«Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ. ΔΥΟ ΨΥΧΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ΛΟΥΚΑ[: Λουκά, 16, 19-31]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου, με θέμα:
«Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ. ΔΥΟ ΨΥΧΟΓΡΑΦΙΕΣ»
(Έκδοσις Β΄), [εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 4-11-1995], [Β323]
Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, αγαπητοί μου, που ακούσαμε στη σημερινήν ευαγγελική περικοπή, είναι μία κατασκευασμένη ιστορία, που ο Κύριος ήθελε να δώσει μία απάντηση εις τους Φαρισαίους.
Σημειώνει ο ευαγγελιστής Λουκάς: «Ἤκουον δὲ ταῦτα πάντα καὶ οἱ Φαρισαῖοι φιλάργυροι ὑπάρχοντες, καὶ ἐξεμυκτήριζον αὐτόν». Κάθε κήρυγμα του Κυρίου, προπαντός περί πτωχείας, περί εκουσίου πτωχείας, όταν οι Φαρισαίοι άκουγαν αυτά, φιλάργυροι υπάρχοντες, ήσαν φιλοχρήματοι και φιλάργυροι άνθρωποι, τον εξεμυκτήριζον, τον κορόιδευαν τον Ιησούν. «Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐστε οἱ δικαιοῦντες ἑαυτοὺς ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, ὁ δὲ Θεὸς γινώσκει τὰς καρδίας ὑμῶν· ὅτι τὸ ἐν ἀνθρώποις ὑψηλὸν, βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ». «Σεις», λέει, «είσαστε εκείνοι οι οποίοι δικαιώνετε τους εαυτούς σας μπροστά στους ανθρώπους και δείχνετε ότι έχετε αγιότητα. Όμως ο Θεός γνωρίζει τις καρδιές σας, και εκείνο που είναι εις τους ανθρώπους υψηλόν, -δηλαδή υπερηφάνεια-, αυτό στον Θεό μπροστά είναι βδέλυγμα, είναι σίχαμα».
Κι έτσι ο Κύριος είπε την παραβολήν αυτήν, του πλουσίου και του Λαζάρου και ήθελε να τους δείξει ότι δεν πρέπει να καυχώνται δια τον πλούτον των, δια την τιμή των, δια την αξιοπρέπειά των κ.τ.λ., γιατί τα πράγματα αλλάζουν μετά τον θάνατον. Αλλάζει το σκηνικό. Και τους είπε ότι υπάρχουν δύο σκηνικά. Το ένα στη Γη, με την παρούσα ζωή. Το άλλο στον ουρανό, μετά τον θάνατο. Κι εκεί ακριβώς ο Κύριος οικοδομεί την παραβολήν αυτήν.
Όμως, όπως πάντα, κάθε λόγος του Κυρίου είναι πολυσήμαντος. Έτσι και η παραβολή αυτή, δεν θέλει μόνον απλώς να διδάξει ό,τι είπαμε, αλλά έχει και άλλες πολλές πλευρές, τις οποίες εξυπηρετεί. Ο λόγος του Θεού, ποτέ δεν εξαντλείται. Και το σημαντικόν, ότι σε κάθε εποχή κατανοείται ο λόγος του Θεού περισσότερο και περισσότερο, ανακαλύπτεται πάντοτε κάτι καινούριο, το οποίον έχει να μας δώσει ως απάντηση.
Εμείς ας μείνομε, στην αγάπη σας, σε μία ψυχογραφία σύντομη, των δύο προσώπων της παραβολής. Και πρώτα ο πλούσιος της παραβολής. Σημειώνει ο ευαγγελιστής: «Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς». «Κάποιος άνθρωπος», λέει, «ήτο πλούσιος. Και αυτός εντύνετο με πορφύραν, εξωτερικά ιμάτια, που ήσαν χρώματα βαθέος κοκκίνου», ένα χρώμα και μία ποιότητα υφάσματος, που φορούσαν την εποχή εκείνη οι βασιλείς. Και ο βύσσος είναι ένα βαμβακερόν εσωτερικότερον ένδυμα, από αιγυπτιακό βαμβάκι, βεβαίως την εποχή εκείνη πανάκριβο. Και το πρώτο και το δεύτερο. «Και ακόμη, έξω από την πολυτελή του ένδυση, ήτο ευφραινόμενος. Ευφραινόμενος κάθε μέρα. Και όχι μόνο κάθε μέρα, αλλά και λαμπρώς!».
