώρα σε εμάς, μετά από τόση γνώση του Θεού, τις αγαθές ελπίδες της αναστάσεως, τις τιμωρίες που περιμένουν εκεί τους αμαρτωλούς και τα αγαθά που έχουν ετοιμαστεί για όσους πράττουν το καλό, υπάρχουν μερικοί που δείχνουν τόση μικροψυχία και ζουν τόσο άθλια, ώστε ούτε με αυτές τις προσδοκίες να μην γίνονται καλύτεροι, τι ήταν φυσικό να πάθει εκείνος, που ήταν στερημένος και αυτήν την άγκυρα; Διότι εκείνος καμία τέτοια πίστη δεν μπορούσε να έχει τότε, αφού δεν υπήρχαν ακόμη αυτά τα διδάγματα.
Και μαζί με αυτά υπήρχε και κάτι άλλο, το ότι και η υπόληψή του είχε προσβληθεί από τους ανόητους ανθρώπους. Πράγματι συνηθίζουν οι πολλοί, όταν δουν κάποιους να ζουν μέσα στην πείνα και σε συνεχή αρρώστια και στα χειρότερα κακά, να μην έχουν καλή γνώμη γι΄ αυτούς, αλλά από τη συμφορά να κρίνουν και για τη ζωή τους, και να πιστεύουν ότι εξαιτίας της κακίας τους ταλαιπωρούνται έτσι· και πολλά άλλα τέτοια λένε μεταξύ τους, ανόητα βέβαια, όμως τα λένε· ότι δηλαδή αυτός, εάν ήταν φίλος του Θεού, δεν θα τον άφηνε να ταλαιπωρείται στη φτώχεια και στις άλλες συμφορές.[…]
Κι όμως, αν και ήταν τόσο μεγάλα τα κύματα και χτυπούσαν το ένα μετά το άλλο, δεν βυθίστηκε το σκάφος· και ενώ βρισκόταν ο Λάζαρος μέσα σε καμίνι, σαν να απολάμβανε δροσιά ατέλειωτη, τα αντιμετώπιζε όλα με φιλοσοφικότητα και καρτερικότητα, ούτε και είπε στον εαυτό του κάτι τέτοιο, που συνήθως λένε οι πολλοί, ότι δηλαδή : «αυτός ο πλούσιος, αν κατακριθεί και τιμωρηθεί, όταν πεθάνει, θα είναι ίσα και ίσα· αν όμως και εκεί απολαύσει τις ίδιες τιμές, τότε και τις δύο φορές δεν θα πάθει τίποτε».
Πες μου τι λες, εάν τιμωρείται ο πλούσιος εκεί, όταν πεθάνει θα είναι ίσα κι ίσα με τον φτωχό; Και πώς θα μπορούσε αυτό να δικαιολογηθεί; Διότι πόσα χρόνια θέλεις να υπολογίσουμε, ότι θα απολαμβάνει τα πλούτη του εδώ; Θέλεις να πούμε εκατό; Εγώ όμως λέγω και διακόσια και τριακόσια και δύο φορές τόσα και, εάν θέλεις και χίλια, πράγμα αδύνατο· διότι όπως λέγει ο Ψαλμωδός: «Αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν ἡμῶν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἔτη, ἐὰν δὲ ἐν δυναστείαις, ὀγδοήκοντα ἔτη(:Όλες οι ημέρες των ετών της ζωής μας ανέρχονται περίπου σε εβδομήντα έτη. Εάν πάλι κανείς έχει ισχυρή κράση μπορεί να φτάσει στα ογδόντα έτη)»[Ψαλμ.89,10]. Πλην όμως ας υποθέσουμε και χίλια. Μήπως έχεις, πες μου, να μου δείξεις εδώ ζωή χωρίς τέλος και χωρίς τέρμα, όπως είναι η ζωή των δικαίων εκεί; Εάν λοιπόν κάποιος, πες μου, σε διάστημα εκατό ετών, είδε μία νύχτα ένα όνειρο ευχάριστο και ένιωσε μεγάλη ηδονή στον ύπνο του, εάν βασανιζόταν εκατό χρόνια, θα μπορούσε να πει άραγε γι’ αυτό, ότι είναι ίσα κι ίσα και να θεωρήσει ισάξια τη μία εκείνη νύχτα των ονείρων με τα εκατό έτη; Δεν μπορεί να το πει.
Αυτό λοιπόν να σκέπτεσαι και για τη μέλλουσα ζωή. Διότι αυτό που είναι το ένα όνειρο μπροστά στα εκατό έτη, αυτό είναι η παρούσα ζωή μπροστά στη μέλλουσα ζωή· ή καλύτερα και πολύ περισσότερο· όσο είναι μία μικρή σταγόνα μπροστά στο άπειρο πέλαγος, τόσο είναι τα χίλια έτη μπροστά σε εκείνη τη μέλλουσα δόξα και απόλαυση. Και τι περισσότερο δηλαδή θα μπορούσε να πει κανείς, από το ότι δεν έχει τέρμα και δεν γνωρίζει τέλος και όσο απέχουν τα όνειρα από την αλήθεια των πραγμάτων, τόση είναι η διαφορά της καταστάσεως αυτού του κόσμου και του άλλου;
Εξάλλου και πριν από την εκεί τιμωρία, όσοι ζουν με κακία και μέσα στην αμαρτία, τιμωρούνται εδώ. Μη μου πεις δηλαδή απλώς αυτόν που απολαμβάνει το πλούσιο τραπέζι, και ντύνεται με μεταξωτά ενδύματα, και φέρνει μαζί του αμέτρητους δούλους και βαδίζει με υπερηφάνεια στην αγορά· αλλά παρουσίασε μου τη συνείδησή του και θα δεις μέσα του μεγάλη ταραχή εξαιτίας των αμαρτιών του, διαρκή φόβο, χειμώνα, τρικυμία, σαν να βρίσκεται σε δικαστήριο και ο νους ανέβηκε στον βασιλικό θρόνο της συνειδήσεως, και σαν να είναι κάποιος δικαστής κάθεται και παρουσιάζει τους λογισμούς ως δημίους, και κρεμώντας τη διάνοια και ξεσχίζοντάς την για τις αμαρτίες φωνάζει δυνατά, χωρίς να το γνωρίζει κανείς, παρά μόνο ο Θεός που τα γνωρίζει καλά όλα.
Και ο μοιχός επίσης, και αν ακόμη είναι μύριες φορές πλούσιος, κι αν ακόμη δεν έχει κανένα να τον κατηγορεί, δεν παύει ενδόμυχα να κατηγορεί τον εαυτό του. Και η ηδονή βέβαια είναι πρόσκαιρη, η οδύνη όμως διαρκής. Από παντού φόβος και τρόμος, υποψία και αγωνία· φοβάται τα στενά, τρέμει τις ίδιες τις σκιές, τους υπηρέτες του, εκείνους που τον ξέρουν, εκείνους που δεν τον ξέρουν, την ίδια την αδικημένη, τον άνδρα που έχει προσβάλει· περιφέρεται φέρνοντας μαζί του σαν πικρό κατήγορο τη συνείδησή του, καταδικάζοντας ο ίδιος τον εαυτό του, και μη μπορώντας ούτε για λίγο να αναπνεύσει· διότι και στο κρεβάτι και στο τραπέζι και στην αγορά και στο σπίτι και την ημέρα και τη νύχτα και σε αυτά τα όνειρά του πολλές φορές βλέπει τα είδωλα της αμαρτίας και ζει τη ζωή του Κάιν, στενάζει και τρέμει επάνω στη γη, και χωρίς να το γνωρίζει κανείς[βλ. Γέν. κεφ.4], έχει συγκεντρωμένη μέσα του τη φωτιά για πάντα.
Αυτό παθαίνουν και οι άρπαγες και οι πλεονέκτες, αυτό και οι μέθυσοι και γενικά και ο καθένας από αυτούς που ζουν μέσα στις αμαρτίες· διότι είναι αδύνατο εκείνο το δικαστήριο να διαφθαρεί, αλλά και αν ακόμη δεν ασκούμε την αρετή, όμως υποφέρουμε, επειδή δεν την ασκούμε, και αν πράττουμε το κακό, όμως όταν σταματήσει η ηδονή της αμαρτίας, αισθανόμαστε τον πόνο.
Ας μη λέμε λοιπόν ότι είναι ίσα αυτά που απολαμβάνουν οι πλούσιοι και κακοί εδώ, με εκείνα που απολαμβάνουν οι δίκαιοι εκεί, αλλά ότι είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα· διότι στους δικαίους και τα εδώ και τα εκεί προσφέρουν μεγάλη ευχαρίστηση· ενώ οι κακοί και πλεονέκτες και εδώ και εκεί τιμωρούνται· διότι και εδώ τιμωρούνται με την αναμονή της εκεί τιμωρίας και με την πονηρή υποψία όλων, και εξαιτίας της ίδιας της αμαρτίας και της διαφθοράς της ψυχής τους· και μετά την αποδημία τους από εδώ θα υπομείνουν αφόρητες τιμωρίες. Οι δίκαιοι πάλι, κι αν ακόμη εδώ υποφέρουν μύρια δεινά, όμως τρέφονται με καλές ελπίδες, έχοντας ηδονή καθαρή, σίγουρη και σταθερή, κα ύστερα από αυτά θα τους έλθουν τα μύρια αγαθά, όπως ακριβώς και στον Λάζαρο.
Μη μου πεις δηλαδή ότι ο Λάζαρος ήταν γεμάτος πληγές, αλλά αυτό να προσέχεις, το ότι είχε μέσα του ψυχή πολυτιμότερη από κάθε χρυσάφι· ή καλύτερα όχι μόνο την ψυχή, αλλά και το σώμα του· διότι αρετή του σώματος δεν είναι η πολυσαρκία και η ευρωστία, αλλά το να αντέχει τόσα πολλά και τέτοιου είδους βάσανα. Καθόσον δεν είναι αποκρουστικός εκείνος που έχει τέτοια τραύματα στο σώμα, αλλά εκείνος που, ενώ έχει πάρα πολλές πληγές στην ψυχή του, δεν ενδιαφέρεται καθόλου γι’ αυτές, όπως ήταν εκείνος ο πλούσιος που το εσωτερικό του ήταν γεμάτο πληγές. Και όπως τα σκυλιά έγλυφαν τα τραύματα του φτωχού Λαζάρου, έτσι και οι δαίμονες τα αμαρτήματα του άσπλαχνου πλούσιου· και όπως αυτός ζούσε στερημένος από τροφή, έτσι εκείνος ζούσε στερημένος από κάθε αρετή.
Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά, ας τα φιλοσοφούμε, κι ας μην λέμε, ότι «εάν τον τάδε τον αγαπούσε ο Θεός, δεν θα τον άφηνε να γίνει φτωχός». Καθόσον αυτό ακριβώς είναι απόδειξη μεγάλης αγάπης· διότι «ὃν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται(:διότι εκείνον που αγαπά ο Κύριος, τον παιδαγωγεί με θλίψεις και μαστιγώνει με δοκιμασίες καθέναν που τον δέχεται κοντά Του σαν δικό Του παιδί)» [Εβρ. 12,6]. Και πάλι· «Τέκνον, εἰ προσέρχῃ δουλεύειν Κυρίῳ Θεῷ, ἑτοίμασον τὴν ψυχήν σου εἰς πειρασμόν, εὔθυνον τὴν καρδίαν σου καὶ καρτέρησον (:Παιδί μου, εάν προσέρχεσαι να υπηρετήσεις τον Κύριο, ετοίμασε την ψυχή σου για δοκιμασία, κάνε ευθεία την καρδιά σου και δείξε υπομονή)»[Σοφ.Σειρ.2,1-2]. Ας διώξουμε λοιπόν, αγαπητοί, τις περιττές προλήψεις από τους εαυτούς μας και τα λόγια αυτά του λαού· διότι λέγει «καὶ αἰσχρότης καὶ μωρολογία ἢ εὐτραπελία, τὰ οὐκ ἀνήκοντα, ἀλλὰ μᾶλλον εὐχαριστία(:επίσης δεν αρμόζουν σε σας τους Χριστιανούς και δεν πρέπει να αναφέρονται και ως λέξεις οι αισχρές πράξεις και τα ανόητα φλύαρα λόγια ή τα άπρεπα και βρώμικα αστεία· αντιθέτως, φροντίζετε περισσότερο να λέτε προσευχές ευχαριστίας)»[Εφ.5,4]. Ούτε λοιπόν εμείς οι ίδιοι να τα λέμε, αλλά και αν δούμε άλλους να τα λένε, να τους αποστομώσουμε, να εναντιωθούμε πάρα πολύ, να εμποδίσουμε την αδιάντροπη γλώσσα τους.
Πες μου, εάν δεις κάποιον λήσταρχο να τρέχει στους δρόμους, να στήνει ενέδρα στους περαστικούς, να αρπάζει ό,τι βρίσκει στα χωράφια, να κρύβει μέσα σε σπηλιές και κρυψώνες χρυσό και άργυρο και να συγκεντρώνει εκεί πολλά κοπάδια και ενδύματα και να έχει αποκτήσει και δούλους πολλούς από την επιδρομή εκείνη, άραγε, πες μου, τον μακαρίζεις αυτόν για τον πλούτο του εκείνον ή τον λυπάσαι για την τιμωρία που πρόκειται να λάβει; Αν και βέβαια δεν έχει ακόμα συλληφθεί, ούτε έχει παραδοθεί στα χέρια του δικαστού, ούτε κλείστηκε στη φυλακή, ούτε κατηγορήθηκε, ούτε βγήκε η απόφαση η καταδικαστική, αλλά διασκεδάζει, μεθά, απολαμβάνει πολλή ευημερία· αλλά όμως, δεν τον μακαρίζουμε για τα παρόντα και για όσα βλέπουμε, αλλά τον ταλανίζουμε γι’ αυτά που περιμένουμε να συμβούν στο μέλλον. Αυτό σκέψου και για τους πλούσιους και για τους πλεονέκτες. Είναι σαν κάποιοι ληστές και στήνουν ενέδρες στους δρόμους, ληστεύουν τους περαστικούς και κρύβουν βαθιά μέσα στα σπίτια τους, σαν σε σπήλαια και κρυψώνες, τις περιουσίες των άλλων.
Ας μην τους μακαρίζουμε λοιπόν για τα παρόντα, αλλά ας τους ταλανίζουμε για τα μέλλοντα, για το φοβερό εκείνο δικαστήριο, για τις αναπόφευκτες ευθύνες, για το σκότος το εξώτερο, που πρόκειται να τους δεχτεί. Αν και βέβαια οι ληστές πολλές φορές ξέφυγαν τα ανθρώπινα χέρια· αλλά όμως, έχοντάς το και αυτό υπόψη μας, και για τους εαυτούς μας και για τους άλλους ας μην ευχόμαστε τη ζωή εκείνων και τον καταραμένο πλούτο τους. Στην περίπτωση όμως του Θεού δεν είναι δυνατό να το πει κανείς αυτό, διότι κανείς δεν θα διαφύγει την απόφασή Του, αλλά οπωσδήποτε όλοι όσοι ζουν με πλεονεξίες και αρπαγές θα επισύρουν την τιμωρία Του, εκείνην την αθάνατη και που δεν έχει τέλος, όπως ακριβώς και εκείνος ο πλούσιος.
Όλα αυτά λοιπόν συλλέγοντάς τα ενώπιόν μας, αγαπητοί, ας μην μακαρίζουμε τους πλουσίους, αλλά εκείνους που ζουν ενάρετα· ας μην ταλανίζουμε τους φτωχούς, αλλά εκείνους που ζουν μέσα στην κακία· ας μην προσέχουμε τα παρόντα, αλλά ας έχουμε στραμμένο το βλέμμα μας στα μέλλοντα· ας μην εξετάζουμε την εξωτερική ενδυμασία, αλλά εξετάζοντας του καθενός τη συνείδηση και επιδιώκοντας τη χαρά και την αρετή που προέρχονται από τα κατορθώματα, ας μιμηθούμε τον Λάζαρο και πλούσιοι και φτωχοί· διότι δεν υπέμεινε αυτός έναν και δύο και τρεις μόνο άθλους αρετής, αλλά πολύ περισσότερους, εννοώ τη φτώχεια, την αρρώστια, την αδιαφορία εκείνων που τον έβλεπαν, το ότι υπέμεινε όλα εκείνα τα κακά έξω από το σπίτι εκείνο που μπορούσε όλα αυτά να του τα σβήσει, χωρίς να περιμένει λόγο παρηγοριάς από κανέναν, το ότι έβλεπε τον υπερήφανο εκείνον πλούσιο να απολαμβάνει τόση τρυφή, και όχι μόνο να απολαμβάνει την τρυφή, αλλά και να ζει μέσα στην κακία και να μην παθαίνει κανένα κακό· το ότι δεν είχε να προσβλέψει σε κανένα άλλον Λάζαρο, το ότι δεν μπορούσε να έχει καμία πίστη σε ανάσταση, το ότι είχε, μαζί με τα κακά που έχουμε αναφέρει, κακή υπόληψη από τους πολλούς εξαιτίας των συμφορών εκείνων, το ότι όχι μέχρι δύο και τρεις ημέρες έβλεπε τον εαυτό του σε αυτά τα δεινά, αλλά σε όλη του τη ζωή, και τον πλούσιο στα αντίθετα αυτών.
Ποια λοιπόν απολογία θα έχουμε, εάν αυτός με τόση ανδρεία υπέμεινε όλα μαζί τα δεινά, και εμείς δεν υπομείνουμε ούτε τα μισά από αυτά; Διότι δεν έχεις, δεν έχεις να δείξεις ούτε να αναφέρεις κάποιον άλλον που έχει υποστεί τόσο πολλά και τέτοια κακά. Γι’ αυτό ακριβώς και ο Χριστός τον τοποθέτησε ανάμεσά μας, ώστε και σε οποιαδήποτε δεινά κι αν πέσουμε, βλέποντας σε αυτόν το τόσο υπερβολικό μέγεθος των θλίψεων, να λάβουμε, από τη δική του αρετή και υπομονή, αρκετή παρηγοριά και θάρρος· διότι προβάλλει σαν κοινός διδάσκαλος ολόκληρης της οικουμένης σε αυτούς που υποφέρουν από οποιοδήποτε κακό, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να προσβλέπουν προς αυτόν και νικώντας τους όλους με το υπερβολικό μέγεθος των δικών του συμφορών.
[…] «Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν(:Κάποτε λοιπόν πέθανε ο φτωχός)», λέγει, «καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ (:και οι άγγελοι του Θεού τον μετέφεραν στην αγκαλιά του Αβραάμ, για να βρει ανάπαυση εκεί μέσα στον παράδεισο)» [Λουκά 16,22]. Γίνεται φανερό λοιπόν από την εξεταζόμενη παραβολή ότι οι ψυχές όταν βγουν από το σώμα, δεν μένουν πια εδώ, αλλά αμέσως μεταφέρονται. Και όχι μόνο οι ψυχές των δικαίων, αλλά και οι ψυχές των αμαρτωλών μεταφέρονται εκεί· και αυτό πάλι γίνεται φανερό από έναν άλλον άφρονα πλούσιο, μιας άλλης παραβολής. Επειδή δηλαδή απέδωσαν πλούσια σοδειά τα χωράφια του, είπε μέσα του: «Τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου(:Αυτό θα κάνω: θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω μεγαλύτερες και πιο ευρύχωρες. Και θα μαζέψω εκεί όλη τη σοδειά μου και τα αγαθά μου)»[Λουκά,12,18]. Τίποτα δεν είναι χειρότερο από μια τέτοια γνώμη. Πράγματι γκρέμισε τις αποθήκες του· διότι αποθήκες ασφαλισμένες δεν είναι οι τοίχοι, αλλά τα στομάχια των φτωχών· ενώ ο πλούσιος άφησε εκείνες τις αποθήκες και φρόντιζε για τους τοίχους.
