Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως (Ἰωάν. 3,13-17)
ΜΑΣ ΑΓΑΠΑΕΙ Ο ΘΕΟΣ!
«Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 3,16)
Η ἁγία Γραφή, ἀγαπητοί μου, εἶνε ὁ βασιλεὺς τῶν βιβλίων. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕως τὸ τέλος, ὅλο τὸ περιεχόμενό της ἔχει ἀνεκτίμητη ἀξία. Τὴν χαρακτήρισαν χρυσωρυχεῖο τοῦ Πνεύματος, ὅπου καὶ τὸ μικρότερο ἀκόμα ψῆγμα εἶνε πολύτιμο. Ἄλλος πάλι τὴν ὠνόμασε οὐρανὸ πνευματικὸ μὲ μυριάδες ἄστρα. Καὶ ὅπως στὸν οὐρανὸ μερικὰ ἀστέρια λάμπουν ἰδιαιτέρως, ἔτσι καὶ στὸν οὐρανὸ τῆς ἁγίας Γραφῆς μερικὰ ῥητὰ ξεχωρίζουν.
Ἕνα ῥητὸ τέτοιο εἶνε αὐτὸ ποὺ εἶπε σήμερα ὁ Χριστός· «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 3,16). Ἐπάνω στὸ ῥητὸ αὐτό, ποὺ ἐξαίρει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θὰ ποῦμε μερικὲς λέξεις.
* * *
Κάποιος βασιλιᾶς τοῦ ἀρχαίου κόσμου ρώτησε ἕνα σοφὸ «τί εἶνε ὁ Θεός;». Ζητῶ προθεσμία τρεῖς μέρες, εἶπε αὐτός, γιὰ ν’ ἀπαντήσω. Πέρασαν τρεῖς μέρες, παρουσιάζεται καὶ λέει· Ζητῶ ἄλλες τρεῖς μέρες. Πέρασαν κι αὐτές, καὶ πάλι λέει· Θέλω ἄλλες τρεῖς. Παραξενεύτηκε ὁ βασιλιᾶς. Ἄ, βασιλιᾶ, τοῦ λέει, τὸ ἐρώτημα αὐτὸ δὲν εἶνε εὔκολο. Ὅσο μπορεῖ σ’ ἕνα ποτήρι νὰ χωρέσῃ ὁ ὠκεανός, ἄλλο τόσο μπορεῖ στὴ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τοῦ πιὸ σοφοῦ, νὰ χωρέσῃ τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ.
Τί εἶνε Θεός; Στὸ ἐρώτημα αὐτό, ποὺ γιὰ τοὺς σοφοὺς τοῦ κόσμου ἔμεινε ἀναπάντητο, τὴν ἀπάντησι ἔδωσε ἡ ἁγία Γραφή. Ἀπαντᾷ μὲ τὸ στόμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ θεολόγου· ἀπαντᾷ μὲ τρεῖς λέξεις. Διαβάστε τὶς ἐπιστολές του· ἐκεῖ θὰ δῆτε ὅτι ὁ ἀετὸς τῆς Πάτμου, αἰρόμενος ὑπὲρ τὰ ἐγκόσμια, σὲ ὕψη ἀπροσπέλαστα τοῦ Πνεύματος, ἀπαντᾷ καὶ λέει· «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν» (Α´ Ἰωάν. 4,8), ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη.
Ναί, ἀλλὰ ἔχουμε ἀποδείξεις; θὰ πῇ ὁ δύσπιστος. Ἀποδείξεις; Καμμία ἄλλη ἀλήθεια δὲν ἔχει τόσες ἀποδείξεις ὅσες ἡ ἀλήθεια αὐτή. Εἶνε ἀμέτρητες, σὰν τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου.