Ένας πλούσιος άνθρωπος, όπως όλοι οι πλούσιοι άνθρωποι, έτσι κι αυτός ζούσε και επολιτεύετο. Το πώς βέβαια τώρα απέκτησε τον πλούτον αυτόν, αυτό εις την παραβολή δεν αναφέρεται. Μπορεί με απάτες. Μπορεί όμως και τίμια. Αλλά δεν έχει καμία σημασία αυτό. Η αμαρτία του δεν είναι εις τον πλούτον, γιατί κι ο Θεός είναι πλούσιος. Κι Εκείνος δίδει τον πλούτον. Και ο Αβραάμ, ο οποίος θα μπει σαν τρίτο πρόσωπο μέσα εις την παραβολήν του πλουσίου και του Λαζάρου, κι αυτός ήτο όχι απλώς πλούσιος, αλλά σφόδρα-σφόδρα πλούσιος. Πάρα πολύ πλούσιος. Αλλά ποτέ δεν έκανε σκοπό της ζωής του τον πλούτον ο Αβραάμ. Και ακόμη, επειδή δεν έκανε σκοπό της ζωής του τον πλούτον, γι’ αυτό και δεν προσεκολλήθη στον πλούτον τον επίγειον. Μας λέγει ο Απόστολος εις την προς Εβραίους επιστολήν του ότι ο Αβραάμ «ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς -της οποίας- τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός». Ποια είναι αυτή η πόλις, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός; Είναι η Βασιλεία του Θεού. Δηλαδή ζούσε στη Γη αλλά επολιτεύετο εις τον ουρανόν. Και εξεδέχετο και απεδέχετο και ανέμενε την βασιλείαν του Θεού. Κάπου αλλού θα μας πει ο Απόστολος Παύλος, ότι από πλευράς γης, δεν είχε αποκτήσει ούτε τόσην έκτασιν όση είναι η έκταση μιας ανθρωπίνης πατούσας, ποδός, πατούσας, πέλματος. Γιατί; Γιατί ο Αβραάμ έλεγε πάντοτε ότι είναι πάροικος και παρεπίδημος. Όχι στη γη Χαναάν, που του είπε ο Θεός να εγκατασταθεί μονίμως, αλλά εις τον παρόντα κόσμον. Και το σπουδαίον είναι ότι βρίσκομε τον Αβραάμ μες την παραβολή που είπε ο Κύριος, να υπάρχει εις τον Παράδεισον. Εδώ είναι το σπουδαίο. Ότι όντως ο Αβραάμ εκέρδισε τον Παράδεισον.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οικονομείται η παραβολή στη δομή της, ώστε να ανοιχθεί διάλογος ανάμεσα δύο πλουσίων. Του Αβραάμ και του πλουσίου, που μετά θάνατον βεβαίως επήγε όχι εις τον Παράδεισον, αλλά εις τον Άδη. Και οικονομείται, σας είπα, γιατί, όπως ακούσατε στην παραβολή και δεν μπορούμε να τα πούμε όλα, είναι πολυσήμαντη παραβολή, ότι «χάσμα μέγα», λέει, «ἐστήρικται ανάμεσα σε σας και σε μας. Δεν μπορούμε ούτε σε σας να περάσομε, ούτε σεις σε μας να έρθετε». Αλλά οικονομείται, δομείται η παραβολή για να ανοιχθεί διάλογος μεταξύ δύο πλουσίων! Είναι καταπληκτικό. Του Αβραάμ και του πλουσίου της παραβολής. Αυτό σημαίνει ότι ο πλούτος δεν είναι κάτι καθ’ εαυτό κακόν. Αλλά εκείνο που είναι κακό είναι η στάση του ανθρώπου απέναντι εις τον πλούτον. Ποια είναι η στάση που παίρνει απέναντι εις τον πλούτον.