Τι λοιπόν του λέγει ο Θεός; «Ἂφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;(:Άμυαλε και ανόητε άνθρωπε, που στήριξες την ευτυχία σου μόνο στις απολαύσεις της κοιλιάς και νόμισε ότι η μακροζωία σου εξαρτιόταν από τα πλούτη σου και όχι από μένα· τη νύχτα αυτή, που εδώ και πολύ καιρό ονειρευόσουν ως νύχτα ευτυχίας και νόμιζες ότι θα άρχιζε από εδώ και πέρα η αναπαυτική και απολαυστική ζωή σου, οι φοβεροί δαίμονες απαιτούν να πάρουν την ψυχή σου. Σε λίγο θα πεθάνεις. Αυτά λοιπόν που ετοίμασες και αποθήκευσες σε ποιον θα ανήκουν και σε ποιους κληρονόμους θα περιέλθουν;)»[Λουκ.12,20].
Και πρόσεχε ότι στην περίπτωση του Λαζάρου λέγει ότι μεταφέρθηκε από τους αγγέλους, ενώ στην περίπτωση του άφρονος πλουσίου λέγει «απαιτούν» και τον ένα τον πήραν σαν αιχμάλωτο, ενώ τον άλλο τον περιστοίχιζαν σαν νικητή. Τον Λάζαρο άγγελοι τον μεταφέρουν, ενώ την ψυχή του άφρονος πλουσίου την απαιτούσαν κάποιες φοβερές δυνάμεις, ίσως σταλμένες γι΄αυτόν τον σκοπό· διότι δεν αναχωρεί προς εκείνην τη ζωή μόνη της η ψυχή, επειδή δεν είναι δυνατό· διότι εάν όταν μεταβαίνουμε από πόλη σε πόλη, έχουμε ανάγκη από οδηγό, πολύ περισσότερο η ψυχή όταν αποσπαστεί από το σώμα και μεταφέρεται προς την μέλλουσα ζωή, έχει ανάγκη από οδηγούς.
Γι΄αυτό πολλές φορές ανεβαίνει προς τα επάνω και προχωρεί πάλι προς το βάθος και φοβάται και φρίττει, όταν πρόκειται να αποχωρισθεί από το σώμα· διότι πάντα μας κεντρίζει η συνείδηση για τις αμαρτίες μας, πολύ περισσότερο όμως κατά την ώρα εκείνη, όταν πρόκειται να μεταφερθούμε από εδώ εκεί για να λογοδοτήσουμε στο φοβερό δικαστήριο. Για τον λόγο αυτό πρέπει συνεχώς να ετοιμαζόμαστε από εδώ, για την έξοδό μας προς τα εκεί· διότι τι θα συμβεί εάν αποφασίσει ο Κύριος να μας καλέσει απόψε; Τι αν αύριο; Είναι άγνωστο το μέλλον, γι’ αυτό πρέπει να αγωνιζόμαστε διαρκώς και να είμαστε έτοιμοι για το ταξίδι εκείνο, όπως ακριβώς ο Λάζαρος αυτός διαρκώς υπέμενε και καρτερούσε· γι΄αυτό και με τόση τιμή τον οδηγούσαν.
Όμως πέθανε και ο πλούσιος και ε νταφιάστηκε, σαν να ήταν καταχωνιασμένη η ψυχή του μέσα στο σώμα του, όπως σε μνήμα, και περιέφερε σαν τάφο μαζί της τη σάρκα· διότι δεμένος σαν με κάποια αλυσίδα με τη μέθη και τη γαστριμαργία, έτσι είχε κάνει άπρακτη και νεκρή την ψυχή. Μην προσπεράσεις, αγαπητέ, έτσι απλώς το «ἐτάφη», αλλά σκέψου εδώ, σε παρακαλώ, τα τραπέζια τα επαργυρωμένα, τα κρεβάτια, τους τάπητες, τα σκεπάσματα, όλα τα άλλα του σπιτιού, τα μύρα, τα αρώματα, το άφθονο καθαρό κρασί, τις ποικιλίες των φαγητών, τα καρυκεύματα, τους μαγείρους, τους κόλακες, τους σωματοφύλακες, τους υπηρέτες, όλη την άλλη πολυτέλεια κατασβησμένη και καταμαραμένη. Όλα στάχτη, όλα τέφρα και σκόνη, θρήνοι και οδυρμοί, χωρίς να μπορεί κανείς να βοηθήσει, ούτε να επαναφέρει την ψυχή που έφυγε. Τότε φάνηκε η δύναμη του χρυσού και της πολλής περιουσίας.
Πράγματι μέσα από την τόση μεγάλη περιποίηση αναχωρούσε γυμνός και μόνος, χωρίς να μπορεί να μεταφέρει μαζί του τίποτε από τον τόσο πλούτο, αλλά έφευγε έρημος και απροστάτευτος. Κανείς από όσους τον υπηρέτησαν, κανείς απ’ όσους τον βοήθησαν δεν ήταν παρών, για να τον γλυτώσουν από την κόλαση και την τιμωρία, αλλά αφού αποσπάσθηκε από όλους εκείνους, τον μετέφεραν μόνο για να υπομείνει τις αφόρητες τιμωρίες. Αλήθεια, «πᾶσα σάρξ χόρτος, καὶ πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου· ἐξηράνθη ὁ χόρτος, καὶ τὸ ἄνθος ἐξέπεσε, τὸ δὲ ῥῆμα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μένει εἰς τὸν αἰῶνα(:κάθε άνθρωπος είναι σαν το χόρτο και κάθε δόξα του ανθρώπου σαν το άνθος του χόρτου. Ξεράθηκε το χόρτο και το άνθος του έπεσε· ο λόγος όμως του Κυρίου θα μένει στον αιώνα)»[Ησαΐας 40,6-8].Ήλθε ο θάνατος και όλα εκείνα τα έσβησε· και παίρνοντάς τον σαν αιχμάλωτο, έτσι τον οδήγησε σκυμμένο κάτω, γεμάτο ντροπή, χωρίς παρρησία, να τρέμει, να φοβάται, σαν να απήλαυσε όλη εκείνη την τρυφή στα όνειρά του· και μετά ο πλούσιος γινόταν ικέτης του φτωχού, και είχε ανάγκη από το τραπέζι εκείνου, που άλλοτε πεινούσε και ήταν μπροστά στα στόματα των σκυλιών· και τα πράγματα άλλαξαν και έμαθαν όλοι, ποιος ήταν ο πλούσιος και ποιος ήταν ο φτωχός και ότι ο Λάζαρος ήταν πιο πλούσιος απ’ όλους, ενώ αυτός πιο φτωχός απ΄ όλους.
[…] Πολλές φορές κάποιος από τους εδώ πλουσίους βρέθηκε εκεί να είναι φτωχότερος όλων, όπως ακριβώς και αυτός ο πλούσιος· διότι, όταν τον κατέλαβε το βράδυ, δηλαδή ο θάνατος, και βγήκε από το θέατρο της παρούσας ζωής, και έβγαλε το προσωπείο και φάνηκε εκεί ότι είναι φτωχότερος όλων, και τόσο φτωχός, ώστε να μην έχει ούτε μια σταγόνα νερό, αλλά γι’ αυτήν να παρακαλεί επίμονα, χωρίς να εκπληρώνεται ούτε αυτή η αίτησή του. Ποια φτώχεια θα ήταν χειρότερη απ’ αυτήν; Και άκουε πώς· διότι λέγει: «Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ(:Αυτός λοιπόν που στη γη τα είχε όλα και δεν παρακαλούσε κανένα να τον βοηθήσει, φώναξε τώρα και είπε: ‘’Πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με. Λυπήσου με και στείλε τον Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δακτύλου του και να δροσίσει τη γλώσσα μου, διότι βασανίζομαι και υποφέρω μέσα σε αυτή τη φωτιά’’)»[Λουκ. 16,24]. Βλέπεις πόση είναι η θλίψη του; Όταν ήταν κοντά του, τον προσπερνούσε, και τώρα που είναι μακριά του τον καλεί· αυτόν που πολλές φορές, μπαίνοντας και βγαίνοντας δεν τον έβλεπε, αυτό τώρα που είναι μακριά, τον βλέπει με πολύ πόθο.
Και για ποιο λόγο τον βλέπει; Ίσως πολλές φορές είπε αυτός ο πλούσιος: «Τι μου χρειάζεται η ευλάβεια και η αρετή; Όλα για μένα είναι σαν να τρέχουν από πηγές· απολαμβάνω μεγάλη αφθονία αγαθών, πολλή ευτυχία, δεν υποφέρω καμιά δυστυχία· για ποιο λόγο να ασκήσω την αρετή; Αυτός ο φτωχός που ζει με δικαιοσύνη και ευσέβεια υποφέρει μύρια βάσανα». Αυτά βέβαια πολλοί πολλές φορές και τώρα τα λένε. Για να ξεριζωθούν λοιπόν αυτές οι κακές σκέψεις, του δείχνει ότι και για την κακία υπάρχει τιμωρία, και τιμή και στέφανος για τους κόπους υπέρ της ευσεβείας. Και δεν τον είδε μόνο γι’ αυτό, αλλά για να πάθει και ο πλούσιος τώρα, σε μεγαλύτερο βαθμό, εκείνο ακριβώς που έπαθε και ο φτωχός·διότι, όπως ακριβώς σε εκείνον έκανε φοβερότερη την τιμωρία τώρα, το να βρίσκεται στην κόλαση και να βλέπει την ευτυχία του Λαζάρου, ώστε να έχει πιο αφόρητη την τιμωρία, όχι μόνο εξαιτίας του είδους των βασάνων, αλλά και εξαιτίας της τιμής που αξιώθηκε εκείνος.
Και όπως, όταν έδιωξε ο Θεός τον Αδάμ από τον παράδεισο, του παρήγγειλε να κατοικεί απέναντι από τον παράδεισο, για να του ανανεώνει τη λύπη η αδιάκοπη θέα και να του δίνει με μεγαλύτερη ακρίβεια την αίσθηση των αγαθών που έχασε, έτσι λοιπόν κι αυτόν τον έβαλε να κατοικεί απέναντι από τον Λάζαρο, για να δει από ποια αγαθά στέρησε τον εαυτό του. «Σου έστειλα», λέγει, «μπροστά στην πόρτα σου τον φτωχό Λάζαρο, για να σου γίνει διδάσκαλος της αρετής και αφορμή για φιλανθρωπία· περιφρόνησες το κέρδος, δεν θέλησες να χρησιμοποιήσεις όπως έπρεπε την αφορμή αυτή της σωτηρίας· θα σου χρησιμεύσει λοιπόν τώρα ως αφορμή μεγαλύτερης κολάσεως και τιμωρίας».