Ἀγαπᾷ ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο. Ἂν δὲν τὸν ἀγαποῦσε, δὲν θὰ τὸν δημιουργοῦσε ὡς κορωνίδα τῆς δημιουργίας του, καὶ δὲν θὰ τὸν ἐφωδίαζε μὲ ἀνεκτίμητες δωρεές. Τέτοια δωρεὰ εἶνε λ.χ. ἡ διάνοια. Μικρὸ δῶρο εἶνε ἡ διάνοια; Ἐὰν σήμερα φθάσαμε σ’ ἕνα ὕψος προόδου καὶ πολιτισμοῦ, αὐτὸ ὀφείλεται στὴ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου. Εἶνε κάτι μοναδικό, ἐξαίρετο, θαυμαστό. Ἐὰν ζυγίσῃς τὸν ἐγκέφαλο ἑνὸς πιθήκου καὶ τὸν συγκρίνῃς μὲ τὸν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ στὸ βάρος. Ἀλλὰ ὡς πρὸς τὴν διάνοια; Ὕψος. Κανένας πίθηκος δὲν ἔγινε μαθηματικὸς ἢ χημικὸς ἢ ἄλλος ἐπιστήμων· ὁ ἄνθρωπος ὅμως μὲ τὴν διάνοια ποῦ ἔφθασε! Μᾶς ἐφωδίασε ἀκόμη ὁ Θεὸς μὲ μνήμη καὶ φαντασία, μὲ συνείδησι καὶ ἐλευθερία τοῦ πνεύματος· ἀνεκτίμητα ἀγαθά, μὲ τὰ ὁποῖα ὁ μικρὸς ἄνθρωπος φθάνει νὰ γίνεται ἐπίγειος ἄγγελος.
Ἂν δὲν μᾶς ἀγαποῦσε ὁ Θεός, δὲν θὰ δημιουργοῦσε αὐτὴ τὴ μικρὴ σφαῖρα, ἐπάνω στὴν ὁποία βρισκόμεθα· θὰ μᾶς ἔῤῥιχνε πάνω σὲ ἄλλα ἀστέρια, ὅπου δὲν ὑπάρχουν τὰ μέσα ποὺ ἀπαιτεῖ μιὰ ὑγιεινὴ ζωή. Αὐτὴ ἡ γῆ εἶνε παλάτι. Ἕνας μεγάλος ἀστρονόμος, ποὺ ἐρεύνησε τὸν οὐρανό, λέει ὅτι ἡ γῆ αὐτή, ἐν συγκρίσει μὲ τοὺς ἄλλους πλανῆτες, εἶνε ὁ παράδεισος τοῦ σύμπαντος. Σ’ αὐτὸ τὸν παράδεισο, ποὺ ἑτοιμάστηκε μὲ ἀγάπη καὶ σοφία καὶ παντοδυναμία, μᾶς ἔβαλε ὁ Θεός, ὅπως ἕνας πατέρας ποὺ φροντίζει νὰ ἔχῃ τὸ παιδί του τὴν πιὸ καλὴ κατοικία. Καὶ ὅπως μπαίνεις σ’ ἕνα παλάτι καὶ μένεις ἔκθαμβος μπροστὰ στὶς ὡραιότητες ποὺ ἔχει, ἔτσι κ’ ἐδῶ. Τί πρῶτο καὶ τί δεύτερο ν’ ἀναφέρουμε; Τὸν ἀέρα ποὺ ἀναπνέουμε, τὸ νερὸ ποὺ κυλάει στοὺς ποταμούς, τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, τὰ λουλούδια στὴ φύσι, τοὺς καρποὺς τῶν δένδρων, τὰ στάχυα τῶν ἀγρῶν, τὴ μέλισσα ποὺ ἑτοιμάζει γλυκύσματα σὰν ζαχαροπλάστης, τὰ πουλιὰ ποὺ κελαηδοῦν μὲ μουσικὴ Μπετόβεν, τὰ ἀρνάκια ποὺ παίζουν στὶς πεδιάδες;… Ὅλα αὐτά, ποὺ δὲν ὑπάρχουν σὲ ἄλλους πλανῆτες, τί εἶνε; Γι’ αὐτὸ εἶπα ὅτι, ἂν δὲν ἀγαποῦσε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, δὲν θὰ τὸν ἔβαζε ἐδῶ σ’ αὐτὸ τὸν παράδεισο. Μᾶς ἀγαπάει ὁ Θεός. Μιὰ σταγόνα νεροῦ ἀγάπη Θεοῦ εἶνε. Ἕνα ποτήρι νερὸ ποὺ πίνεις, ἕνα ψῆγμα χρυσοῦ ποὺ βρίσκεις, ἡ αὔρα, ὁ φλοῖσβος τῆς θαλάσσης, ὅλα, ἀγάπη Θεοῦ εἶνε. Ἐπάνω σὲ ὅλα ―δὲν τὸ βλέπεις;― εἶνε γραμμένο· «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν».