Αφού λοιπόν ο πλούτος είχε γίνει για τον πλούσιον σκοπός της ζωής, επόμενον ήτο να απολαμβάνει ό,τι ο πλούτος μπορούσε να του δώσει, όλα τα αγαθά. Και πρώτα ησθάνετο και ήθελε και επιζητούσε ένα αίσθημα ασφαλείας ότι… «Ἒχω κείμενα πολλά ἀγαθά», όπως λέει και μία άλλη παραβολή. Ξέρετε ο πλούσιος έχει πάντοτε αυτό το αίσθημα της ασφαλείας. Ότι έχει χρήματα. Ό,τι πείνα και να ‘ρθει, όπως και αν γυρίσουν τα πράγματα, αυτός έχει χρήματα. Βεβαία αυτό είναι μία απάτη, γιατί ο πλούτος είναι μία ρόδα που γυρίζει. Και τα χρήματα είναι τα πιο άπιστα πράγματα. Αλλάζουν με πάσαν ευκολίαν τσέπη με τσέπη. Φεύγουν από την τσέπη μου και πηγαίνουν στην τσέπη του αλλουνού. Έτσι, ωστόσο, ζει ο πλούσιος αυτήν την αίσθηση. Γι΄αυτό θέλει να είναι πλούσιος. Για να έχει το αίσθημα της ασφάλειας. Αλλά και της ανέσεως, αλλά και της ευημερίας. Να τρώγει, να πίνει καλά. Έτσι, τι λέει; Πώς αισθάνεται; Όλα πηγαίνουν καλά. Όλα είναι για μας. Έτσι, σιγά σιγά δημιουργείται ένας εγωκεντρικός τύπος εις τον πλούσιον, που όλοι πρέπει να στρέφονται γύρω από αυτόν. Στον εγωκεντρισμό δεν υπάρχει περιθώριο ή χώρος ούτε ακόμη γι’ Αυτόν τον Θεόν. Δεν χωράει… Και ο Θεός πρέπει να στρέφεται, αντίθετα, να στρέφεται γύρω από τον άνθρωπο, για να τον ικανοποιεί διαρκώς. Έτσι ζητάει ο άνθρωπος ο πλούσιος τον Θεό· κάνει τον σταυρό του, ανάβει ένα κεράκι, για να εξασφαλίσει την εύνοια του Θεού. Για να μην λιγοστέψουν τα αγαθά του. Συνεπώς βλέπετε μίαν θρησκευτικότητα ιδιοτελέστατη. Μία θρησκευτικότητα η οποία βεβαίως στα μάτια του Θεού απορρίπτεται.
Ακόμη, πώς σκέπτεται; Όπως και τα σύγχρονα παιδιά που ζητούν χρήματα από τον πατέρα τους. Το είχα ακούσει αυτό… Να λέει ο ένας πιτσιρίκος στον άλλον πιτσιρίκο: «Κοίταξε, ο πατέρας σου που σε γέννησε, είναι υποχρεωμένος να σου δώσει χρήματα!». Έτσι και ο άνθρωπος, ο άφρων άνθρωπος, ο άφρων πλούσιος, τι λέγει; «Ο Θεός, ο Θεός είναι υποχρεωμένος να μου δώσει αγαθά». Γίνεται ακόμη και τύπος ηδονιστικός. Λέγει ο Θεοφύλακτος: «Καί οὐ μόνον ἐνεδίδετο πορφύραν καί βύσσον -όχι μόνο ντυνόταν όπως ντυνόταν- ἀλλά καί τήν ἂλλην τρυφήν ἐτρύφα πᾶσαν -αλλά και όλη την άλλη τρυφή ετρυφούσε- εὐφραινόμενος οὐ νῦν μέν νῦν δέ οὐ -όχι σήμερα κι όχι αύριο, μέρα παρά μέρα, μία φορά την εβδομάδα- ἀλλά καθ’ ἡμέραν- καθημερινά!. Καί οὐ μετρίως, ἀλλά λαμπρῶς- Και όχι μέτρια, αλλά με λαμπρότητα». Γι΄αυτό, αυτό το «λαμπρῶς» ο ίδιος ο Θεοφύλακτος το αποδίδει: «ἀσώτως και πολυτελῶς». Και ο ηδονιστικός τύπος ουσιαστικά τι είναι; Είναι τύπος υλιστικός. Αυτός είναι υλιστής, είναι ειδωλολάτρης. Λατρεύει την ύλη. Λατρεύει τη σάρκα.