Απ ’αυτά μαθαίνουμε ότι όλοι όσοι από εμάς περιφρονούνται και αδικούνται, τότε, κατά την ημέρα της Κρίσεως, θα σταθούν μπροστά μας. Αν και βέβαια ο Λάζαρος δεν αδικήθηκε από τον πλούσιο· διότι ο πλούσιος δεν έκλεψε ακριβώς τα χρήματα του Λαζάρου, αλλά δεν του έδωσε από τα δικά του. Και εάν, επειδή δεν του έδωσε από τα δικά τους, έχει κατήγορο αυτόν που δεν ελέησε, αυτός που άρπαξε και τα ξένα, ποιας συγνώμης θα τύχει, όταν οι αδικημένοι από παντού θα τον περιστοιχίζουν; Διότι εκεί δεν χρειάζονται μάρτυρες, ούτε κατήγοροι, ούτε αποδείξεις, ούτε τεκμήρια· αλλά αυτά τα ίδια τα πράγματα, όπως ακριβώς εμείς τα ετοιμάσαμε, φαίνονται μπροστά στα μάτια μας. «Διότι να», λέγει, «ο άνθρωπος και τα έργα του». Και αυτό δηλαδή είναι αρπαγή, το να μη δίνεις στον άλλον από τα δικά σου.
Και ίσως σας φαίνεται παράξενο αυτό που λέγω, αλλά μην εκπλήττεσθε· διότι θα σας φέρω μαρτυρία από τις θείες Γραφές που λέγει ότι το όχι μόνο το να αρπάξεις τα ξένα, αλλά και το να μη δίνεις στους άλλους από τα δικά σου και αυτό είναι αρπαγή και πλεονεξία και αποστέρηση. Ποια λοιπόν είναι αυτή; Κατηγορώντας τους Ιουδαίους ο Θεός λέγει μέσω του προφήτη: «Καὶ εἰσηνέγκατε πάντα τὰ ἐκφόρια εἰς τοὺς θησαυρούς, καὶ ἔσται ἡ διαρπαγὴ αὐτοῦ ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ(:Και σεις βάλατε όλα τα προϊόντα της γης σας μέσα στις αποθήκες σας. Έτσι λοιπόν κάνατε αρπαγή των δεκάτων και απαρχών, που βρίσκονται τώρα στο σπίτι σας και τα στερήσατε από τους φτωχούς στους οποίους οφείλατε να τα δώσετε)»[Μαλ.3,10]. «Επειδή», λέγει, «τις συνηθισμένες προσφορές δεν τις δώσατε, αρπάξατε αυτό που ανήκε στον φτωχό». Και αυτό το λέγει, για να δείξει στους πλουσίους ότι έχουν αυτά που ανήκουν στους φτωχούς, είτε πατρική κληρονομιά δεχτούν, είτε από οπουδήποτε συγκεντρώσουν τα χρήματα. Και πάλι αλλού λέγει: «Τέκνον, τὴν ζωὴν τοῦ πτωχοῦ μὴ ἀποστερήσῃς καὶ μὴ παρελκύσῃς ὀφθαλμοὺς ἐπιδεεῖς(:Παιδί μου, μη στερήσεις τον πτωχό από όσα του χρειάζονται για τη ζωή του και μην αναβάλεις την βοήθειά σου σε μάτια τα οποία σε κοιτάζουν ικετευτικώς)»[Σοφ. Σειρ.4,1]· και αυτός που στερεί, τα ξένα στερεί· διότι αποστέρηση λέγεται το ότι πήραμε τα ξένα πράγματα και τα κρατούμε.
Και με αυτό λοιπόν διδασκόμαστε ότι όταν δεν ελεούμε θα τιμωρηθούμε εξίσου με τους καταχραστές· διότι τα χρήματα είναι του Κυρίου από οπουδήποτε και αν τα συλλέξουμε και αν τα δώσουμε στους φτωχούς θα έχουμε μεγάλο κέρδος. Και γι’ αυτό επέτρεψε ο Θεός να έχεις εσύ περισσότερα, για να τα ξοδέψεις όχι στην πορνεία και στη μέθη και στην πολυφαγία και στην πολυτέλεια των ενδυμάτων και στην άλλη βλακεία, αλλά για να τα μοιράσεις σε αυτούς που τα έχουν ανάγκη· διότι, όπως ένας που παραλαμβάνει βασιλικά χρήματα, αν αφήσει εκείνους στους οποίους έχει εντολή να τα μοιράσει και τα ξοδέψει σε δική του ανοησία, θα λογοδοτήσει και θα θανατωθεί, έτσι λοιπόν και ο πλούσιος είναι σαν ένας που εισπράττει τα λεφτά που πρέπει να μοιραστούν στους φτωχούς και έχει πάρει εντολή να τα μοιράσει στους φτωχούς συνδούλους του. Αν λοιπόν ξοδέψει κάτι περισσότερο για τον εαυτό του από ό,τι χρειάζεται, θα υποστεί εκεί φοβερότατες τιμωρίες· διότι δεν είναι δικά του τα δικά του, αλλά των συνδούλων του.
Ας τα διαχειριζόμαστε λοιπόν αυτά σαν ξένα, για να γίνουν δικά μας. Και πώς θα τα διαχειριστούμε, σαν ξένα; Όταν δεν τα ξοδεύουμε σε περιττές ανάγκες, ούτε μόνο στις δικές μας, αλλά όταν τα διαμοιράζουμε στα χέρια των φτωχών· και αν είσαι πλούσιος και ξοδεύεις κάτι περισσότερο από το αναγκαίο, θα λογοδοτήσεις για τα χρήματα που σου έχει εμπιστευθεί. Αυτό συμβαίνει και στα μεγάλα σπίτια. Πολλοί δηλαδή τα ταμεία τους τα εμπιστεύτηκαν στους υπηρέτες τους· αλλά όμως οι διαχειριστές εκείνοι φυλάσσουν αυτά που τους έχουν δώσει και δεν καταχρώνται αυτά που τους εμπιστεύθηκαν, αλλά τα διανέμουν σε εκείνους που ο οικοδεσπότης θα διατάξει και όταν διατάξει. Αυτό και εσύ να κάνεις·διότι πήρες πιο πολλά από τους άλλους και τα έλαβες, όχι για να τα ξοδέψεις μόνος σου, αλλά να γίνεις και στους άλλους καλός διαχειριστής.
Αξίζει όμως κι εκείνο να ερευνήσουμε: γιατί άραγε δεν είδε τον Λάζαρο κοντά σε κανέναν άλλον δίκαιο, αλλά τον είδε μέσα στην αγκαλιά του Αβραάμ; Ήταν φιλόξενος ο Αβραάμ· για να γίνει λοιπόν και αυτός κατήγορος αυτού για την αφιλοξενία του, τον βλέπει μαζί με εκείνον· διότι εκείνος και τους περαστικούς έψαχνε να βρει και τους οδηγούσε στο σπίτι του, ενώ αυτός αδιαφορούσε και γι’ αυτόν που βρισκόταν μέσα, και ενώ είχε τόσο θησαυρό και αφορμή για σωτηρία, τον προσπερνούσε αδιάφορα κάθε ημέρα, και δεν χρησιμοποίησε όσο μπορούσε την προστασία του φτωχού. Όμως ο πατριάρχης δεν ήταν τέτοιος, αλλά τελείως διαφορετικός· καθόταν μπροστά στις θύρες και προσκαλούσε για φιλοξενία στο σπίτι του όλους τους κουρασμένους διαβάτες, και όπως κάποιος αλιέας, ρίχνοντας δίχτυ στη θάλασσα, ανασύρει συνήθως ψάρι, όμως ανασύρει πολλές φορές και χρυσό και μαργαριτάρια, έτσι λοιπόν κι αυτός, αλιεύοντας ανθρώπους, κατόρθωσε να αλιεύσει κάποτε και αγγέλους, και το αξιοθαύμαστο είναι αυτό, ότι χωρίς να το γνωρίζει το έκανε αυτό.
Διότι εάν το γνώριζε και τους υποδεχόταν με τόση καλοσύνη, δεν θα έκανε τίποτε μεγάλο και αξιοθαύμαστο, ενώ ο έπαινος όλος του αξίζει, επειδή, ενώ αγνοούσε ποιοι ήταν οι διερχόμενοι, και νομίζοντας ότι ήταν απλώς άνθρωποι οδοιπόροι, με τόσο μεγάλη προθυμία τούς κάλεσε μέσα στο σπίτι του [βλ. Γεν.18,2-5: «Ὤφθη δὲ αὐτῷ ὁ Θεὸς πρὸς τῇ δρυΐ τῇ Μαμβρῇ, καθημένου αὐτοῦ ἐπὶ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ μεσημβρίας.ἀναβλέψας δέ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε, καὶ ἰδοὺ τρεῖς ἄνδρες εἱστήκεισαν ἐπάνω αὐτοῦ· καὶ ἰδὼν προσέδραμεν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς ἀπὸ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν. Καὶ εἶπε· Κύριε, εἰ ἄρα εὗρον χάριν ἐναντίον σου, μὴ παρέλθῃς τὸν παῖδά σου· ληφθήτω δὴ ὕδωρ, καὶ νιψάτωσαν τοὺς πόδας ὑμῶν, καὶ καταψύξατε ὑπὸ τὸ δένδρον· καὶ λήψομαι ἄρτον, καὶ φάγεσθε, καὶ μετὰ τοῦτο παρελεύσεσθε εἰς τὴν ὁδὸν ὑμῶν, οὗ ἕνεκεν ἐξεκλίνατε πρὸς τὸν παῖδα ὑμῶν. Καὶ εἶπαν· οὕτω ποίησον, καθὼς εἴρηκας(:Φανερώθηκε λοιπόν ο Θεός στον Αβραάμ, που ήταν κοντά στη δρυ Μαμβρή και καθόταν στη θύρα της σκηνής του κατά τον Νότο. Σήκωσε τα μάτια του ο Αβραάμ και είδε ξαφνικά τρεις άνδρες όρθιους απέναντι του. Αμέσως έτρεξε προς συνάντησή τους από τη θύρα της σκηνής του, προσκύνησε αυτούς έως το έδαφος και είπε: “Κύριε, εάν τυχόν βρήκα χάρη ενώπιόν σου, σε παρακαλώ μην καταφρονήσεις τον δούλο σου· ας μου επιτραπεί, λοιπόν, να φέρω νερό και οι δούλοι μου να νίψουν τα πόδια σας, και να δροσιστείτε κάτω από το δένδρο. Εγώ λοιπόν θα ετοιμάσω και θα σας φέρω φαγητό, για να φάτε, και έπειτα θα συνεχίσετε τον δρόμο σας, από τον οποίο παρεκκλίνατε έως εμένα, τον δούλο σας, για να μου κάνετε την τιμή να σας περιποιηθώ”. Εκείνοι λοιπόν είπαν: “κάνε όπως είπες”)»].