Δὲν σᾶς εἶπα ὅμως ἀκόμα τίποτα. Τώρα ἐρχόμεθα στὸ μεγάλο δεῖγμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἂν αὐτὸ δὲν τὸ καταλαβαίνουμε, δὲν εἴμαστε Χριστιανοί. Ὅλα ὅσα ἀνέφερα μέχρι ἐδῶ, τὰ βλέπουμε. Χιλιάδες εἶνε οἱ ἀποδείξεις ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾷ· ποιά εἶνε ὅμως ἡ πιὸ μεγάλη ἀπ᾿ ὅλες; Θεέ μου, φώτισε τὸ νοῦ μου καὶ τὸ νοῦ τῶν ἀκροατῶν μου, νὰ τὸ καταλάβουμε. Ἡ μεγαλυτέρα ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ εἶνε ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου, τοῦ ὁποίου τὸ μεγαλεῖο ἐγκωμιάζει σήμερα μὲ ἔξαρσι ὁ ἀπόστολος Παῦλος (βλ. Γαλ. 6,11-18, ἰδίως στ. 14).
Τὸ ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ ὕψη καὶ τὶς ἁψῖδες τοῦ οὐρανοῦ κατέβηκε ἐδῶ στὴ γῆ ―δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια― καὶ ἔγινε Υἱὸς ἀνθρώπου· τὸ ὅτι ἔλαβε σάρκα ἀπὸ τὰ πάναγνα αἵματα τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας· τὸ ὅτι ἀνεκλίθη ἐν μέσῳ ζῴων· τὸ ὅτι ἔζησε ὡς πτωχός, πτωχότατος· τὸ ὅτι ἐπὶ μία τριετία δὲν ἀναπαύθηκε, ἀλλὰ ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ κι ἀπὸ βουνὸ σὲ βουνὸ περιώδευσε τὴ ἁγία γῆ· τὸ ὅτι δικάσθηκε ἀπὸ ἄνομα δικαστήρια· τὸ ὅτι σταυρώθηκε ἐν μέσῳ κακούργων· τὸ ὅτι ἐξέπνευσε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ· ὅλα αὐτὰ εἶνε ἀγάπη, ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Ἔτσι πάνω στὸ σταυρό, ὄχι μὲ μελάνι, ἀλλὰ μὲ τὸ τίμιο αἷμα του, ἔγραψε τὴν ἀλήθεια αὐτή. Ὅ,τι γράφεται μὲ μελάνι λησμονεῖται, ὅ,τι γράφεται μὲ αἷμα δὲν λησμονεῖται, μένει στὴν ἱστορία. Καὶ ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὸ σταυρὸ μὲ τὸ αἷμα του ἔγραψε ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν», ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπάει.
Αὐτὸ εἶνε τὸ μεγάλο τεκμήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Πῶς νὰ σᾶς τὸ ἐκφράσω, ἀδελφοί μου; πῶς νὰ σᾶς συγκινήσω; Βρίσκω τρία παραδείγματα, μὲ τὰ ὁποῖα καὶ θὰ τελειώσω. Πῶς παριστάνεται ἡ Ἐσταυρωμένη ἀγάπη;
⃝ Διάβασα σ’ ἕνα βιβλίο, ὅτι μιὰ μάνα βρέθηκε στὴ Σαχάρα μὲ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά. Τὸ μικρὸ ἔπρεπε νὰ θηλάσῃ, ἀλλὰ στὴν ἔρημο ἐστείρευσαν καὶ οἱ μαστοὶ τῆς μητέρας. Καὶ τότε ἡ ἀγάπη της τί ἔκανε; Ἔσχισε μὲ τὰ δόντια τὶς φλέβες της καὶ πότισε μὲ τὸ αἷμα της τὸ παιδί. Μικρὰ εἰκόνα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔδωσε τὸ αἷμα του γιὰ τὴ σωτηρία μας.