Είναι κατ’ εξακολούθησιν άσπλαχνος άνθρωπος. Δεν τον ενδιαφέρει τι κάνουν οι άλλοι. Μάλιστα, πόσον καιρό είχε, αλήθεια, ο άνθρωπος αυτός, έξω απ’ τον πυλώνα του σπιτιού του, τον φτωχό τον Λάζαρο; Πολύ καιρό. Εντούτοις, δεν συνεκινείτο που τον έβλεπε από το παράθυρο και από το μπαλκόνι του σπιτιού του να χορταίνει από τα ψίχουλα του τραπεζομανδήλου που τίναζαν οι υπηρέται. Δεν συνεκινείτο. Και ο άσπλαχνος είναι α-κοινώνητος. Δεν έχει κοινωνίαν. Μένει στον εαυτόν του. Είναι ακοινώνητος. Εντούτοις, εντούτοις διατηρούσε πολλές φορές, για να καθησυχάζεται η συνείδησις, διατηρούσε και μίαν υποτυπώδη θρησκευτικότητα. Διότι ανεφώνησε εις τον Άδη. Τι είπε; «Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με». Ανεγνώριζε τον Αβραάμ, πρόγονον και ζητούσε το έλεός του. Αλλά… είναι τόσο στοιχειώδες, δεν ήτο ικανό αυτό βεβαίως να τον βοηθήσει. Ακόμη διατηρούσε και μίαν φυσικήν αγάπην, αλλά στα σαρκικά του αδέλφια, εις τους στενούς του συγγενείς, όταν ενδιαφέρθηκε να μην φθάσουν κι εκείνοι εις εκείνον τον τόπον της βασάνου. Τι είπε; «Καλά, δεν μπορώ να ΄ρθω εγώ σε εσένα, ούτε εσύ σε μένα. Ούτε ο Λάζαρος να ‘ρθει σε μένα, για να μου δώσει μίαν λιγάκι κατάψυξη, μια ευχαρίστηση. Να βουτήξει- λέει- το μικρό του δαχτυλάκι μες το νερό και να ‘ρθει να μου το βάλει στα χείλη μου, τα φρυγμένα μου χείλη. Δεν είναι δυνατόν. Σε παρακαλώ όμως πάτερ Αβραάμ, αν είναι δυνατόν, στείλε τον Λάζαρο εις την Γη -δηλαδή να αναστηθεί ο Λάζαρος- και να πει στους αδελφούς μου, τους σαρκικούς μου αδελφούς, γιατί έχω πέντε αδέλφια, να προσέξουν τη ζωή τους, για να μην έρθουν κι αυτοί εδώ». Βλέπετε λοιπόν ότι υπήρχε μία αγάπη· τελείως περιορισμένη. Μόνον εις τον συγγενικόν κύκλον. Στον φτωχό Λάζαρο, που τον έβλεπε κάθε μέρα εκεί απέναντι στον πυλώνα του ουδεμία ευσπλαχνία, ουδέ μία αγάπη. Βλέπετε λοιπόν ότι είχε λίγη, στοιχειώδη ανθρωπιά. Δυστυχώς όχι ικανή να τον σώσει.