Γι’ αυτό λοιπόν νιώθοντας έκπληξη και ο Παύλος συμβουλεύει και λέει: «Ἡ φιλαδελφία μενέτω, τῆς φιλοξενίας μὴ ἐπιλανθάνεσθε· διά ταύτης γὰρ ἔλαθόν τινες ξενίσαντες ἀγγέλους(:Μόνιμη και σταθερή ας μένει στις καρδιές σας η αγάπη προς τους αδελφούς Χριστιανούς. Μη λησμονείτε ποτέ να ασκείτε την φιλοξενία· διότι χάρη στη φιλόξενη διάθεσή τους μερικοί, όπως ο Αβραάμ και ο Λωτ, αξιώθηκαν, χωρίς και οι ίδιοι να το καταλάβουν, να φιλοξενήσουν αγγέλους)»[ Εβρ.13,2]. Και σωστά είπε «χωρίς να το ξέρουν»· διότι εάν το γνώριζε και τους υποδεχόταν με τόση καλοσύνη, δεν θα έκανε τίποτε μεγάλο και αξιοθαύμαστο· ενώ ο έπαινος όλος του αξίζει, επειδή, ενώ αγνοούσε ποιοι ήταν οι διερχόμενοι και νομίζοντας ότι ήταν απλώς άνθρωποι οδοιπόροι, με τόση μεγάλη προθυμία τους κάλεσε μέσα στο σπίτι του.
Και εσύ λοιπόν, εάν υποδεχτείς κάποιον επίσημο και λαμπρό και δείξεις μεγάλη προθυμία, δεν έκανες τίποτε αξιοθαύμαστο· διότι το αξίωμα του φιλοξενούμενου εξαναγκάζει πολλές φορές και τον αφιλόξενο να δείχνει κάθε καλή διάθεση. Το πιο υπέροχο όμως είναι όταν και τους τυχόντες και τους περιφρονημένους και τους ευτελείς τούς δεχόμαστε με πολλή καλοσύνη. Γι΄ αυτό και ο Χριστός, υποδεχόμενος αυτούς που ενεργούν έτσι, έλεγε: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε(: Αληθινά σας λέγω, καθετί που κάνατε για να εξυπηρετήσετε έναν από τους αδελφούς μου, που φαίνονται άσημοι και ελάχιστοι μέσα στην κοινωνία, το κάνατε σε εμένα)»[Ματθ.25,40]. Και πάλι: «Οὕτως οὐκ ἔστι θέλημα ἔμπροσθεν τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς ἵνα ἀπόληται εἷς τῶν μικρῶν τούτων(: Όπως ο καλός ποιμένας δεν θέλει να χάσει ούτε ένα πρόβατο, έτσι δεν είναι θέλημα του Πατρός σας που βρίσκεται στους ουρανούς να χαθεί ένας από τους μικρούς τούτους. Λοιπόν προσέχετε μήπως τυχόν καταφρονήσετε κανένα από τους άσημους και απλοϊκούς πιστούς)»[Ματθ.18,14].
Και πάλι: «Ὃς δ᾿ ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῇ μύλος ὀνικὸς εἰς τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης(: Όποιος όμως σκανδαλίσει και παρασύρει στην αμαρτία έναν από τους μικρούς και απλοϊκούς αυτούς, που πιστεύουν σε εμένα, είναι προτιμότερο γι΄αυτόν να κρεμαστεί στον τράχηλό του μυλόπετρα από εκείνες που γυρίζει ο όνος στον μύλο και να καταποντιστεί στην ανοικτή θάλασσα)» [Ματθ.18,6]. Και παντού πολύς λόγος γίνεται από τον Χριστό για τους μικρούς και τους ελαχίστους.
Αυτό λοιπόν γνωρίζοντας και ο Αβραάμ, δεν εξέταζε τους διερχομένους ποιοι ήταν και από πού έρχονταν, όπως ακριβώς εμείς τώρα· αλλά τους δεχόταν όλους χωρίς διάκριση· διότι αυτός που δείχνει φιλική διάθεση δεν πρέπει να ζητά να δίνουν λόγο για τη ζωή τους, αλλά μόνο να διορθώνει τη φτώχεια και να καλύπτει την ανάγκη. Έναν λόγο συνηγορίας έχει ο φτωχός, τη φτώχεια και το ότι βρίσκεται σε ανάγκη· τίποτε λοιπόν περισσότερο μην του ζητάς, αλλά κι αν ακόμη είναι ο πιο καλός από όλους και του λείπει η αναγκαία τροφή, ας τον απαλλάξουμε από την πείνα. Αυτό και ο Χριστός παρήγγειλε να κάνουμε λέγοντας· «Γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους(:Για να μοιάσετε έτσι και να γίνετε παιδιά του Πατέρα σας που είναι στους ουρανούς· διότι και Αυτός τον ήλιο, που είναι δικός Του, τον ανατέλλει χωρίς διακρίσεις σε πονηρούς και καλούς, και βρέχει τη βροχή Του σε δικαίους και αδίκους)»[Ματθ.5,45]. Είναι λιμάνι για όσους βρίσκονται σε ανάγκη ο ελεήμονας· και το λιμάνι δέχεται όλους τους ναυαγούς και τους απαλλάσσει από τους κινδύνους· και είτε είναι κακοί, είτε είναι αγαθοί, είτε είναι οτιδήποτε άλλο αυτοί που κινδυνεύουν, τους δέχεται όλους μέσα στην αγκαλιά Του.
[…]Όταν λοιπόν ο πλούσιος στον Άδη είδε τον φτωχό Λάζαρο στην αγκαλιά του Αβραάμ, είπε: «Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ(:Πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με. Λυπήσου με και στείλε τον Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δακτύλου του και να δροσίσει τη γλώσσα μου, διότι βασανίζομαι και υποφέρω μέσα σε αυτή τη φωτιά)»[Λουκ. 16,24].
Για ποιον λόγο δεν απηύθυνε τον λόγο προς τον Λάζαρο; Εγώ νομίζω ότι ντράπηκε και κοκκίνισε και κρίνοντας από τον εαυτό του, νόμιζε ότι οπωσδήποτε θα του κρατά κακία. «Διότι, εάν εγώ», ίσως να σκέφτηκε, «που απολάμβανα τόση ευτυχία, και σε τίποτα δεν αδικήθηκα, περιφρόνησα τον άνθρωπο αυτόν που βρισκόταν σε τόσα κακά και ούτε ψίχουλα δεν του έδωσα, πολύ περισσότερο αυτός τώρα, που τόσο περιφρονήθηκε, δεν θα συγκατανεύσει στην παράκλησή μου». Αυτά βέβαια δεν τα λέμε για να κατηγορήσουμε τον Λάζαρο, διότι εκείνος δεν διακατεχόταν από τέτοιες σκέψεις, μη γένοιτο, αλλά επειδή ο πλούσιος αυτά φοβήθηκε και δεν κάλεσε τον ίδιο τον Λάζαρο, αλλά φώναξε τον Αβραάμ, για τον οποίο πίστευε ότι αγνοούσε εκείνα που είχαν γίνει. Και ζήτησε εκείνο το δάχτυλο, το οποίο πολλές φορές άφησε να το γλύψουν οι γλώσσες των σκύλων.
Τι λοιπόν είπε εκείνος; «Τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου(:Παιδί μου θυμήσου ότι εσύ απήλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου όταν ζούσες στη γη)»[Λουκ.16,25]. Πρόσεχε σύνεση, πρόσεχε φιλοστοργία δικαίου. Δεν είπε: «απάνθρωπε και σκληρέ και παμπόνηρε, ενώ άφησες σε τόσο μεγάλα κακά τον άνθρωπο αυτόν, θυμάσαι τώρα τη φιλανθρωπία και το έλεος και την συγνώμη; Δεν κοκκινίζεις, δεν ντρέπεσαι;». Αλλά τι λέγει; «Τέκνο μου», λέγει, «απήλαυσες τα αγαθά σου». Διότι λέγει ο σοφός Σειράχ: «Καρδίαν παρωργισμένην μὴ προσταράξῃς καὶ μὴ παρελκύσῃς δόσιν προσδεομένου (: Μην ταράξεις περισσότερο την καρδιά, την οποία έχει αναστατώσει η οργή, και μην αναβάλεις τη βοήθειά σου σε άνθρωπο, που έχει την ανάγκη σου)» [Σοφ. Σειρ. 4,3]. Του αρκούν οι τιμωρίες του, ας μην επιβαρύνουμε τις συμφορές του. Εξάλλου και για να μην νομίσει ότι από μνησικακία για τα περασμένα δεν άφησε τον Λάζαρο να πάει, τον αποκαλεί «τέκνο μου», απολογούμενος κατά κάποιον τρόπο για τον εαυτό του, με την προσφώνησή του. «Αυτό που είναι στην εξουσία μου», λέγει, «σου το δίνω, το να μεταβεί όμως ο Λάζαρος από εδώ εκεί , δεν είναι στη δική μου δικαιοδοσία».