⃝ Τὸ δεύτερο παράδειγμα εἶνε ἀπὸ τὸν ἐπιτάφιο θρῆνο. Ὁ ὑμνῳδὸς χρησιμοποιεῖ τὸ παράδειγμα τοῦ πελεκάνου. Ὁ πελεκᾶνος, ὅταν τὸ φίδι δαγκάσῃ τὰ πουλιά του, σχίζει μὲ τὸ ῥάμφος τὸ στῆθος του, τὰ ποτίζει μὲ αἷμα ἀπὸ τὴν καρδιά του, καὶ σῴζονται. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστός. «Ὥσπερ πελεκάν, τετρωμένος τὴν πλευράν σου, Λόγε, σοὺς θανόντας παῖδας ἐζώωσας, ἐπιστάξας ζωτικοὺς αὐτοῖς κρουνούς», ψάλει ὁ ὑμνῳδός (ἐγκώμ. β΄ στ.).
⃝ Τὸ μέγα μυστήριο ἐκφράζει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο μὲ ἕνα παράδειγμα ὄχι πλέον ἀπὸ τὴ φύσι ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἱστορία. Ὅταν δάγκωναν τοὺς Ἑβραίους τὰ φίδια στὴν ἔρημο, σώθηκαν, διότι ὁ Μωϋσῆς ὕψωσε ἐκεῖ τὸν τύπο τοῦ τιμίου σταυροῦ, ἕνα χάλκινο φίδι πάνω σ’ ἕνα ξύλο· ὅποιος ἐστρέφετο καὶ τὸ ἔβλεπε, ἐσῴζετο ἀπὸ τὰ φίδια. Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστό, εἴτε λευκὸς εἴτε μαῦρος εἴτε κίτρινος, ὅλοι ἀδιακρίτως, σῴζονται.
* * *
Ἀδελφοί μου! Θά ᾽πρεπε νὰ ὑπάρχῃ ἕνα Χερουβὶμ καὶ Σεραφίμ, ὁ εὐγνώμων λῃστής, ἕνας ἅγιος καὶ μάρτυρας, νὰ μιλήσουν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ὑπάρχει λύρα, δὲν ὑπάρχει ζωγράφος, δὲν ὑπάρχει ποιητής, ἄξιος νὰ ἐξάρῃ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἐσταυρωμένου.
Πρὸ Χριστοῦ ἡ ἀγάπη ἦτο ἀσθενική. Οἱ Ἕλληνες ἔλεγαν «Πᾶς μὴ Ἕλλην, βάρβαρος». Οἱ Ἑβραῖοι ἔλεγαν· «Ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος», «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου» (Ματθ. 5,38,43). Ὁ Χριστὸς πλάτυνε τὴν ἀγάπη καὶ ἔκανε τὸ μικρὸ ῥυάκι ποταμό.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει μέτρο. Μέτρο της εἶνε ὁ σταυρός. Ἂν λοιπὸν μετρηθοῦμε μὲ τὸ μέτρο αὐτό, ἡ ἀγάπη μας βρίσκεται ἀσήμαντη. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· Ὁ Χριστὸς ἄνοιξε τὶς φλέβες του καὶ ἔδωσε τὸ αἷμα του, κ’ ἐσὺ δὲν ἀνοίγεις οὔτε τὸ βαλάντιό σου νὰ βοηθήσῃς τὸν ἄλλο; Πόσο μεγάλη ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πόσο μικρὴ ἡ δική μας!
Χριστέ, στὰ στήθη μας τὰ ψυχρὰ ῥῖξε μιὰ σταγόνα τῆς ἀγάπης σου. Καὶ φτάνει αὐτὴ γιὰ νὰ κάνῃ τὴ γῆ παράδεισο, μέσα στὸν ὁποῖο μικροὶ καὶ μεγάλοι νὰ ὑμνοῦμε Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ του Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης 8-9-1974)