Η ζωή του ήταν έκφραση βίου αλαζονικού. Η παρουσία του βεβαίως ήταν πρόκλησις στην πτωχείαν. Είναι εκείνο που λέγει η Αγία Γραφή, είναι ο πλούτος που κάνει τους πτωχούς να εμπυρίζονται. Να παίρνουν φωτιά. Να πυρώνουν. Είναι η ζήλεια. Είναι το νεύρο εκείνο που κινεί τον φθόνον και την κακίαν, εναντίον εκείνου που απολαμβάνει τα αγαθά του ως πλούσιος κι ο άλλος δεν έχει να φάει. «Ὁ πτωχός», λέγει, «ἐμπυρίζεται», μας λέγει η Γραφή. Και το αξιοπαρατήρητον στην όλη ιστορία είναι το εξής: Δεν είχε όνομα. Πώς το έλεγαν; Λέγει, σχολιάζοντας ο Ιερός Χρυσόστομος: «Καί ποῦ τό ὂνομα τοῦ πλουσίου; -Πού είναι το όνομα του πλουσίου;-. Οὐδαμοῦ -Πουθενά-. Ἀνώνυμος γάρ ἐστίν(Δεν έχει όνομα. Είχε. Αλλά δεν αναφέρεται). Πόσος πλοῦτος! Και ὂνομα αὐτῷ οὐχ εὐρίσκεται-Τόσος πλούτος, ε; Το όνομά του δεν υπάρχει».
Και ένας άλλος ερμηνευτής, ο Θεοφύλακτος, λέγει: «Τόν μέν πλούσιον ἀνωνύμως ἐν τῇ παραβολῇ παρέλαβεν, οἶα μηδέ ἂξιον παρά Θεῷ ὀνομάζεσθαι». «Δεν ήταν άξιος ο άνθρωπος αυτός καν να ονομασθεί από τον Θεό». Και ένας άλλος, τρίτος ερμηνευτής: «Γέγραπται γάρ περί τῶν πονηρῶν· οὐ μή μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διά χειλέων μου – Ο Θεός λέει: Δεν θέλω να θυμηθώ, ούτε καν να προσφέρω το όνομα των πονηρών ανθρώπων». Ο Θεός τα πάντα γνωρίζει. Εκείνο που λέει: «Δεν θέλω να θυμηθώ», όχι ότι ο Θεός ξεχνάει. Αλλά είναι μία έκφρασις που θα το λέγαμε κι εμείς. «Δεν θέλω να ξέρω το όνομά του!». Το ξέρομε. Το λέμε σαν έκφραση περιφρονήσεως. Ότι «δεν μπορεί αυτός ο άνθρωπος να έχει καμίαν σχέση με εμένα». Έτσι λοιπόν λέγει ο Θεός: «Δεν θέλω να θυμηθώ το όνομα του ασεβούς, του αμαρτωλού. Ούτε καν να το προφέρω με τα χείλη μου».Ο πλούσιος λοιπόν της παραβολής δεν είχε όνομα. Δηλαδή ξέρετε; Δεν είχε πρόσωπο. Το όνομα είναι εκείνο που δίδει το πρόσωπον.