«Εἶπε δὲ Ἀβραάμ», λέγει, λοιπόν, «τέκνον μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν(:Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου όταν ζούσες στη γη, ενώ ο Λάζαρος αντίστοιχα τα κακά της δυστυχίας και της ασθένειας· τώρα όμως αυτός παρηγορείται για όσα υπέφερε τότε συνεχώς, ενώ εσύ υποφέρεις και βασανίζεσαι χωρίς διακοπή, όπως αδιάκοπη και συνεχής ήταν η ευτυχία σου επάνω στη γη. Και εκτός από όλα αυτά, χάσμα μεγάλο έχει στηριχθεί ανάμεσά μας, ώστε εκείνοι που θέλουν να μεταβούν από εδώ προς εσάς να μην μπορούν, ούτε αυτοί που είναι εκεί να περάσουν προς εμάς)»[Λουκ.16,25-26].
Είναι βαριά αυτά που έχουν λεχθεί και πότισαν με μεγάλο πόνο την ψυχή μας. Το ξέρω κι εγώ· αλλά όσο μας πληγώνει η συνείδηση, άλλο τόσο και ωφελεί την ψυχή αυτών που ερεθίζει· διότι, εάν εκεί μας τα έλεγαν αυτά, όπως στον πλούσιο, πράγματι έπρεπε να θρηνούμε και να οδυρόμαστε και να πενθούμε, διότι δε θα είχαμε καιρό για μετάνοια· επειδή όμως τα ακούμε τώρα που είμαστε εδώ, όπου και είναι δυνατό να μετανοήσουμε και να καθαρισθούμε από τις αμαρτίες και να αποκτήσουμε μεγάλη παρρησία, και να αλλάξουμε ανησυχώντας από τα κακά που συνέβηκαν στους άλλους, ας ευχαριστήσουμε τον φιλάνθρωπο Θεό, που διεγείρει τη δική μας οκνηρία με την τιμωρία των άλλων, και μας αφυπνίζει ενώ κοιμόμαστε. Γι΄ αυτό ακριβώς προλέχθηκαν αυτά, για να μην πάθουμε κι εμείς κάτι ανάλογο με τον άσπλαχνο πλούσιο· διότι, εάν ήθελε να μας τιμωρήσει ο Κύριος, δεν θα μας προειδοποιούσε με αυτήν την παραβολή· γι’ αυτό λοιπόν προλέγει την τιμωρία, για να σωφρονισθούμε με την πρόρρηση και να αποφύγουμε να τα γνωρίσουμε στην πράξη.
Αλλά γιατί δεν είπε «έλαβες τα αγαθά σου», αλλά «ἀπέλαβες»; Εδώ ανοίγεται μπροστά μας αχανές και μεγάλο πέλαγος νοημάτων· διότι το «ἀπέλαβες» φανερώνει και σημαίνει κάποια οφειλή· καθόσον απολαμβάνει κανείς αυτά που του οφείλουν. Αν λοιπόν ήταν μιαρός και ακάθαρτος και σκληρός και απάνθρωπος αυτός ο πλούσιος, γιατί δεν του είπε: «έλαβες τα αγαθά σου» αλλά «απόλαβες», σαν να του τα χρωστούσε και να του τα όφειλε; Τι λοιπόν μαθαίνουμε από εδώ; Ότι, και αν είναι μερικοί άνθρωποι ακάθαρτοι και έχουν φθάσει στον ύψιστο βαθμό της κακίας, πολλές φορές έχουν κάνει ένα και δύο και τρία καλά.
Και το ότι τα λέγω αυτά τώρα, όχι από δική μου σκέψη, γίνεται ολοφάνερο από αυτό· διότι τι μιαρότερο υπήρχε από τον κριτή εκείνον της αδικίας (στην παραβολή του αδίκου κριτή και της χήρας· βλ. Λουκά 18, 1-8); Αυτός ούτε τον Θεό φοβόταν, ούτε τους ανθρώπους ντρεπόταν· αλλ’ όμως, αν και ζούσε μέσα στην κακία, έκανε κάτι καλό, ελέησε την χήρα, που συνεχώς τον ενοχλούσε, υποχώρησε και εκπλήρωσε την απαίτησή της και την προστάτευσε από εκείνους που την αδικούσαν. Έτσι συμβαίνει να είναι κάποιος ασελγής, αλλά και ελεήμων πολλές φορές, ή απάνθρωπος, αλλά και φρόνιμος· αλλά κι αν είναι ακόλαστος και απάνθρωπος, όμως έκανε κατά τη ζωή του πολλές φορές και κάποιο καλό.
Επειδή λοιπόν ήταν φυσικό και ο πλούσιος, εάν και είχε φθάσει στο ύψιστο σημείο της κακίας, να είχε κάνει κάποιο καλό, και ο Λάζαρος, αν και έφθασε στην κορυφή της αρετής, να είχε αμαρτήσει έστω και ελάχιστα, πρόσεχε πώς και τα δύο αυτά τα υπαινίχθηκε ο πατριάρχης Αβραάμ, λέγοντας: «Κι εσύ απήλαυσες τα αγαθά σου στη ζωή σου και ο Λάζαρος ομοίως τα κακά». Αυτό που λέγει σημαίνει το εξής· εάν κι εσύ έχεις κάνει κάποιο καλό, και σου οφειλόταν γι΄αυτό κάποιος μισθός, όλα αυτά τα απήλαυσες σ’ εκείνον τον κόσμο, όταν διασκέδαζες, χαιρόσουν τα πλούτη σου, απολάμβανες μεγάλη ευημερία και ευτυχία· και αυτός, αν έκανε κάποιο κακό, όλα τα εξόφλησε με τη φτώχεια και την πείνα και με όλα τα μεγάλα κακά με τα οποία ταλαιπωρήθηκε· και γυμνός ο κάθε ένας από σας έχει φθάσει εδώ, εκείνος χωρίς αμαρτίες, κι εσύ χωρίς κατορθώματα δικαιοσύνης· γι΄αυτό και αυτός έχει καθαρή την παρηγοριά, κι εσύ υπομένεις απαρηγόρητη την τιμωρία.
[…]Αλλά ας ακούσουμε και την συνέχεια. «Και εκτός από όλα αυτά», λέγει, «μεγάλο βάραθρο έχει στηριχθεί μεταξύ μας». Επομένως, καλά είπε ο Δαυίδ: «Ἀδελφὸς οὐ λυτροῦται, λυτρώσεται ἄνθρωπος; οὐ δώσει τῷ Θεῷ ἐξίλασμα ἑαυτοῦ (:Θα αντικρύσουν όμως και αυτοί τον θάνατο, από τον οποίον ούτε ο στοργικότερος αδελφός δεν μπορεί να τους σώσει. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να τους γλυτώσει ο οποιοσδήποτε ξένος άνθρωπος; Κανείς δεν μπορεί να προσφέρει προς τον Θεό εξιλεωτική προσφορά, για να διαφύγει τον θάνατο)» [Ψαλμ. 48,8]. Πράγματι, δεν είναι δυνατό, κι αν ακόμη είναι αδελφός, κι αν είναι πατέρας, κι αν είναι υιός. Διότι πρόσεχε· «παιδί μου», ονόμασε ο Αβραάμ τον πλούσιο, κι όμως δεν μπόρεσε να φανεί πατέρας· «πατέρα» αποκάλεσε τον Αβραάμ ο πλούσιος, κι όμως, δεν μπόρεσε, όπως ήταν φυσικό, να απολαύσει την πατρική εύνοια, για να μάθεις ότι ούτε συγγένεια, ούτε φιλία, ούτε προσπάθεια, ούτε τίποτ’ άλλο από όσα υπάρχουν, μπορεί να ωφελήσει εκείνον που προδόθηκε από τη δική του τη ζωή.
[…] Άκουσε λοιπόν πώς και ο πλούσιος που ζήτησε δύο χάρες από τον Αβραάμ, και στις δύο απέτυχε· διότι πρώτα τον παρακάλεσε για τον εαυτό του, λέγοντας, «στείλε τον Λάζαρο»· έπειτα όμως όχι πια για τον εαυτό του, αλλά για τους αδελφούς του· αλλά καμιάς χάριτος δεν αξιώθηκε· διότι η πρώτη ήταν αδύνατο να γίνει, ενώ η δεύτερη, για τους αδελφούς του, ήταν περιττή. Αλλ’ όμως, εάν θέλετε, ας ακούσουμε κι αυτά τα λόγια με μεγάλη προσοχή. Δεν άκουε ο κατάδικος τον Θεό να του μιλάει, αλλά ο Αβραάμ ήταν στο ενδιάμεσο, για να μεταφέρει στον δικαζόμενο τα λόγια του δικαστή· διότι δεν έλεγε από μόνος του αυτά που έλεγε, αλλά του διάβαζε τους θείους νόμους και του έλεγε τις αποφάσεις που έβγαζε ο Θεός. Γι’ αυτό ακριβώς ο πλούσιος δεν μπορούσε ούτε να αντιμιλήσει.
Αλλά είναι ώρα πια να ακούσουμε τα λόγια του πλουσίου. «Ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ(:Σε παρακαλώ, πατέρα)», λέγει, δηλαδή δέομαι, σε ικετεύω, «ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου(:να στείλεις στο σπίτι του πατέρα μου τον Λάζαρο· διότι έχω πέντε αδέλφια· για να τους βεβαιώσει τα όσα γίνονται εδώ, για να μην έλθουν κι αυτοί στον τόπο αυτόν της βασάνου)»[Λουκ.16,27-28]. Επειδή απέτυχε για τον εαυτό του, τώρα παρακαλεί για τους άλλους. Πρόσεχε πώς έγινε φιλάνθρωπος και ήμερος εξαιτίας της κολάσεως· διότι αυτός που περιφρονούσε τον Λάζαρο, ενώ τον είχε καθημερινά μπροστά στα πόδια του όσο ζούσε, φροντίζει τώρα τους άλλους που είναι μακριά· αυτός που αδιαφορούσε γι’ αυτόν που ήταν μπροστά στα μάτια τους, ενδιαφέρεται γι΄αυτούς που δεν βλέπει, και με μεγάλο σεβασμό και βιασύνη ζητεί να δειχθεί κάποια πρόνοια γι΄αυτούς, για να αποφύγουν τα βάσανα που θα τους καταλάβουν και αυτούς μόλις πεθάνουν. Και παρακαλεί να σταλεί ο Λάζαρος στο σπίτι του πατέρα του, εκεί όπου ήταν τα αγωνιστικά σκάμματα γι’ αυτόν και είχε ανοιχθεί το στάδιο της αρετής.
«Ας τον δουν τον Λάζαρο τώρα», σκέφτηκε, «με τα στεφάνια, εκείνοι που τον είδαν καθώς αγωνιζόταν με υπομονή και αγόγγυστα όσο βρισκόταν στην επίγειά του ζωή· εκείνοι που ήταν μάρτυρες της φτώχειας και της πείνας και των μυρίων συμφορών του, να γίνουν μάρτυρες της τιμής, της μεταβολής, όλης της δόξας, για να διδαχθούν και να μάθουν και από τα δύο ότι δε θα τελειώσουν τα πράγματά μας σε αυτήν τη ζωή, και να ετοιμασθούν έτσι, με τη μετάνοια, για να μπορέσουν να αποφύγουν αυτήν την κόλαση και τιμωρία)». Τι είπε τότε ο Αβραάμ; «Ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας(:Έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες)», λέγει, «ἀκουσάτωσαν αὐτῶν(:αυτούς ας ακούσουν)»[ Λουκ.16,29]. «Δεν ενδιαφέρεσαι εσύ», είναι σαν να του λέει, «για τους αδελφούς σου περισσότερο από τον Θεό που τους δημιούργησε. Τους έδωσε άπειρους διδασκάλους που τους παροτρύνουν, τους συμβουλεύουν, τους νουθετούν».
Τι λοιπόν απάντησε πάλι αυτός; «Οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ(:Όχι, πατέρα Αβραάμ)», λέγει, «ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν(:αλλά εάν πάει κάποιος από τους νεκρούς, θα τον πιστέψουν)». Αυτά δηλαδή είναι τα λόγια των πολλών. Πού είναι τώρα αυτοί που λένε: «Ποιος ήρθε από εκεί; Ποιος αναστήθηκε από τους νεκρούς; Ποιος είπε αυτά που συμβαίνουν στον Άδη;» Πόσα τέτοια και τόσο μεγάλα είπε στον εαυτό του ο πλούσιος εκείνος όταν απολάμβανε τις τρυφές; Διότι ούτε από αφέλεια παρακάλεσε να αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς· αλλά επειδή περιφρονούσε τις Γραφές όταν τις άκουγε και τις περιγελούσε και νόμιζε ότι είναι μύθοι τα λεγόμενα, από εκείνα λοιπόν που έπασχε αυτός, πίστευε ότι και τα αδέλφια του τα ίδια θα πάθαιναν. « Κι εκείνοι», λέγει, «τέτοια λάθος θεώρηση για τα επίγεια έχουν όπως είχα και εγώ· εάν όμως πάει κάποιος από τους νεκρούς, δεν θα αρνηθούν να τον πιστέψουν, δεν θα τον περιγελάσουν, αλλά θα προσέξουν πολύ τα λεγόμενά του».
Τι είπε τότε ο Αβραάμ; «Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται(:Εάν δεν ακούνε τον Μωυσή και τους προφήτες, ούτε εάν κάποιος από τους νεκρούς αναστηθεί δεν θα τον ακούσουν)». Και ότι είναι αληθινό αυτό, ότι δηλαδή όποιος δεν ακούει τις Γραφές, ούτε τους νεκρούς εάν αναστηθούν θα τους ακούσει, το απέδειξαν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι, επειδή δεν άκουσαν τον Μωυσή και τους προφήτες, ούτε όταν είδαν αναστημένους νεκρούς πίστεψαν· αλλά άλλοτε επιχειρούσαν να σκοτώσουν τον αναστημένο Λάζαρο[βλ.Ιω.12,9-11:«Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ᾿ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι᾿ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν(:Οι αρχιερείς, όταν πληροφορήθηκαν αυτά, αποφάσισαν να φονεύσουν και τον Λάζαρο, διότι πολλοί από τους Ιουδαίους πήγαν σε αυτόν στη Βηθανία και όταν τον έβλεπαν ζωντανό πάλι και υγιή, αναστημένο από τους νεκρούς, πίστευαν στον Ιησού)»,και άλλοτε ορμούσαν επάνω στους αποστόλους, αν και βέβαια πολλοί από τους νεκρούς αναστήθηκαν κατά την ώρα του σταυρού[βλ.Ματθ.27,51-52: «Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν, καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη, καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς(:και ιδού το παραπέτασμα του ναού, που χώριζε τα άγια των αγίων από τα άγια, σχίστηκε στα δύο από επάνω έως κάτω και η γη συγκλονίστηκε από τον σεισμό και οι πέτρες σχίστηκαν και τα μνημεία στην περιοχή της Ιερουσαλήμ ανοίχτηκαν μόνα τους και πολλά σώματα των πεθαμένων αγίων αναστήθηκαν· και αφού εξήλθαν από τα μνημεία μετά την ανάσταση του Χριστού, εισήλθαν στην αγία πόλη, την Ιερουσαλήμ και παρουσιάστηκαν σε πολλούς)»].
Αλλά για να μάθεις και από αλλού ότι η διδασκαλία των προφητών είναι πιο αξιόπιστη από την εξιστόρηση των ίδιων των αναστημένων, εκείνο πρόσεξε ότι ο κάθε νεκρός είναι δούλος· αυτά όμως που λένε οι Γραφές, αυτά τα είπε ο Θεός· ώστε είτε αναστηθεί νεκρός, είτε κατεβεί άγγελος από τον ουρανό, οι Γραφές ας είναι πιο αξιόπιστες από όλους· διότι ο Κύριος των αγγέλων και των νεκρών και των ζωντανών Κύριος, Αυτός τις νομοθέτησε. Και ότι περιττά πράγματα ζητούν, αυτοί που ζητούν να έλθουν από εκεί οι νεκροί· εκτός από αυτά που έχουν λεχθεί, είναι δυνατό να αποδειχτεί αυτό και από τα υπάρχοντα δικαστήρια.
Η γέενα δεν φαίνεται στους απίστους· στους πιστούς είναι γνωστή και φανερή, αλλά όμως στους απίστους δε φαίνεται· τα δικαστήρια όμως φαίνονται και κάθε μέρα ακούμε ότι ο τάδε δικάστηκε, του τάδε η περιουσία δημεύθηκε, άλλος δουλεύει στα μεταλλεία, άλλος κάηκε στη φωτιά, και άλλος με άλλον τρόπο καταδίκης και τιμωρίας χάθηκε. Αλλά όμως αν και τα ακούνε αυτά οι πονηροί και κακούργοι και απατεώνες, δε σωφρονίζονται. Και τι λέγω, ότι δεν σωφρονίζονται αυτοί που ποτέ δεν έπεσαν σε αυτά; Πολλές φορές και πολλοί από αυτούς που πιάστηκαν και ξέφυγαν την τιμωρία, ανοίγοντας τόπο στη φυλακή και πηδώντας έξω, πάλι επέστρεψαν στα ίδια και έκαναν πολύ χειρότερα αυτοί.
Ας μη ζητούμε λοιπόν να ακούμε από τους νεκρούς αυτά τα οποία με μεγαλύτερη σαφήνεια κάθε ημέρα μας διδάσκουν οι Γραφές· διότι, εάν το γνώριζε αυτό ο Θεός, ότι δηλαδή οι αναστημένοι νεκροί θα ωφελούσαν τους ζωντανούς, δεν θα παρέλειπε, ούτε θα παρέβλεπε τόσο κέρδος, Αυτός που όλα τα κάνει για το συμφέρον μας. Και εκτός από αυτά, εάν διαρκώς επρόκειτο να ανασταίνονται οι νεκροί και να μας αναγγέλλουν όλα όσα συμβαίνουν εκεί, και αυτό πάλι με την πάροδο του χρόνου θα είχε καταφρονηθεί· επιπλέον ο διάβολος θα εισήγαγε πονηρά δόγματα με μεγάλη ευκολία· διότι πολλές φορές θα μπορούσε να δείξει είδωλα ή και θα έβαζε κάποιους να υποκρίνονται ότι πέθαναν και θάφτηκαν και έπειτα πάλι θα έδειχνε ότι αναστήθηκαν και μέσω εκείνων θα έκανε πιστευτά όσα ήθελε στις ψυχές εκείνων που θα απατούσε.
Διότι, εάν τώρα, ενώ δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, πολλές φορές όνειρα που παρουσιάζονται με τη μορφή των ανθρώπων που έφυγαν, πολλούς ξεγέλασαν και τους κατέστρεψαν, πολύ περισσότερο εάν αυτό είχε γίνει και είχε επικρατήσει στις ψυχές των ανθρώπων, όπως δηλαδή εάν πολλοί από αυτούς που πέθαναν, επέστρεφαν πάλι, μύριες οδούς θα έπλεκε ο μιαρός εκείνος δαίμονας και πολλή απάτη θα εισήγαγε στη ζωή μας. Γι’ αυτό έκλεισε καλά τις θύρες ο Θεός και δεν αφήνει κάποιον από αυτούς που έφυγαν να επανέλθει και να πει όσα συμβαίνουν εκεί, για να μην πάρει αφορμή από αυτό ο διάβολος και εισαγάγει όλα τα δικά του.