Έχομε και την ψυχογραφία του φτωχού Λαζάρου. Γι’ αυτόν η παραβολή μάς αναφέρει αρκετά χαρακτηριστικά. Ήταν πτωχός. Από συγκυρία ή όχι, έτσι τα πράγματα ήρθαν, μας είναι άγνωστο. Πάντως δεν ήταν πτωχός από ασωτία· διότι είχε μίαν ευσέβειαν. Δεν ήταν λοιπόν πτωχός, γιατί ήταν άσωτος. Έτσι, πολλές φορές, η πτωχεία είναι ένας μόνιμος σύντροφος σε πολλούς ανθρώπους και χωρίς βέβαια αυτοί να ευθύνονται για την πτωχεία τους. Αλλά εκείνο που τον καθιστά πρόσωπον, τον φτωχόν, είναι ότι ήτο επώνυμος. Ελέγετο Λάζαρος. Και Λάζαρος, εδώ θέλω να προσέξομε κάτι, σημαίνει: «Ο Θεός είναι βοηθός μου». Θα ‘θελα να ρωτήσω: Αφού ο Θεός ήτο βοηθός του, γιατί δεν τον έβγαζε από την πτωχείαν; Γιατί δεν τον έβγαζε από την ασθένειαν; Από τις πληγές· που ήταν, λέγει, γεμάτος από έλκη. Γιατί; Πολλάκις το λέγω. Θα το πω άλλη μία φορά. Πρέπει να αλλάξομε αντίληψη περί θείας βοηθείας. Θεία βοήθεια δεν σημαίνει να με βγάλει ο Θεός από τη φτώχεια μου. Δεν σημαίνει να με βγάλει από την αρρώστιά μου. Να με βγάλει από τις αντίξοες καταστάσεις. Αλλά βοήθεια του Θεού είναι να μπορώ να υπομένω όλα αυτά, για να φθάσω να δω το πρόσωπό Του, το πρόσωπο του Θεού. Αυτό είναι η βοήθεια. Δηλαδή, να σωθώ. Και όπως λέγει εδώ ο Θεοφύλακτος: «Τοῦ πένητος ὀνομαστί μνημονεύει -Δίδει όνομα εις τον φτωχόν». Και ξέρετε ότι είναι το μόνο όνομα μέσα σε παραβολή; Σε καμία άλλη παραβολή δεν υπάρχει όνομα. Είναι η μοναδική περίπτωσις. Είναι κι άλλα πράγματα…
Επιτρέψατέ μου μία παρένθεση πολύ γρήγορα. Σας είπα, είναι πολυσήμαντη παραβολή. Ξέρετε ότι ο Λάζαρος, ο αδελφός της Μαρίας και της Μάρθας, ανεστήθη από τους νεκρούς. Τετραήμερος νεκρός ανεστήθη. Όχι μόνον δεν πίστεψαν οι Εβραίοι, αλλά έκαναν συμβούλιον να θανατώσουν το αντικείμενον του θαύματος του Ιησού Χριστού. Για να μην φαίνεται. Γιατί, λέει, πήγαινε όλη η Ιερουσαλήμ εκεί εις την Βηθανία, για να δουν τον Λάζαρο· που ανεστήθη. Και οι ταλαίπωροι σχεδιάζουν τον φόνον του Λαζάρου. Πίστεψαν; Όχι. Γι΄αυτό βάζει όνομα ο Κύριος στην παραβολή. Σαν να ήθελε να τους πει: «Κι ο Λάζαρος ανεστήθη». Στην παραβολή χαλκεύεται το πράγμα, οικοδομείται ότι και αν, λέει, αναστηθεί, «Παιδάκι μου», του λέει, «τέκνον», του λέει ο Αβραάμ του πλουσίου, «δεν πρόκειται να πιστέψουν. Εάν δεν δεχθούν τον Μωυσέα και τον νόμο και τους προφήτας, δεν πρόκειται να πιστέψουν». Ο Λάζαρος ανεστήθη. Τους το ‘κανε αυτό. Τον είδαν. Πίστεψαν; Επαναλαμβάνω· επαναλαμβάνω: Ετοιμάζουν την δολοφονία του.