Πραγματικά, όταν υπήρχαν οι προφήτες, αυτός παρουσίασε ψευδοπροφήτες· και όταν ήταν οι απόστολοι, ψευδαποστόλους· και όταν παρουσιάστηκε ο Χριστός, ψευδοχρίστους, και όταν μας δόθηκαν οι σωστές διδασκαλίες, εισήγαγε τις διεφθαρμένες αιρέσεις, σπέρνοντας παντού τα ζιζάνια. Ώστε, εάν συνέβαινε και αυτό, θα επιχειρούσε να το κάνει και αυτό υποκριτικά με τα όργανά του, και δεν θα ανέσταινε πραγματικά νεκρούς, αλλά με κάποιες μαγείες και απάτες θα απατούσε τα μάτια των ανθρώπων ή και θα ετοίμαζε κάποιους, όπως προανέφερα, να υποκριθούν ότι πέθαναν, και θα τα έκανε όλα άνω κάτω, προκαλώντας σύγχυση. Αλλά ο Θεός, επειδή όλα αυτά τα προγνώριζε, του απέκλεισε αυτήν την επιβουλή, και φροντίζοντας για μας, δεν επέτρεψε να έλθει ποτέ κανείς από εκεί και να συζητήσει με τους ζωντανούς ανθρώπους, για να μας διδάξει να θεωρούμε τις θείες Γραφές πιο αξιόπιστες από όλους· διότι μας έδειξε πολύ πιο φανερά πράγματα από την ανάσταση των νεκρών· όλη την οικουμένη επέστρεψε, απομάκρυνε την πλάνη, επανέφερε την αλήθεια, όλα αυτά τα κατόρθωσε με αλιείς και ασήμαντους ανθρώπους, δίνοντας παντού αρκετές αποδείξεις της πρόνοιάς Του.
Ας μη νομίζουμε λοιπόν ότι όλα τα σχετικά με εμάς σταματούν σε αυτή τη ζωή, αλλά ας πιστεύουμε ότι οπωσδήποτε θα υπάρξει κρίση και ανταπόδοση για όλα αυτά που κάνουμε εδώ· διότι αυτό είναι τόσο σαφές και ολοφάνερο σε όλους, ώστε και οι Ιουδαίοι και οι Έλληνες και οι αιρετικοί και ο οποιοσδήποτε άνθρωπος έχουν την ίδια γνώμη γι’ αυτό το θέμα. Αν και δεν πιστεύουν δηλαδή όλοι στην ανάσταση όπως θα έπρεπε, όμως για την κρίση και την κόλαση και για τα εκεί δικαστήρια όλοι συμφωνούν, ότι υπάρχει κάποια ανταπόδοση εκεί για όσα γίνονται εδώ· διότι, εάν αυτό δεν συνέβαινε, για ποιο λόγο ο Δημιουργός μας, άπλωσε τόσο μεγάλο ουρανό, έστρωσε κάτω τη γη, άπλωσε τη θάλασσα, άφησε να χυθεί παντού ο αέρας, έδειξε τόσο μεγάλη πρόνοια, εάν δεν επρόκειτο να μας φροντίσει μέχρι τέλους;
Δεν βλέπεις πόσοι άνθρωποι που έζησαν στην αρετή, αν και έπαθαν μύρια δεινά, έφυγαν χωρίς να απολαύσουν κανένα αγαθό; Και άλλοι πάλι, αν και έδειξαν μεγάλη κακία, άρπαξαν τις περιουσίες των άλλων, ξεγύμνωσαν χήρες και ορφανά και τα καταπίεσαν, αφού απήλαυσαν τον πλούτο και την τρυφή και μύρια αγαθά, έφυγαν χωρίς να πάθουν ούτε το παραμικρό κακό; Πότε λοιπόν ή εκείνοι οι πρώτοι θα απολαύσουν τις αμοιβές της αρετής ή αυτοί θα πληρώσουν για την κακία τους, εάν στο τέλος αυτής της ζωής σταματούν τα δικά μας πράγματα; Διότι, το ότι εάν υπάρχει Θεός, όπως βέβαια και υπάρχει, είναι δίκαιος, ο καθένας θα μπορούσε να το πει· και ότι εάν είναι δίκαιος, και αυτούς και εκείνους θα τους ανταποδώσει αυτά που τους αξίζουν και αυτό από όλους έχει ομολογηθεί. Αλλά, εάν πρόκειται και εκείνους και αυτούς να τους ανταποδώσει κατά την αξία τους και εδώ κανείς από αυτούς δεν έλαβε την αμοιβή, ούτε εκείνος της κακίας την τιμωρία, ούτε αυτός της αρετής τις αμοιβές είναι ολοφάνερο ότι υπολείπεται κάποιος καιρός, κατά τον οποίο και οι δύο θα έχουν την ανταπόδοση που τους αρμόζει.
[…] Γνωρίζοντας, λοιπόν, αγαπητοί, όλα αυτά, ας προσέχουμε τους εαυτούς μας με κάθε ακρίβεια· κι αν τιμωρούμαστε, να ευχαριστούμε· κι αν ευημερούμε, να ασφαλίζουμε τους εαυτούς μας και σωφρονιζόμενοι από τις τιμωρίες των άλλων, να ευχαριστούμε τον Θεό δια της μετανοίας και της κατανύξεως και της διαρκούς εξομολογήσεως· και εάν έχουμε διαπράξει κάποια αμαρτία κατά την παρούσα ζωή, αφού την αποβάλουμε και με πολλή προσπάθεια σβήσουμε την κάθε κηλίδα της ψυχής μας, ας παρακαλέσουμε τον Θεό να μας αξιώσει όλους να απαλλαγούμε από τις αμαρτίες μας όσο είμαστε εδώ, κι έτσι να πάμε εκεί, ώστε όχι με τον πλούσιο, αλλά με τον Λάζαρο να απολαύσουμε τους κόλπους του πατριάρχη, και να εντρυφούμε με τα αθάνατα αγαθά, τα οποία εύχομαι όλοι μας να επιτύχουμε, με τη χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα ανήκει η δόξα, μαζί με το Άγιο Πνεύμα, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ :
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/de-lazaro-et-divite.pdf
Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, σειρά Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας (ΕΠΕ),πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 25, σελίδες 425-549 [κατ΄επιλογήν από τις ομιλίες α΄- δ΄ του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου «Εἰς τόν πτωχόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον»].
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμοι 14 και 15, σελ. 27- 51 και σελ. 11-25 αντίστοιχα .
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα

19Συνεχίζοντας ο Κύριος τη διδασκαλία Του για την καλή χρησιμοποίηση του πλούτου, είπε και την ακόλουθη παραβολή: Υπήρχε κάποιος πλούσιος άνθρωπος, ο οποίος φορούσε βασιλικά ενδύματα. Απέξω φορούσε ένα μάλλινο κόκκινο και πανάκριβο ρούχο, κι από μέσα φορούσε λευκό χιτώνα πολυτελή από λεπτό αιγυπτιακό λινάρι. Και διασκέδαζε σε πλούσια συμπόσια κάθε μέρα με μεγαλοπρέπεια. 20 Ήταν όμως και κάποιος φτωχός που λεγόταν Λάζαρος, ο οποίος ήταν γεμάτος πληγές και παραπεταμένος κοντά στην εξώπορτα του πλουσίου. 21 Και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Αλλά σα να μην του έφτανε η στέρησή του αυτή, καθώς ήταν και σχεδόν γυμνός, έρχονταν και οι σκύλοι και έγλειφαν τις πληγές του. Παρόλα αυτά όμως ο Λάζαρος δεν έβγαζε από το στόμα του ούτε την παραμικρή λέξη παραπόνου εναντίον του πλουσίου ή κάποιο γογγυσμό εναντίον του Θεού.
22 Κάποτε λοιπόν πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι του Θεού τον μετέφεραν στην αγκαλιά του Αβραάμ, για να βρει ανάπαυση εκεί μέσα στον παράδεισο. Πέθανε κάποτε και ο πλούσιος, και οι άνθρωποι τον έθαψαν με μεγαλοπρέπεια. Πουθενά όμως δεν φάνηκαν γι’ αυτόν οι άγγελοι του Θεού.23 Και στον τόπο του Άδη, καθώς βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και τον Λάζαρο να είναι στην αγκαλιά του. 24 Αυτός λοιπόν που στη γη τα είχε όλα και δεν παρακαλούσε κανένα να τον βοηθήσει, φώναξε τώρα και είπε: «Πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με. Λυπήσου με και στείλε τον Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δακτύλου του και να δροσίσει τη γλώσσα μου, διότι βασανίζομαι και υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά».25 Ο Αβραάμ όμως του απάντησε: «Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου όταν ζούσες στη γη. Ενώ ο Λάζαρος αντίστοιχα απόλαυσε τα κακά της δυστυχίας και της ασθένειας. Τώρα όμως εδώ ο Λάζαρος παρηγορείται γι’ αυτά που υπέφερε τότε συνεχώς, ενώ εσύ υποφέρεις και βασανίζεσαι χωρίς διακοπή, όπως αδιάκοπη και συνεχής ήταν η ευτυχία σου πάνω στη γη. 26 Κι εκτός απ’ όλα αυτά υπάρχει ανάμεσα σε μας και σε σας μεγάλο χάσμα, ώστε πολλοί που θέλουν να διαβούν από εδώ σε σας να μην μπορούν, αλλά ούτε κι όσοι είναι από εκεί να μπορούν να περάσουν απέναντι σε μας».
27 Είπε πάλι ο πλούσιος: «Αφού κάθε άνθρωπος που έμεινε αμετανόητος στην επίγεια ζωή του, μετά τον θάνατό του δεν έχει πλέον καμία ελπίδα, σε παρακαλώ λοιπόν, πάτερ, στείλε τον Λάζαρο στο σπίτι του πατέρα μου. 28 Διότι έχω πέντε αδελφούς. Στείλε τον να τους βεβαιώσει ως αυτόπτης μάρτυρας για όσα συμβαίνουν εδώ, για να μην έλθουν κι αυτοί στον τόπο αυτό της τιμωρίας και των βασάνων που βρίσκομαι εγώ». 29 Του λέει ο Αβραάμ: «Έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες που τους βεβαιώνουν γι’ αυτά· ας ακούσουν εκείνους». 30 Εκείνος τότε του είπε: «Όχι, πάτερ Αβραάμ, δεν θα υπακούσουν στον Μωυσή και στους προφήτες. Εάν όμως πάει σ’ αυτούς κάποιος από τους νεκρούς, θα μετανοήσουν». 31 Του είπε τότε ο Αβραάμ: «Εάν δεν έχουν την καλή διάθεση να υπακούσουν στον Μωυσή και στους προφήτες, δεν θα πειστούν, ακόμη κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς· διότι, όταν ατονήσει η πρώτη τους εντύπωση από την ανάσταση, θα επανέλθουν πάλι στην προηγούμενή τους σκληρότητα».

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.