Έδωσε απάντηση ο Χριστός. Τοποθετημένος, να επανέλθω, εις τον πτωχόν της παραβολής, τοποθετημένος εις τον πυλώνα του πλουσίου, δημιουργεί μία ζωηρή αντιπαράθεση με τον πλούσιον ιδιοκτήτη του. Παρά ταύτα, δεν διαμαρτύρεται. Δεν επικαλείται κοινωνική ισότητα. Δεν βρίζει τον πλούσιο. Ή την κοινωνία μέσα στην οποία ζει. Δεν σήκωσε ποτέ τη γροθιά του. Αυτό το σύγχρονο σύμβολον της εκδικήσεως της κοινωνικής. Ποτέ δεν χόρτασε φαγητό. Και αυτό προήρχετο, που έτρωγε, από τα ψιχουλάκια, από τα σκουπίδια του πλουσίου σπιτιού. Αυτό τι δείχνει; Είχε πολλή ταπείνωση. Δεν ήταν απλώς πτωχός. Αλλά ήταν και άρρωστος. Κάτι περισσότερο. Ήταν πληγιασμένος. Αυτό τον έκανε να απομονούται από τους άλλους ανθρώπους. Τον εσιχαίνοντο. Γεμάτος από πληγές. Κι έτσι ανέπτυσσε και την αρετή της υπομονής. Συντροφιά του είχε τα αδέσποτα σκυλιά. Μόνον αυτά έδειχναν μία φιλική διάθεση απέναντί του. Φαίνεται ότι η πτωχεία στον άνθρωπο, τον καθιστά πιο κοντινό στη Δημιουργία. Όπως αυτή, κατά φυσικό τρόπο προσφέρεται. Το φτωχό παιδί θα παίξει με το χώμα. Πιο κοντά στη δημιουργία. Το πλουσιόπαιδο δεν ξέρω με τι παιγνίδια παίζει. Ο πλούτος, για σκεφθείτε το, απομακρύνει τον άνθρωπο από τη φύση. Η πτωχεία κάνει τον άνθρωπο να είναι πιο κοντά εις την φύσιν. Τον κάνει πιο φυσικόν άνθρωπον. Και οι τροφές του είναι πιο φυσικές. Ο τρόπος του είναι πιο φυσικός. Ο πλούτος δημιουργεί έναν τεχνητό κόσμο, έναν ψεύτικο κόσμο.
Στον φτωχό Λάζαρο ακόμη βρίσκομε και μία αξιοζήλευτη αρετή. Την αγία σιωπή! Στην αγία σιωπή, που πολλά έχει να πει, υπάρχει το μυστήριον της ανθρωπίνης προσωπικότητος. Βρίσκομε τον Ιησούν, ο Οποίος εσιώπα. «Δεν μου αποκρίνεσαι;», του λέει ο Πιλάτος. «Ὁ δέ Ἰησοῦς ἐσιώπα». Ακριβώς γιατί είχε πολλά να πει. Σιωπά εκείνος που έχει πολλά να πει.
Τέλος, η παρουσία του φτωχού απέναντι στον πλούσιο, ήταν μία πρόκληση στον πλούτο. Μία πρόκληση, που θα ΄πρεπε να κάνει αίσθηση και να προκαλεί την ντροπή. Ο πλούσιος έπρεπε να κρύβει το πρόσωπό του μπροστά στη φτώχεια του Λαζάρου. Αλλά όταν λείπει η ντροπή, τότε αναφαίνεται η πρόκληση.
Αγαπητοί, ο Κύριος σήμερα, μας παρουσίασε στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, δύο πρόσωπα. Πρόκειται για δύο θέσεις στη ζωή. Για δύο στάσεις απέναντι στον Θεό και εις τους συνανθρώπους. Σε αυτές ο καθένας μας πρέπει να καθρεπτίζεται. Ούτε ο πλούτος είναι ικανός καθ’ εαυτόν, όπως είπαμε, ούτε η πτωχεία καθ’ εαυτή είναι καλή. Απλώς είναι δύο ευκαιρίες να αναπτύξει ο άνθρωπος την προσωπικότητά του. Και ο φτωχός και ο πλούσιος. Είναι δύο διαφορετικά επίπεδα, που δημιουργούν μία διαφορά δυναμικού θα λέγαμε· που αναπτύσσεται το ανθρώπινον ενδιαφέρον και η ανθρωπίνη αγάπη. Δεν φταίει η διαφοροποίηση στη ζωή. Αλλά η κοινωνική απομόνωση. Αυτή γέννησε τις κοινωνικές επαναστάσεις, τον φθόνο, το μίσος, τον πόλεμο. Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, είναι, αγαπητοί μου, μία μικρογραφία δύο ψυχογραφιών· που πρέπει πάντοτε να μελετούμε και να μαθαίνομε πώς πρέπει να στεκόμαστε απέναντι στον Θεό και τους ανθρώπους.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_652.mp3
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.